Φυσική ασπίδα προστασίας απέναντι σε μεγάλους σεισμούς αποτελούν για ορισμένες περιοχές του Λεκανοπεδίου Αθηνών, τα πετρώματα που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Όπως προκύπτει από έρευνα του Πανεπιστημίου Αθηνών, η σύνθεση των πετρωμάτων που έχουν σχηματιστεί στο υπέδαφος παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στον σεισμικό κίνδυνο που διατρέχουν τα σπίτια και τα κτίρια μιας κατοικημένης περιοχής.
Έτσι, ορισμένες από τις περιοχές που διαθέτουν φυσική αντισεισμική προστασία είναι οι Υμηττός, Βύρωνας, Καισαριανή, Αγ. Παρασκευή, Ηλιούπολη, Ψυχικό, Φιλοθέη, Δάφνη, Πνύκα, Ακρόπολη, Πλάκα, Παγκράτι, Λυκαβηττός, Αττικό Άλσος, Παλαιά και Νέα Πεντέλη.
Από την άλλη πλευρά, περιοχές οι οποίες είναι ευάλωτες σε μεγάλο σεισμό είναι οι Μοσχάτο, Ρέντης, Άγ. Ανάργυροι, Κόκκινος Μύλος, Μεταμόρφωση, Κάτω Κηφισιά, Μενίδι, Ίλιον, Χαλάνδρι, Αμφιθέα, Καλλιθέα, Βοτανικός, Κολοκυνθού, Περιστέρι, Πετρούπολη, Νίκαια.
Το Λεκανοπέδιο δεν είχε πάντοτε τη σημερινή μορφολογία. Για παράδειγμα, πριν από περίπου 4 εκατομμύρια χρόνια, οι περιοχές όπου σήμερα βρίσκονται οι Αχαρνές και το Χαλάνδρι ήταν μεγάλες λίμνες. Το Παλαιό Φάληρο, ο Άγιος Κοσμάς και η Γλυφάδα ήταν θάλασσα (βλ. σχήμα 1 στο γράφημα). Πολύ αργότερα, πριν από περίπου 800.000 χρόνια, ένα μεγάλο ρήγμα διέτρεχε τη βόρεια πλευρά του Λεκανοπεδίου από τη σημερινή Φυλή και τις Αχαρνές μέχρι το Χαλάνδρι και τις άκρες του Υμηττού.
Ανακατατάξεις. Το ρήγμα χώριζε το Λεκανοπέδιο στα δύο και μάλιστα «ανασήκωσε» με το πέρασμα του χρόνου το νότιο τμήμα του σημερινού Νομού Αττικής, στο ύψος των Τουρκοβουνίων, δημιουργώντας ένα φυσικό εμπόδιο που απέτρεπε τη ροή υδάτων προς τον Σαρωνικό. Έτσι σχηματίστηκαν λίμνες στις περιοχές του Χαλανδρίου και των Αχαρνών. Με τον καιρό το ρήγμα αυτό έγινε ανενεργό, το φυσικό εμπόδιο έπαψε να υπάρχει και τα νερά άρχισαν να κατευθύνονται ανεμπόδιστα, όπως και σήμερα, στον Σαρωνικό. Αυτές οι γεωλογικές διεργασίες είχαν ως αποτέλεσμα τον σχηματισμό της υδρολογικής λεκάνης του Κηφισού, ο οποίος τροφοδοτήθηκε από το νερό των λιμνών που βρίσκονταν στις βορινές πηγές του, δημιουργώντας τη σημερινή εικόνα του Λεκανοπεδίου.
