Ποιος τα καίει τελικά τα δάση;
Ένα ερώτημα που κάθε καλοκαίρι μας απασχολεί περισσότερο από τα υπόλοιπα με μία απάντηση εξαιρετικά απλή. Τα δάση μας δεν τα καίνε οι ξένες δυνάμεις, οι οικοπεδοφάγοι, τα σπασμένα γυαλιά, τα ακαθάριστα χωράφια και οι γεωργικοί δρόμοι, οι μετασχηματιστές του ηλεκτρικού. Κάποιοι απ’ αυτούς τους παράγοντες μπορεί να ευθύνονται για την έναρξη μιας πυρκαγιάς. Τα δάση μας όμως δεν τα καίνε αυτοί. Τα δάση μας τα καίει η αδιαφορία.
Γιατί τα καίει η αδιαφορία; Διότι αν υπήρχαν αντιπυρικές ζώνες, πυροσβεστικοί κρουνοί, χαραγμένοι δρόμοι πυροπροστασίας, ομάδες περιφρούρησης και συστήματα γεωεντοπισμού φωτιάς όπως σε όλο τον κόσμο, οι πυρκαγιές θα ήταν μηδαμινές και όσες εκδηλώνονταν θα έσβηναν εν τη γενέσει τους. Με αυτά τα μέσα που διαθέτουμε τώρα και με μέτωπα σε όλη τη χώρα, οι φωτιές απλά καταλήγουν να σβήνουν στη θάλασσα, αφού προκαλέσουν τεράστια οικολογική καταστροφή.
Αυτό δε θα αλλάξει ποτέ, όσο έχουμε την ίδια νοοτροπία. Όσο δηλαδή αντί να ενισχύουμε την πρόληψη δίνουμε βάρος στην καταστολή και στη θεραπεία. Κοινώς αντί να προσλάβουμε πυροσβέστες και να επενδύσουμε σε μέτρα πρόληψης και προστασίας των δασών μας, προσλαμβάνουμε δημοσίους υπαλλήλους κάθε λογής. Προφανώς το κράτος τους χρειάζεται και αυτούς για να λειτουργήσει. Όταν όμως οι υγειονομικοί και οι πυροσβέστες είναι λιγότεροι απ’ αυτούς που χρειαζόμαστε και με απαρχαιωμένα μέσα στη διάθεσή τους, τότε είμαστε άξιοι της μοίρας μας που δε ρίχνουμε εκεί το βάρος.
Δεν υπάρχει κανένα εθνικό σχέδιο προστασίας δασών, όπως κανένα εθνικό σχέδιο υγείας και πρόληψης, όπως κανένα εθνικό σχέδιο αντιμετώπισης κρίσεων. Πρώτα γίνονται οι τραγωδίες και μετά ψάχνουμε τις αιτίες. Το χειρότερο όμως είναι ότι ακόμα κι αφού γίνουν, κάνουμε δύο πασαλείμματα, «για τα μάτια της πεθεράς» όπως λέει και ο λαός, και στην επόμενη παθαίνουμε χειρότερα.
Δεν φταίνε όμως απόλυτα αυτοί που κυβερνάνε. Αυτοί μπορεί να στερούνται ικανοτήτων, όρεξης, φαντασίας. Όταν ο λαός τους δίνει λευκές επιταγές, όταν προεκλογικά δεν έχει ακουστεί λέξη για την αντιμετώπιση της πραγματικότητας, όταν τα ψέμματά τους είναι εξόφθαλμα, όταν η πολιτική σκηνή γίνεται πασαρέλα και παρόλα αυτά εκλέγονται και επανεκλέγονται τότε και ο λαός είναι συνένοχος.
Αν πάραυτα κάποιος διαμαρτυρηθεί, ασκήσει κριτική, ζητήσει να λογοδοτήσουν οι υπεύθυνοι για την εγκληματική αδιαφορία και την παντελή έλλειψη σχεδίου, τότε αυτόματα οι καλοκουρδισμένοι μηχανισμοί προπαγάνδας και αποχαύνωσης τον στοχοποιούν και τον μετατρέπουν σε βορά στον αιμοδιψή όχλο τους. Ποτέ δεν το θεώρησαν ως μία βάση διαλόγου για να διορθωθεί κάτι. Όποιος αμφισβητεί την εξουσία είναι επικίνδυνος, οπισθοδρομικός και ενάντια στα εθνικά συμφέροντα.
Είναι καιρός όμως να καθοριστούν επιτέλους τα εθνικά μας συμφέροντα. Είναι εθνικό συμφέρον η ανεξέλεγκτη δόμηση, η καταπάτηση και η ατιμωρησία προκειμένου να εισπράττουμε φόρους; Είναι εθνικό συμφέρον η δαιδαλώδης γραφειοκρατία και τα χιλιάδες «παραθυράκια» του νόμου που επιτρέπουν σε συγκεκριμένες κάστες να κάνουν ό,τι πραγματικά θέλουν;
Είναι εθνικό συμφέρον να μην αμοίβονται καλά οι άνθρωποι που προσφέρουν νευραλγικές υπηρεσίες, όπως ιατροί, νοσηλευτές, εκπαιδευτικοί, πυροσβέστες, και οι διευθύνοντες σύμβουλοι των οργανισμών να αμοίβονται με «σκανδαλώδη» ποσά; Είναι εθνικό συμφέρον να μην ενισχύεται η πρωτογενής παραγωγή μας και να εισάγουμε τα πάντα από τρίτες χώρες;
Ποιό είναι τελικά αυτό το εθνικό συμφέρον; Ας βγει κάποιος υπεύθυνα και να μας πει για να γνωρίζουμε όλοι ποιο είναι αυτό συμφέρον που καλούμαστε να υπηρετήσουμε. Διότι αν το εθνικό συμφέρον είναι να γίνουν όλα στάχτη στο βωμό της ανάπτυξης και να «βαράμε προσοχές» στα παραγγέλματα της εξουσίας, τότε έχουμε εντελώς διαφορετική οπτική και θα έρθει μια μέρα που θα την πληρώσουμε πάρα πολύ ακριβά. Ήδη δηλαδή την πληρώνουμε.