Ο Στάθης είναι στο σπίτι, τρώει και πίνει κρασί.Η Γη της Ελιάς: Δεν μου είπες: Αρετή μου, μη φύγεις σε παρακαλώ;
Η πόρτα χτυπάει και ανοίγοντας βλέπει μπροστά του την Αρετή με ένα ταψάκι πίτα.
«Είδα απέξω τη μηχανή, είχα μαστορέψει αυτή την πίτα και σκέφτηκα μόνος θα είναι.. κι αφού δώσαμε τον λόγο μας στην κόρη μας, για λευκή σημαία… στην πόρτα θα με αφήσεις να τα πω όλα χριστιανέ μου;;», του λέει και ο Στάθης της ζητάει να αφήσει την πίτα και να φύγει. Εκείνη όμως έχει στο μυαλό της το σατανικό της σχέδιο και του ζητάει να της βάλει ένα ποτήρι κρασί.
Έτσι λοιπόν, καθώς εκείνος πηγαίνει να της φέρει ένα ποτήρι, η Αρετή χωρίς να χάνει χρόνο το ρίχνει δύο χάπια μέσα στο ποτό του. Στη συνέχεια του ζητάει και πιάτο και ρίχνει ακόμα ένα χάπι. Λίγη ώρα αργότερα, ο Στάθης αρχίζει να ζαλίζεται.
«Φύγε, θέλω να πάω να την πέσω, σε βλέπω διπλή και τρίδιπλη. Σου λέω ζαλίστηκα!», της λέει ζαβλακωμένος κι εκείνη το δέχεται. Ο Στάθης πηγαίνει στο δωμάτιο και αρχίζει να ξεντύνεται, ενώ η Αρετή ανοίγει την πόρτα και την κλείνει με δύναμη για να νομίζει πως πράγματι έφυγε.
Βγάζει τα παπούτσια της σιγά-σιγά, γδύνεται και μένει με ένα μαύρο κομπινεζόν. Μπαίνει στο δωμάτιο του και αφού σιγουρευτεί ότι κοιμάται πηγαίνει δίπλα του, κολλάει το μάγουλο της στο δικό του και βγάζει φωτογραφίες με το κινητό της.
Στη συνέχεια ξαπλώνει πλάι του τον αγκαλιάζει και φροντίζει στις πόζες να μην φαίνεται ότι ο Στάθης κοιμάται. Τον καβαλάει προσεκτικά και συνεχίζει να τραβά φωτογραφίες…
Το επόμενο πρωινό, ο Στάθης καθώς ανοίγει τα μάτια του βλέπει δίπλα του την Αρετή με το κομπινεζόν και πετάγεται πάνω απότομα. «Τι κάνεις εσύ στο κρεβάτι μου;;», την ρωτάει έξαλλος. «Την ώρα που έφευγα, δεν
ήρθες και με ξανατράβηξες να μείνω; Δεν μου είπες: Αρετή μου, μη φύγεις σε παρακαλώ;;;», ισχυρίζεται η Αρετή κι εκείνος τα χάνει εντελώς.
«Ε τώρα εντάξει… θες να το ακούσεις; Κάναμε έρωτα όπως ποτέ άλλοτε! Μη μου πεις ότι το ξέχασες και αυτό;;», συνεχίζει εκείνη και ο Στάθης της λέει να ντυθεί και να φύγει.
«Άτιμο παιδί! Δεν ξέρεις πως να ρίξεις τα μούτρα σου… και καλά ήσουν μεθυσμένος! Γιατί δεν μπορείς να ρίξεις τον εγωισμό σου… δεν πειράζει. Είμαι πολύ ευτυχισμένη!», του λέει η Αρετή και τον τσιμπάει με νάζι στο μάγουλο, ενώ ο Στάθης μένει με ανοιχτό το στόμα και σταυροκοπιέται…