Η Φιλαρέτη παίρνοντας τις απαραίτητες προφυλάξεις μπαίνει στο κελί που έχει κρυμμένο τον Βίκο.Μαύρο Ρόδο: Έχω όμορφη μάνα- Η σκηνή του φινάλε που θα συγκλονίσει
Εκείνος είναι ανήσυχος και δεν περνάει απαρατήρητο. «Μη μου πεις ότι μπήκες και συ στα «παπούτσια» της μάνας που χάνει τον γιο της! Εσύ τον είχες χαμένο τόσα χρόνια!», της λέει κι εκείνη τον κοιτά με πόνο.
«Τον είχα χαμένο… αλλά μέσα μου ήμουν σίγουρη ότι ζούσε και ότι θα τον ξανάβρισκα. Πορεύτηκα κρατώντας αυτή την ελπίδα ζωντανή… Και σε βρήκα. Και τώρα ήρθε η ώρα να σε αποχωριστώ… τώρα που θα φύγεις και μάλιστα κυνηγημένος… φοβάμαι ότι οι δρόμοι μας δε θα συναντηθούν ξανά. Κι αυτό ένας «θάνατος» είναι…», του εξηγεί κι εκείνη τη στιγμή ακούγεται ένας θόρυβος.
Η Φιλαρέτη ανοίγει δειλά δειλά την πόρτα και η Ξανθίππη που την βλέπει με την άκρη του ματιού της πλησιάζει εκεί. Ανοίγει την πόρτα και μπαίνει μέσα. Ο Βίκος με μια αστραπιαία κίνηση την αρπάζει και της βάζει το όπλο στο κεφάλι, ενώ η Φιλαρέτη πανικοβάλλεται και προσπαθεί να την προστατέψει. Του ζητά να την αφήσει να φύγει, αλλά εκείνος αρνείται. Τον πλησιάζει χωρίς φόβο, του πιάνει το χέρι που κρατάει το όπλο και το κατεβάζει κοιτάζοντας τον στα μάτια.
«Εδώ είναι μοναστήρι. Δεν έχουν θέση τα όπλα», του τονίζει και ζητάει από την Ξανθίππη να πάει στο αρχονταρίκι και να την περιμένει. «Θα στα εξηγήσω όλα, Ξανθίππη… αρκεί αυτό που είδες να μείνει εδώ. Πήγαινε στο ναό και περίμενέ με», της λέει κι εκείνη δίνει τον λόγο της πως θα δεν θα πει τίποτα σε κανέναν… Την ίδια ώρα, έξω από το μοναστήρι, ο Πέτρος προσπαθεί να ηρεμήσει την Ελισάβετ.
«Όταν είδα τον Γεράσιμο στο κελί μου… μακάρι να είχα βρει τον τρόπο για να τον βοηθήσω Πέτρο, είναι τόσο άδικος ο χαμός του… Γιατί δεν το πρόλαβα; Γιατί του φέρθηκα τόσο σκληρά;», αναρωτιέται κι εκείνος της λέει πως δεν έχει καμία ευθύνη. «Μπορεί να ακουστεί σκληρό αλλά η μοίρα του Γεράσιμου ήταν προδιαγεγραμμένη… ο ίδιος οδήγησε τον εαυτό του σ’ αυτή την πράξη! Μη φορτωθείς με ένα φταίξιμο που δεν είναι δικό σου! Στο ξαναλέω, εσύ δεν έχεις καμία ευθύνη!», της τονίζει και συνεχίζει:
«Ανησυχώ πολύ για σένα. Εδώ μέσα… μοιάζει να σε «πλακώνουν» τα πάντα!