Αυτές οι εναλλαγές στη μορφολογία μπορεί να μοιάζουν επιφανειακές, είχαν ωστόσο μεγάλο μερίδιο ευθύνης στη σύσταση αλλά και τον τρόπο δημιουργίας των πετρωμάτων που βρίσκονται στο υπέδαφος της Αττικής. Φυσικά δεν πρέπει να υποτιμώνται και οι σχηματισμοί που δημιουργήθηκαν εξαιτίας των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και οι οποίες συνθέτουν σαθρά πετρώματα και επίφοβα στην περίπτωση ενός μεγάλου σεισμού. Οι Έλληνες ειδικοί του Πανεπιστημίου Αθηνών με επικεφαλής τον καθηγητή Γεωλογίας κ. Δημήτρη Παπανικολάου και διευθυντή του Εργαστηρίου Φυσικών Καταστροφών του Πανεπιστημίου Αθηνών διαπίστωσαν ύστερα από πολύχρονη έρευνα ότι υπάρχουν τρεις κατηγορίες πετρωμάτων που συνθέτουν τον λεγόμενο νεοτεκτονικό χάρτη του Λεκανοπεδίου. Τα πετρώματα αυτά, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, παίζουν καθοριστικό ρόλο στον τρόπο που θα συμπεριφερθούν τα σπίτια και τα κτίρια στην περίπτωση ενός μεγάλου, «εισερχόμενου» σεισμού, ανεξαρτήτως του τρόπου κατασκευής τους. Τα ρήγματα. Και λέμε «εισερχόμενου» γιατί όπως επισημαίνει στα «ΝΕΑ» ο ερευνητής του Κέντρου Έρευνας Φυσικών Καταστροφών Βenfield-UCL του University College London, δρ. Ιωάννης Παπανικολάου, «στο Λεκανοπέδιο δεν υπάρχει κανένα ρήγμα το οποίο να μπορεί να προκαλέσει σεισμό μεγαλύτερο από 6,0-6,1 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ. Αντιθέτως τέτοια ρήγματα υπάρχουν στα όρια του Λεκανοπεδίου, όπως είναι το ρήγμα στο Θριάσιο Πεδίο στα δυτικά, το ρήγμα στις Αφίδνες το οποίο μπορεί να δώσει σεισμό μεγέθους έωςκαι 6,4 βαθμών, (οριοθετεί προς Βορράν τη λεκάνη απορροής του Κηφισού ποταμού και άρα το βόρειο όριο του Λεκανοπεδίου) και το ρήγμα του Διονύσου για το οποίο ακόμη δεν γνωρίζουμε πολλές λεπτομέρειες, πέραν του ότι χαρακτηρίζεται από χαμηλούς ρυθμούς ολίσθησης, δηλαδή δίνει σεισμούς ανά μερικές χιλιάδες χρόνια».
Ειδικότερα οι γεωλόγοι του Πανεπιστημίου Αθηνών διαπίστωσαν ότι τα πλέον αντισεισμικά πετρώματα που βρίσκονται στο υπέδαφος του Λεκανοπεδίου είναι οι σχηματισμοί που ανήκουν στο λεγόμενο αλπικό υπόβαθρο και οι οποίοι δεν είναι τίποτα άλλο παρά βράχοι. «Τα πετρώματα αυτά αποτελούν το καλύτερο έδαφος για τη θεμελίωση ενός κτιρίου», λέει ο κ. Δ. Παπανικολάου. Πρόκειται για πετρώματα δύο κατηγοριών. Εκείνα που στο απώτατο παρελθόν βρέθηκαν σε βάθος 30 με 40 χιλιόμετρα στο εσωτερικό της Γης και υπέστησαν μεγάλες πιέσεις και θερμοκρασιακές μεταβολές προτούν επανέλθουν ξανά στην επιφάνεια. Αυτά χαρακτηρίζονται ως μεταμορφωμένα και αποτελούνται από μάρμαρα και σχιστόλιθους (π.χ. Υμηττός, Πεντέλη). Η δεύτερη κατηγορία αποτελείται από τα ιζηματογενή πετρώματα τα οποία δεν βρέθηκαν ποτέ σε βάθος μεγαλύτερο από 10 χιλιόμετρα στο εσωτερικό της Γης ( π.χ. Αιγάλεω). Μία άλλη ομάδα πετρωμάτων που συμπεριφέρεται με ικανοποιητικό τρόπο απέναντι σε ένα μεγάλο σεισμό είναι τα νεογενή πετρώματα. Πρόκειται για πλειοκαινικούς θαλάσσιους και ηπειρωτικούς σχηματισμούς και άνω μειοκαινικούς σχηματισμούς. Ουσιαστικά τα πετρώματα αυτά δημιουργήθηκαν πριν από 10 έως 2 εκατομμύρια χρόνια από σήμερα. Είναι τα παλιά ιζηματογενή πετρώματα των λεκανών του Λεκανοπεδίου, που κάποτε ήταν θαλάσσια ή λιμναία.
