Μενεξές ή βιολέτα: Αποχρεμπτικό, αντιφλεγμονώδες, διουρητικό, ηρεμιστικό και αντινεοπλασματικό
Γράφει ο Σάκης Κουβάτσος
Βιότοπος – περιγραφή:
Η λατινική ονομασία του βοτάνου είναι Viola odorata (Ίον το εύοσμον) και ανήκει στην οικογένεια των Ιοειδών. Φύεται σε όλη την Ευρώπη και είναι κοινό μέσα σε φράκτες, δενδρόκηπους και παρτέρια. Το συναντούμε με τις ονομασίες Μενεξέ, Βιόλα, Βιολέτα, Μανουσάκι, Γιούλι, Ίον το εύοσμο, Ίτσο.
Είναι πολυετής πόα που το ύψος της κυμαίνεται από 5-15 εκατοστά, σε μορφή τούφας,. Δεν έχει βλαστό αλλά παράγει πολλές παραφυάδες που έρπουν στο έδαφος, ριζοβολούν εύκολα και ανθίζουν τον επόμενο χρόνο. Ποδίσκοι λείοι. Φύλλα καρδιόσχημα χνουδωτά. Άνθη ιώδη και μερικές φορές λευκά ή ρόδινα, πολύ εύοσμα.
Τα άνθη είναι ερμαφρόδιτα (έχουν και αρσενικά και θηλυκά όργανα) και γονιμοποιούνται από τις μέλισσες. Μερικές φορές διασταυρώνεται με άλλα είδη και παράγει υβρίδια. Υπάρχουν περίπου 500 ποικιλίες του φυτού.
Είναι βρώσιμο φυτό. Φύλλα και μπουμπούκια τρώγονται ωμά ή μαγειρεμένα. Τα νεαρά φύλλα έχουν μια πολύ ήπια γεύση, γίνονται όμως αρκετά σκληρά όταν μεγαλώνουν. Κάνουν μια πολύ καλή σαλάτα. Η ήπια γεύση τους επιτρέπει να χρησιμοποιούνται σε μεγάλες ποσότητες.
Ιστορικά στοιχεία:
Ο Ιπποκράτης συνιστούσε τη χρήση του μενεξέ, οι θεραπευτικές ιδιότητες του οποίου ήταν γνωστές από την αρχαιότητα. Ο Διοσκουρίδης αναφέρει το βότανο ως Ίον το πορφυρούν. Ο Θεόφραστος το ανέφερε ως Μέλαν Ίον και το κατέτασσε στα στεφανωματικά άνθη. Άλλοι το αναφέρουν ως Μελάνιον.
Οι αρχαίοι Έλληνες το εκτιμούσαν τόσο ώστε την Αθήνα την ονόμαζαν Ιοστέφανον όχι γιατί υπήρχαν πολλοί μενεξέδες, αλλά γιατί ήταν όμορφες σαν τα Ία. Στην Αθήνα καλλιεργούσαν το φυτό από το 400 π.Χ.
Ο Όμηρος αναφέρει ότι οι Αθηναίοι τα χρησιμοποιούσαν για να, μετριάσουν το θυμό, ενώ ο Πλίνιος συνιστούσε γιρλάντα από μενεξέδες για την πρόληψη των πονοκεφάλων και της ζάλης. Οι Ρωμαίοι έβαζαν στο κρασί τους μενεξέδες για το άρωμα τους και ο Οράτιος (65 έως 8 π.Χ) τους επέκρινε γιατί καλλιεργούσαν περισσότερο μενεξέδες παρά ελιές.
Στη δεκαετία του ΄30 τα αέρια τμήματα του φυτού χρησιμοποιήθηκαν για τον καρκίνο του μαστού και των πνευμόνων και συμπεριλαμβάνονται ακόμη σε εναλλακτικές θεραπείες ιδιαίτερα μετά από χειρουργική επέμβαση για την πρόληψη δευτεροπαθών όγκων.
Το αιθέριο έλαιο του φυτού το χρησιμοποιούν πάρα πολλά χρόνια στην αρωματοποιία και την παρασκευή καλλυντικών. Το κύριο αρωματικό στοιχείο του φυτού η ιονίνη παρασκευάστηκε για πρώτη φορά συνθετικά το 1893 και έκτοτε μειώθηκε σημαντικά η καλλιέργεια του φυτού.
Στη Γαλλία το χρησιμοποιούν για την ανακούφιση από τους πονοκεφάλους μετά από ξενύχτι και οινοποσία καθώς και σε κομπρέσες για το κεφάλι για πονοκεφάλους και ημικρανίες.
Συστατικά-χαρακτήρας:
Όλο το φυτό και ιδιαίτερα το ρίζωμα περιέχει σαπωνίνες, σαλικυλικό μινθύλιο, αλκαλοειδή, φλαβονοειδή, αιθέριο έλαιο αποτελούμενο από μία εύοσμη ένωση την ιρόνη. Επίσης το υπόγειο μέρος του φυτού περιέχει ένα αλκαλοειδές, την οδορατίνη. Τα σπέρματα του φυτού περιέχουν μία ουσία που ονομάζεται ιονίνη.