Κι έχεις ένα μωράκι στην κοιλιά σου… το μωράκι μας». Εκείνη τη στιγμή φτάνει και ο Λευτέρης στο μοναστήρι και ευχαριστεί τον Πέτρο που έτρεξε δίπλα στην κόρη του. Λίγα λεπτά μετά, η Ελισάβετ επιστρέφει μέσα στη μονή, ενώ Πέτρος του εκφράζει την ανησυχία του για την παραμονή της εκεί. «Τίποτα δε θα της συμβεί! Θα την κάνω εγώ να φύγει. Στο υπόσχομαι, θα την πείσω!», του υπόσχεται και πηγαίνει κι εκείνος προς τα μέσα αφήνοντας τον Πέτρο προβληματισμένο…
Πίσω στην Πάτρα, η Αλεξία νοικιάζει το αυτοκίνητο που της ζήτησε ο Βίκος και η Κύρα παρακολουθεί την κάθε της κίνηση, ενώ ο Θέμης μαθαίνει από τον Λουκά ότι της είπε όλη την αλήθεια και προσπάθησε να την συμβουλέψει. Την ίδια ώρα, η Κασσιανή ζητάει συγχώρεση από τον μητροπολίτη. «Δέσποτα μου, «πατέρα μου»… δείξτε έλεος. Σώστε με, σας ικετεύω πάρτε με από δω. Να επιστρέψω στο μοναστήρι μας… Πετάξτε με εκεί σε ένα κελί να πληρώσω για τις αμαρτίες μου», τον ικετεύει, κι εκείνος την κοιτά με πύρινο βλέμμα.
«Είσαι ανήθικη, Κασσιανή! Κυνήγησες την Φιλαρέτη με λύσσα μόνο και μόνο για αναλάβεις την ηγουμενία… όμως «δίκαιος ο Κύριος και δικαοσύνας ηγάπησεν». Γι’ αυτό και σε τιμώρησε!», της απαντάει.
«Ας περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου με επιτίμιο… Κλεισμένη σε ένα κελί να προσεύχομαι για τις αμαρτίες μου», συνεχίζει να τον παρακαλά και ο μητροπολίτης την κοιτάει και με ειρωνεία της λέει: «Μπορείς να προσεύχεσαι και στην φυλακή… η δύναμη της προσευχής είναι η ίδια… παντού!».
Ο μητροπολίτης της ρίχνει μια τελευταία ματιά λύπησης και αποστροφής και απομακρύνεται. Η Κασσιανή σηκώνεται, πιάνεται από τα κάγκελα και του ζητάει να την βοηθήσει και να μην την εγκαταλείψει. «Όταν κάποτε βγεις από την φυλακή… να ξέρεις ότι στη μητρόπολη μου δε θα βρεις καμία πόρτα ανοιχτή. Σήμερα υπέγραψα την πράξη καθαίρεσης σου… αλλά και την διαγραφή σου από το μοναστικό μητρώο της μητρόπολης!», της ξεκαθαρίζει και φεύγει αφήνοντας τη ράκος. Κι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, η Φιλαρέτη κανονίζει πως θα το σκάσει ο Βίκος από το μοναστήρι.
«Προγραμμάτισα τον πρωινό όρθρο για αργότερα… για να ‘χεις χρόνο να φύγεις όταν ξημερώνει», του εξηγεί και τον ρωτά αν μπορεί να μείνει μαζί του μέχρι να φύγει. Ο Βίκος σηκώνει τους ώμους σαν να μην τον νοιάζει και ανάμεσα τους είναι φανερή η φόρτιση.