Η τρίτη κατηγορία πετρωμάτων και η λιγότερο… έμπιστη στα χτυπήματα του Εγκέλαδου είναι τα λεγόμενα πετρώματα του Τεταρτογενούς που δημιουργήθηκαν πριν από 2 εκατομμύρια χρόνια μέχρι σήμερα. «Χαρακτηρίζονται από φτωχά και χαλαρά εδάφη στα πρανή των βουνών, σε λίμνες και σε παραποτάμιες εκτάσεις. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν και οι ανθρωπογενείς αποθέσεις (μπαζώματα) οι οποίες αποτελούν το χειρότερο είδος εδάφους», προσθέτει ο κ. Δ. Παπανικολάου.
Ποια κτίρια κινδυνεύουν
Η ποιότητα του εδάφους παίζει σημαντικό ρόλο στην ανθεκτικότητα των κτιρίων
Εκτός από τη σύσταση των πετρωμάτων, ένας άλλος παράγοντας που καθορίζει τον τρόπο που θα συμπεριφερθεί κατά τη διάρκεια ενός σεισμού μια κατοικημένη περιοχή είναι η θέση της σεισμικής πηγής. Ο καθηγητής Γεωλογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Δ. Παπανικολάου λέει ότι «ανάλογα με την απόσταση, το βάθος, τη διεύθυνση και τον μηχανισμό διάρρηξης του σεισμικού ρήγματος θα έχουμε διαφορετικές περιοχές του Λεκανοπεδίου που θα υποστούν μεγαλύτερη καταπόνηση και ζημιές».
Επί της ουσίας, όταν ένας σεισμός προέρχεται από κανονικά, επιφανειακά ρήγματα τα οποία βρίσκονται σε απόσταση μερικών δεκάδων χιλιομέτρων (π.χ. Αλκυονίδες 1981) τότε η καταπόνηση των κτιρίων θα εξαρτηθεί από την ποιότητα του εδάφους στο οποίο έχει θεμελιωθεί ένα κτίριο. Γι΄ αυτό ο σεισμός του 1981 προκάλεσε πολλές ζημιές στο Χαλάνδρι και το Μοσχάτο.
Από την άλλη πλευρά, όταν έχουμε έναν σεισμό ο οποίος προέρχεται από επιφανειακά, κανονικά, πλην όμως κοντινά ρήγματα (όπως ο σεισμός της Πάρνηθας το 1999) τότε κινδυνεύουν άμεσα οι περιοχές που περιβάλλουν τα ενεργοποιημένα ρήγματα. Τέλος, αν σημειωθεί ένας μεγάλος σεισμός μεγέθους 7 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, ο οποίος θα προέλθει από το λεγόμενο ελληνικό τόξο(όπως π.χ. ο σεισμός του Λεωνιδίου το 2008), τότε κινδυνεύουν τα πολυώροφα κτίρια άνω των 5 ορόφων. Και σε αυτή την περίπτωση σημαντικό ρόλο παίζει η κατηγορία του εδάφους. Κίνδυνο επίσης διατρέχουν σπίτια ή κτίρια που βρίσκονται σε περιοχές με μεγάλες μορφολογικές κλίσεις των πρανών, σε λόφους ή σε ποτάμια.