Η Ελισάβετ επιστρέφει στο μοναστήρι, ενώ η Ευτυχία πηγαίνει και πάλι στο δάσος για να δει τον Γεράσιμο. «Για την Ελισάβετ έμαθες; Είναι στο μοναστήρι;», την ρωτάει μόλις την αντικρίζει κι εκείνη τον κοιτά με ηρεμία και του απαντά. «Όπου κι αν γύρισε η Ελισάβετ κι όπου κι αν πάει, εσένα δε σου πέφτει λόγος. Δεν πρέπει να σε αφορά. Εσύ πρέπει επιτέλους να χαράξεις το δικό σου δρόμο. Σε ικετεύω, παιδί μου, φύγε. Πήγαινε στη Σουηδία κι άφησέ τα όλα πίσω σου. Η Ελισάβετ θα γεννήσει το παιδί του Πέτρου. Αυτό, πλέον, θα ορίζει τη ζωή της.
Εσύ κοίτα να ορίσεις τη δική σου. Φύγε, Γεράσιμέ μου. Φύγε. Τώρα αμέσως αν είναι δυνατόν». Ο Γεράσιμος την κοιτάζει ψυχρά και ξαφνικά μεταμορφώνεται σα θηρίο ανήμερο. «Πάψε! Πάψε επιτέλους! Τι είναι αυτές οι αηδίες που κάθεσαι και μου λες; Η Ελισάβετ είναι δικιά μου! Μόνο δικιά μου! Το ακούς; Δικιά μου!», φωνάζει έξαλλος και η Ευτυχία ταράζεται, αλλά προσπαθεί να το κρύψει και ήρεμα του ξαναλέει να δει την πραγματικότητα.
«Μα πώς; Αν δεχτώ αυτήν αλήθεια, θα πρέπει να κάνω όνειρα καινούργια. Να φτιάξω από την αρχή ένα λόγο να ζω. Κι αυτό δεν το μπορώ. Όχι. Είμαι μεγάλος για να βρω όνειρα άλλα. Η Ελισάβετ είναι μέσα μου, ριζωμένη. Κομμάτι μου. Δεν έχει νόημα η ζωή χωρίς αυτήν, μάνα», επιμένει ο Γεράσιμος παίρνει την βαλίτσα και φεύγει.
περιπολικό.