Άνθιση – συλλογή – χρησιμοποιούμενα μέρη:
Ο μενεξές ανθίζει Μάρτιο, Απρίλιο και Μάιο και μερικές φορές ανθίζει ξανά το Φθινόπωρο. Οι σπόροι ωριμάζουν από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο.
Για θεραπευτικούς σκοπούς χρησιμοποιούνται οι ρίζες, τα φύλλα και τα άνθη του φυτού, τα οποία συλλέγουμε Μάρτιο και Απρίλιο. Οι ρίζες συλλέγονται επίσης Σεπτέμβριο και Οκτώβριο.
Θεραπευτικές ιδιότητες και ενδείξεις:
Το βότανο δρα ως αποχρεμπτικό, εξομαλυντικό, αντιφλεγμονώδες, εφιδρωτικό, μαλακτικό, καθαρτικό, διουρητικό και αντινεοπλασματικό. Τα άνθη και το ρίζωμα είναι αποχρεμπτικά, αντιβηχικά και εμετικά σε μεγάλη δόση. Οι σαπουνώδεις ουσίες διευκολύνουν την αποβολή των φλεμάτων και τον βήχα. Το αλκαλοειδές οδορατίνη είναι υποτασικό και το αλκαλοειδές βιολίνη προκαλεί ναυτία και εμετό.
Ο Μενεξές έχει χρησιμοποιηθεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια για τη θεραπεία του βήχα και ιδιαίτερα για τη θεραπεία της βρογχίτιδας. Μπορεί ακόμη να χρησιμοποιηθεί για τη καταρροή του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος. Είναι ωφέλιμος σε δερματοπάθειες, όπως το έκζεμα και σε μια μακροπρόθεσμη αγωγή των ρευματισμών.
Η ήπια ηρεμιστική του δράση το κάνει κατάλληλο για την αϋπνία και το άγχος. Το έγχυμα του φυτού χρησιμοποιείται ακόμη για λοιμώξεις του στόματος και του λαιμού. Δρα θετικά σε ουρικές λοιμώξεις. Τα φρέσκα φύλλα σε κατάπλασμα χρησιμοποιούνται για την ανακούφιση και επούλωση στις επώδυνες ραγάδες των θηλών του στήθους.
Οι ρίζες έχουν πολύ ισχυρότερη αποχρεμπτική δράση από τα άλλα μέρη του φυτού, αλλά περιέχουν επίσης την βιολίνη και σε υψηλότερες δόσεις δρουν ως ισχυρό εμετικό και καθαρτικό. Οι σπόροι έχουν ιδιότητες διουρητικές και καθαρτικές.
Η φήμη του Μενεξέ σαν αντικαρκινικού βοτάνου είναι παλιά.
Παίζει σαφή ρόλο σε μια ολιστική προσέγγιση στη θεραπεία του καρκίνου. Στις αγροτικές περιοχές χρησιμοποιούν το Μενεξέ σαν καθαρτικό. Στην ομοιοπαθητική συνιστούν το βάμμα του νωπού φυτού για να καταπραϋνθούν οι πόνοι των αυτιών, μερικές παθήσεις των ματιών και ο κοκίτης.
Το ρίζωμα του μενεξέ είναι εμετικό και χρησιμοποιήθηκε μερικές φορές σε αντικατάσταση της ρίζας της Ιπεκακουάνας. Στην κινέζικη ιατρική η ρίζα του βοτάνου χρησιμοποιείται σε οιδήματα και παρωτίτιδα.
Επίσης ο μενεξές μπορεί να βοηθήσει στο πρόβλημα του αλκοολισμού δημιουργώντας απέχθεια προς το ποτό. Αυτό γίνεται ως εξής. Ρίχνουμε ένα κουτάλι του φαγητού από το έγχυμα του φυτού σε μισό λίτρο ποτό στο οποίο υπάρχει εξάρτηση. Αυτή η μέθοδος προκαλεί έντονο εμετό και απέχθεια προς το ποτό. Η θεραπεία διαρκεί μερικές μέρες.
Παρασκευή και δοσολογία:
Παρασκευάζεται ως έγχυμα. Ρίχνουμε ένα φλιτζάνι βραστό νερό σε μία κουταλιά του τσαγιού βότανο και το αφήνουμε σκεπασμένο 10-15 λεπτά. Σουρώνουμε και πίνουμε δύο φορές την ημέρα. Τα άνθη του γίνονται και σιρόπι.
Προφυλάξεις:
Αποφεύγουμε τις πολύ υψηλές δόσεις του βοτάνου γιατί οι σαπωνίνες που περιέχει μπορεί να οδηγήσουν σε ναυτία και εμετό.