«Υπάρχει κάτι που θέλεις να με ρωτήσεις; Κάτι που να μπορώ να σου το απαντήσω;», ρωτά κι ενώ αρχικά της λέει όχι στη συνέχεια το μετανιώνει. «Πόσο ήμουνα όταν μ’ έδωσες;» την ρωτάει αποφεύγοντας να την κοιτάξει
«Μωρό… λίγες μέρες αφότου σε γέννησα. Είχα το δικαίωμα να σε κρατήσω μαζί μου για δύο χρόνια αλλά πώς θα μεγάλωνες εκεί μέσα; Αυτό σκέφτηκα. Πώς θα ζούσε ένα παιδάκι μέσα σε τέσσερις τοίχους; Πίσω από σίδερα… Ήμουν χαμένη. Είχα μπλέξει σ ένα φόνο που δεν είχα σκεφτεί ούτε στο χειρότερο εφιάλτη μου. Αν δεν πατούσα τη σκανδάλη θα ήμουν εγώ στη θέση του πατέρα σου. Άλλωστε εγώ έπρεπε να είμαι το θύμα αλλά τα σχέδια άλλαξαν την τελευταία στιγμή», του εξηγεί και ο Βίκος την ρωτά πως ήταν ο πατέρας του και αν έχει κάποια φωτογραφία του.
«Όχι. Όταν μπήκα φυλακή και είχα χρόνο να σκεφτώ, εξηγήθηκαν μέσα μου πολλά… Όπως, ότι απέφευγε να βγούμε φωτογραφία ή να βρεθούμε μαζί σε δημόσιο χώρο. Σινεμά, εστιατόριο… Είχε τους λόγους του αλλά εγώ ήμουν τόσο ευτυχισμένη που δεν υποψιάστηκα κάτι…», του λέει, τα μάτια της βουρκώνουν και δεν σταματά να του ζητάει συγνώμη, που τελικά εκείνος πλήρωσε το τίμημα.
Όπως και να ‘χει, βρεθήκαμε. Έστω και για λίγο. Από ‘δω και πέρα ο καθένας το δρόμο του», της λέει και η Φιλαρέτη τον συμβουλεύει να βρει το καλό που υπάρχει μέσα του. «Μείνε καλύτερα σε κείνο το γιο που σου έγραφε τα γράμματα που φυλάς και άσε με μένα. Ξέχνα με. Για να ζήσεις πιο εύκολα στο λέω. Κι αν τα φέρει η ζωή μπορεί να τα ξαναπούμε» της απαντάει, κι εκείνη με δάκρυα και βουβό κλάμα του ρίχνει ακόμα μια ματιά κλείνοντας την πόρτα… Την ίδια ώρα, ο Θέμης καλεί στο γραφείο του τον Λουκά, την Νατάσα και τον Θοδωρή και τους ανακοινώνει πως θα λείψει για λίγο.
«Το μαγαζί μένει στα χέρια σας! Το νου σας και οι δύο όσο θα λείπω. Μέχρι τότε αφεντικό εδώ μέσα θα είναι ο Λουκάς. Μόνο σε εσάς έχω εμπιστοσύνη», τους λέει κάνοντας την Νατάσα να ανησυχήσει, ενώ όταν μένει μόνος του με τον Λουκά του αποκαλύπτει τι σκοπεύει να κάνει. «Ήρθε επιτέλους η ώρα… να λογαριαστώ με τον Βίκο. Για όλα. Θα τον ξετρυπώσω… όπου κι αν κρύβεται», λέει αποφασισμένος για όλα. Πίσω στο μοναστήρι, η Φιλαρέτη ξανά πηγαίνει στο κελί που έχει κρυμμένο τον Βίκο για να του πει το τελευταίο αντίο.
Του δίνει ένα κομποσκοίνι με ένα μικρό φυλαχτό λέγοντας του: «Πάρ’ το μαζί σου παιδί μου. Είναι φυλαχτό. Ξέρω ότι δεν σου λένε τίποτα αυτά και στην επόμενη γωνία να το πετάξεις, αλλά είναι διαβασμένο. Βάλ’ το στην τσέπη σου»…«Έγινε. Και όποτε το βλέπω θα λέω είναι από τη μα…», πάει να πει, αλλά νιώθει αμήχανα και το κόβει, ενώ στη συνέχεια της λέει πως είναι όμορφη και της ζητάει να βγάλει τη μαντήλα. «Απαγορεύεται, παιδί μου», του εξηγεί, αλλά ο Βίκος την κοιτάει με πείσμα σαν παιδάκι που περιμένει κάτι και τελικά την πείθει.
