Αλλισίνη: Ο αμυντικός μηχανισμός του σκόρδου στην υπηρεσία της υγείας
Η αλλισίνη ή θειοσουλφιδικό διαλλύλιο (Diallyl thiosulfinate), κατατάσσεται στις οργανοθειϊκές ενώσεις και είναι η ουσία που παράγεται από το σκόρδο (Allium sativum), όταν ενεργοποιείται ο αμυντικός μηχανισμός του, ενάντια στις επιθέσεις από παράσιτα.
Είναι η χημική ουσία, η οποία ευθύνεται για την χαρακτηριστική, δυσάρεστη μυρωδιά του σκόρδου.
Όταν το φυτό «δεχθεί επίθεση» ή «όταν τραυματιστεί», παράγει αλλισίνη μέσω ενζυμικής αντίδρασης.
Το ένζυμο αλλιδινάση μετατρέπει την αλλϊίνη σε αλλισίνη, η οποία είναι τοξική για τα έντομα και τους μικροοργανισμούς. Η αντιμικροβιακή δραστικότητα της αλλισίνης ανακαλύφθηκε το 1944 από τον Cavallito. Καθαρή αλλισίνη δεν πωλείται στο εμπόριο, επειδή δεν είναι σταθερή και έχει δυσάρεστη μυρωδιά.
Η αλλισίνη, που προέρχεται από το σκόρδο, χάνει τις ευεργετικές της ιδιότητες μέσα σε λίγες ώρες και μετατρέπεται σε άλλες θειούχες ενώσεις. Το τρισουλφιδικό διαλλύλιο, είναι μια ένωση, παρόμοια με την αλλισίνη, αλλά παράγεται με χημική σύνθεση. (Γι` αυτό, προσοχή στα συμπληρώματα… αλλισίνης, αν υπάρχουν).
Η αλλισίνη, είναι σταθερή και χρησιμοποιείται για τη θεραπεία λοιμώξεων που προκαλούνται από βακτήρια, μύκητες και παράσιτα.
Έχει αντιοξειδωτική δράση και φαίνεται, ότι συμβάλλει σε πολλές διεργασίες του οργανισμού, που είναι ωφέλιμες στην υγεία. Έχει συσχετισθεί με υπολιπιδαιμική και αντιαιμοπεταλιακή δραση και θεωρείται ότι βοηθάει στην καλή κυκλοφορία του αίματος. Αναφέρεται επίσης, ότι έχει αντιμικροβιακές, αντιβακτηριακές και αντικαρκινικές ιδιότητες..
Επιπλέον, το εκχύλισμα του ώριμου σκόρδου, φαίνεται να έχει ηπατοπροστατευτικές και νευροπροστατευτικές ιδιότητες. Υπάρχει όμως, ένας παράγοντας που περιορίζει τη βιολογική δραστικότητα της αλλισίνης, και αυτός είναι η αστάθεια της. Τέλος είναι πολύ σημαντικό να σημειωθεί ότι η αλλισίνη, έχει πολύ μικρή βιοδιαθεσιμότητα
Αντιμικροβιακή δράση
Η αντιμικροβιακή δράση της αλλισίνης, οφείλεται στη χημική αντίδραση με ένζυμα που έχουν ομάδες θειόλης. Οι ουσίες που παράγονται από αυτές τις αντιδράσεις παρεμποδίζουν την δράση ορισμένων βακτηρίων και ιών, καθώς επίσης και την δράση ορισμένων ζυμών όπως η candida.
Η αντιμικροβιακή δράση της αλλισίνης έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον των ερευνητών σε ότι αφορά στην συμβολή της στην επούλωση του έλκους. Ιn vitro μελέτες έχουν δείξει αντιμικροβιακή δράση έναντι διαφόρων παθογόνων, όπως το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού, του Staphylococcus aureaus, του Escherichia coli και των στρεπτοκόκκων Lancefield.