Ο Βίκος στέκεται στην πόρτα και κοιτάζει την Φιλαρέτη που είναι έτοιμη να να ξεσπάσει σε κλάματα.Μαύρο Ρόδο: Τι με κοιτάζεις; Δεν γουστάρω το μελόδραμα Φύγε !Ουρλιάζει ο Βίκος και τα σπάει όλα
Προσπαθεί να μιλήσει όμως δεν της βγαίνει λέξη, ενώ κι εκείνος είναι φορτισμένος, όμως προσπαθεί να το κρύψει.
«Μπορώ;» τον ρωτάει κομπιασμένα και ο Βίκος σκοτεινιάζει. «Όχι! Τί δουλειά έχεις εσύ εδώ;», της φωνάζει. «Συγγνώμη, δεν ήθελα…Με συγχωρείς», του λέει και ο Βίκος πάει να κλείσει την πόρτα, όμως η
Φιλαρέτη προλαβαίνει και την σταματά με τα χέρια της.
«Μη… περίμενε… Σε παρακαλώ… Άκουσε με!», συνεχίζει η Φιλαρέτη, αλλά εκείνος σπρώχνει την πόρτα με δύναμη και την κλείνει. «Πες μου αν έχεις σκατά στο κεφάλι σου;! Πόσες φορές σου είπα ότι δεν γουστάρω να την δω μπροστά μου; Γιατί δε θες να το καταλάβεις; Ε; Ποιος σου είπε να κάνεις ότι γουστάρεις;!», ρωτάει
έξαλλος την Αλεξία και η Φιλαρέτη που δεν έχει απομακρυνθεί ακόμα ακούει τα πάντα και σοκάρεται.
«Μίλα καλύτερα σε παρακαλώ! Εγώ δεν της είπα τίποτα! Δεν έχω ιδέα πώς ήρθε ως εδώ. Στ’ ορκίζομαι! Άδικα με κατηγορείς», του λέει η Αλεξία. «Σε κατηγορώ άδικα; Αν δεν είχες ανακατευτεί εσύ, τίποτα από όλα αυτά δεν θα συνέβαινε… Φαγώθηκες! Και τώρα, είμαι υποχρεωμένος να την φάω στη μάπα», συνεχίζει ο Βίκος κι
εκείνη του λέει πως μπορεί να το κάνει.
«Σκάσε!», της φωνάζει κι εκείνη παγώνει με την συμπεριφορά του και
τον κοιτά κοκαλωμένη, ενώ η Φιλαρέτη που τον ακούει αισθάνεται άσχημα. Η Αλεξία κάνει να τον πλησιάσει, όμως εκείνος την σταματά. «Βγες έξω και διώξ’ την, τώρα!», φωνάζει κι εκείνη του ζητάει να δώσει μία ευκαιρία στην μάνα του.
«Δεν γουστάρω! Δεν με ενδιαφέρει ούτε η ιστορία της, ούτε τα παραμυθάκια της», επιμένει ο Βίκος κι εκείνη τη στιγμή χτυπάει η πόρτα και είναι πάλι η Φιλαρέτη. «Δεν σε παρεξηγώ… είμαι έτοιμη για όλα και γι’ αυτή την αντίδραση και για ακόμα χειρότερη, δεν έχω καμία απαίτηση από εσένα. Ξέρω… ότι δεν ήμουν άξια μάνα…», του λέει και ο Βίκος γελάει σαρκαστικά.
«Μάνα;! Έχεις πλάκα. Εγώ ποτέ δεν γνώρισα μανά και ούτε θέλω να γνωρίσω! Μια χαρά τα κατάφερα και μόνος μου. Και μην τολμήσεις να ξαναχρησιμοποιήσεις αυτή τη λέξη, μόνο και μόνο, επειδή με γέννησες! Άντε, τράβα τώρα και άδειασε μου την γωνιά» της λέει κι εκείνη τον κοιτά συντετριμμένη και δακρύζει.
«Τι με κοιτάζεις; Δεν γουστάρω το μελόδραμα. Φύγε!», συνεχίζει ο Βίκος να φωνάζει και κλείνει την πόρτα. Η Φιλαρέτη στέκεται κοκαλωμένη για λίγο και μετά απομακρύνεται σιγά-σιγά, όμως δεν φεύγει, αλλά βρίσκει
ένα μέρος εκεί και κρύβεται… Αργότερα, η Αλεξία προσπαθεί να πλησιάσει τον Βίκο, όμως εκείνος της δείχνει την πόρτα και της ζητάει να τον αφήσει μόνο.
«Καταλαβαίνω ότι δεν θέλεις επαφές με τη μάνα σου και αυτό πραγματικά είναι δικαίωμά σου. Οφείλεις όμως, να της δώσεις, μια ευκαιρία να σου μιλήσει. Δεν είσαι υποχρεωμένος να αποδεχτείς αυτά που θα σου πει, απλά άκουσέ την!!», επιμένει να του λέει, αλλά εκείνος γίνεται θηρίο.
«Τα μόνα αισθήματα που έχω, είναι για σένα γαμώτο! Γιατί σαν βλάκας σε ερωτεύτηκα! Γι’ αυτό και ανέχομαι τις μαλακίες που κάνεις, αλλά για σήμερα εξαντλήθηκε η υπομονή μου. Φύγε! Θέλω να μείνω μόνος μου, να μην βλέπω και να μην ακούω κανέναν. Θα τα ξαναπούμε όποτε, και αν θελήσω εγώ!», φωνάζει, την πετάει έξω και κλείνοντας την πόρτα βγάζει μια κραυγή και αρχίζει να σπάει ότι βρίσκει μπροστά του.
Κι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, η Φιλαρέτη στην κρυψώνα που βρήκε κοντά στον χώρο που μένει ο Βίκος, βγάζει από την τσέπη της το προσευχητάρι και αρχίζει να διαβάζει. Ακούει την πόρτα του και βλέπει την Αλεξία, η οποία έχει ήδη βγάλει το τηλέφωνο της και την καλεί. Η Φιλαρέτη πανικοβάλλεται και για να μην καταλάβει πως είναι κρυμμένη εκεί απαντά αμέσως.
«Με συγχωρείς, που δεν μπόρεσα να βοηθήσω περισσότερο, έκανα ότι μπορούσα αλλά ο γιος σου είναι ξεροκέφαλος. Πού είσαι;», την ρωτά και η Φιλαρέτη της λέει ψέματα πως έχει ξεκινήσει για το μοναστήρι.