Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία
Του π. Γεωργίου Δορμπαράκη στην «Κιβωτό της Ορθοδοξίας»
«Όποιος καθάρισε την καρδιά του από την κακότητα και τις κακές επιδράσεις όλης της υλικής κτίσεως, διακρίνει καθαρά μέσα στη δική του ψυχική ομορφιά την εικόνα της θείας φύσεως (του Θεού). Γιατί ο Θεός, όταν σε δημιουργούσε, χάραξε πάνω σου, σαν σε αντίτυπο, τα αγαθά της δικής Του φύσεως, σαν να αποτύπωσε πάνω στο κερί το σχήμα μιας γλυπτής παραστάσεως.
Αλλά η αμαρτία, αφού απλώθηκε γύρω από το θεόμορφο χάραγμα, έκανε για σένα άχρηστο το αγαθό που είναι κρυμμένο κάτω από τα άσχημα περιβλήματα. Αν λοιπόν με την προσεκτική ζωή σου ξεπλύνεις πάλι την ακαθαρσία, η οποία τοποθετήθηκε σαν επίχρισμα πάνω στην καρδιά σου, θα λάμψει ξανά στη μορφή σου το θεόμορφο κάλλος».
Ο μέγας Πατέρας της Εκκλησίας Γρηγόριος, επίσκοπος Νύσσης, αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου, ο πιο «εμφιλόσοφος νους» κατά τους Πατρολόγους της Εκκλησίας μας, στο απόσπασμα του λόγου του υπενθυμίζει το μεγαλείο του ανθρώπου λόγω της δημιουργίας του από τον Θεό. Μεγαλείο που δεν έγκειται μόνο στο ότι ο Θεός «χάραξε πάνω του τα αγαθά της δικής Του φύσεως» – ό,τι ο λόγος του Θεού χαρακτηρίζει «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» δημιουργία του – σαν μία επιθυμία Του δηλαδή να επαναλάβει, κατά τον όσιο Σωφρόνιο τον Αθωνίτη, τον εαυτό Του στο δημιούργημά Του τον άνθρωπο, αλλά μεγαλείο που αποκαλύπτεται και στη δυνατότητα της μετανοίας του, μετά βεβαίως τον ερχομό του Κυρίου Ιησού Χριστού.
Διότι ο Κύριος, ενσωματώνοντας τον άνθρωπο μέσα στη δική Του ανθρώπινη φύση, τον κατέστησε ικανό να υπερβεί την άλλως χαλασμένη λόγω της αμαρτίας θεοειδή ομορφιά του, που σημαίνει ότι καθάρισε τη σκοτεινιασμένη εικόνα του Θεού μέσα στον άνθρωπο και του ξανάνοιξε την άπειρη προοπτική του της ομοιώσεώς του με τον Θεό.
Για τον μέγα Πατέρα και τη σύνολη ασφαλώς Εκκλησιαστική διδασκαλία, ο άνθρωπος λόγω της ακατανόητης και έχουσας χαρακτήρα μυστηρίου πτώσεώς του στην αμαρτία έχασε την ταυτότητά του, κείμενος ως «νεκρός και χαμένος» στον κόσμο τούτο – η αμαρτία υπήρξε μέγα τραύμα για την ύπαρξή του ή, όπως το λέει ακριβώς ο άγιος, «η αμαρτία, αφού απλώθηκε γύρω από το θεόμορφο χάραγμα, έκανε άχρηστο το αγαθό που είναι κρυμμένο κάτω από τα άσχημα περιβλήματα». Ο Κύριος, όμως, ερχόμενος «δι’ ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν», τον αποκαθιστά στην προτέρα του και όχι μόνο κατάστασή του, οπότε ο εν Χριστώ πια άνθρωπος, ο άγιος, μπορεί να ξαναλάμψει από το κάλλος του Θεού.
Το παράδειγμα του αγίου Πατρός είναι μάλιστα εν προκειμένω πολύ χαρακτηριστικό: «όπως συμβαίνει να γίνεται κατά τρόπο φυσικό στο σίδερο, όταν δηλαδή με το ακόνι απαλλαγεί από τη σκουριά, αυτό που πριν από λίγο ήταν μαύρο, βγάζει τώρα μερικές ανταύγειες και λάμψεις, καθώς ακτινοβολεί απέναντι στον ήλιο, με τον ίδιο τρόπο και ο εσωτερικός άνθρωπος, που ο Κύριος ονομάζει καρδιά, όταν με ξύσιμο βγάλει τη σκουριά, που είναι σαν την ακαθαρσία και σχηματίστηκε με τη μούχλα πάνω στη μορφή, θα αποκτήσει πάλι την ομοιότητα με το πρωτότυπο και θα είναι αγαθός».
Η επιπλέον όμως επισήμανση του αγίου Γρηγορίου είναι απολύτως καθοριστική: δεν αρκεί ότι ήλθε ο Κύριος και μας αποκατέστησε, αλλά απαιτείται και η ανταπόκριση του ανθρώπου.
Και ανταπόκριση σημαίνει πίστη και αποδοχή της εν αγάπη ελεύσεώς Του, που φανερώνεται με την ενσωμάτωση σ’ Αυτόν διά του βαπτίσματος: ο άνθρωπος γίνεται μέλος Χριστού εν Εκκλησία, αλλά κυρίως η ανταπόκριση αυτή εκφράζεται με τον καθημερινό αγώνα «προσεκτικής ζωής». Κι αυτό θα πει ότι για τον άγιο Νύσσης, η μετάνοια δεν είναι μία κίνηση θεωρητική του ανθρώπου, ένα ίσως θέμα διαλογισμού, αλλά αλλαγή ολόκληρης της ζωής του: πορεία κατά Θεό σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού, πορεία καθάρσεως της καρδιάς που κάνει τον άνθρωπο ικανό να δέχεται και πάλι τις ελλάμψεις του φωτός του Θεού.
Οπότε, για μία ακόμη φορά, καταλαβαίνουμε ότι η πίστη ή η απιστία στον Θεό δεν είναι θέμα νόησης του ανθρώπου, αλλά πρακτικής ζωής. Μετανοείς κι επιστρέφεις στον Θεό; Βλέπεις τον Θεό!
Αρνείσαι τη μετάνοια γιατί είσαι προσκολλημένος στα πάθη σου; Ο Θεός θα είναι για σένα διαπαντός ο κρυμμένος και άγνωστος και ο απών!