Γράφει ο π. Λίβυος Παπαδόπουλος
Κάποτε πέρασα ένα μεγάλο πειρασμό. Μια δοκιμασία που φαινόταν να εξαντλεί ότι δυνάμεις είχαν απομείνει στην μάχη με το σκοτάδι μέσα μου. Τότε ο πνευματικός μου είπε, «θέλω να Λειτουργείς κάθε μέρα».
Του λέω «γέροντα, αδύνατον, οι καταθλιπτικές σκέψεις έχουν επισκιάσει το μυαλό μου. εν είμαι σε θέση να σταθώ όπως πρέπει μέσα στην Θεία Λειτουργία». Μου απάντησε, «δεν πειράζει όπως και όσο μπορείς» Κάνε υπακοή μου λέει. Πήγα την πρώτη μέρα και Λειτούργησα, αλλά ήμουν αλλού. Χαμένος στην θλίψη και την οδύνη.
Πήγα την δεύτερη, τίποτα, ερείπιο. Του λέω «Γέροντα δε μπορώ», είμαι χαμένος. Και μου απαντά με βεβαιότητα. «Μην απογοητεύεσαι, συνέχισε να ξεπαγώσουν τα λάδια της μηχανής». Έκανα ότι μου είπε παρόλο που δεν ένιωθα μέσα μου, να χωρά ούτε ακτίνα φωτός, ούτε ανάσα ελπίδας. Σκιά, σκότος, θλίψη. Μόλις τελείωσα και την τρίτη καθημερινή Θεία Λειτουργία, ένας φως εισχώρησε μέσα μου. Δίχως να ξέρω το πώς και το γιατί, ήμουν χαρούμενος, δίχως σκέψεις, δίχως λογισμούς, μονάχα χαρά έρεε μέσα στην καρδιά και το κορμί μου. Όλα είχαν εξαφανιστεί.