«Άντε ντε, να ξέρω κι εγώ πως είσαι. Έχω όμορφη μάνα», της λέει, της δίνει ένα φιλί στο μάγουλο και φεύγει. Η Φιλαρέτη με κατεβασμένο το μαντήλι, μένει συγκλονισμένη να κοιτάει την σιλουέτα του. Μουδιασμένη από τη συγκίνηση και τον πόνο, τον ακολουθεί με το βλέμμα της μέχρι που φτάνει στην πόρτα της πύλης και βγαίνει… Κάτω στο χωριό, η αυτοκτονία του Γεράσιμου έχει βυθίσει τους πάντες στη θλίψη. Η Γιάννα είναι μόνη της στο άδειο μαγειρείο και πίνει κρασί, ακούγοντας ράδιο. Η Τασούλα μαυροφορεμένη μπαίνει μέσα, όμως διστάζει να την πλησιάσει.
Κοιτάζονται για μια στιγμή και μετά πέφτει η μία στην αγκαλιά της άλλης.
«Δεν άντεχα στο σπίτι, να περνάει όλο το χωριό για τα συλλυπητήρια. Και είπα να έρθω να τον πενθήσω εδώ, μόνη μου. Έχω βάλει και ακούω τραγούδια, του άρεσε πολύ να ακούει μουσική. Σα να τον βλέπω εκεί, στη θέση του…», λέει η Γιάννα και δείχνει το τραπέζι που συνήθιζε να κάθεται ο Γεράσιμος. Λίγη ώρα αργότερα, έρχεται και ο Σαράντος να της συμπαρασταθεί.
«Σ’ ευχαριστώ που με νοιάζεσαι Σαράντο… αλλά θέλω να μείνω μόνη μου. Πάρε την Τασούλα και πηγαίνετε απ’ το σπίτι…Θέλω να μείνω μόνη με τον αδερφό μου!», του λέει κι εκείνοι φεύγουν, την ώρα που ο Σταυρίνος στέκεται απ’ έξω και την κοιτάει από το παράθυρο, αλλά δεν τολμά να μπει μέσα… Εκείνη ακούει το αγαπημένο τραγούδι του Γεράσιμου, το χελιδόνι και βουρκώνει. Κοιτάει την πόρτα που ανοίγει και μπαίνει δειλά δειλά ο Σταυρίνος.
«Πάρε την Τασούλα και φύγετε. Πηγαίντε όσο πιο μακριά γίνεται από το χωριό. Ρίξτε μαύρη πέτρα πίσω σας. Εδώ ο τόπος είναι καταραμένος, δεν θέλει κανέναν μας. Ο αδερφός μου δεν πείραξε κανέναν… αγάπησε μόνο… Κι οι δυο μας αγαπήσαμε… κι οι δυο μας τιμωρηθήκαμε. Φύγετε από δω, να ζήσετε αλλού, ήρεμα», τον συμβουλεύει και τα μάτια του γεμίσουν δάκρυα. «Πώς να φύγω από δω; Η μοίρα μου, το πεπρωμένο μου είσαι εσύ!», τη ρωτά και η Γιάννα τον κόβει κάπως απότομα και αυστηρά.
«Τη μοίρα μας την ορίζουμε μόνοι μας. Ούτε απ’ τον Θεό περιμένουμε ούτε από κανέναν. Πάρε την Τασούλα και φύγετε. Και τώρα, αν μπορείς. Και μη γυρίσεις να κοιτάξεις πίσω σου. Για κανένα λόγο», του λέει και Σταυρίνος πάει να της πιάσει το χέρι, αλλά εκείνη το τραβάει και του φωνάζει: «Φύγετε! Φύγετε να γλιτώσετε!»…