Το παιδί δεν μπορεί να έλθει στον δικό μας κόσμο· εμείς θα πάμε στον δικό του κόσμο.
Έρχεται το παιδί σ’ αυτόν τον κόσμο που του είναι άγνωστος. Εμείς σκεπτόμαστε με το δικό μας το μυαλό, και, καθώς είναι άλλος είκοσι πέντε, άλλος τριάντα, άλλος σαράντα, άλλος ογδόντα ετών, έχουμε μια πείρα, και νομίζουμε ότι και το παιδί κάπως έτσι τα ξέρει τα πράγματα, όπως εμείς. Ενώ στο παιδί είναι όλα πολύ διαφορετικά· αυτό πάει διαρκώς όπως οι αστροναύτες. Εκεί, όλα είναι υπολογισμένα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο, αλλά, βλέπετε, την πρώτη φορά που πήγε ο αστροναύτης στη σελήνη, έκανε ένα βήμα και του είπαν οι υπεύθυνοι από τη γη: «Ακόμη ένα βήμα και για, να δούμε…» Έτσι λοιπόν προχωράει το παιδί, και επομένως παντού συναντάει δυσκολίες, παντού συναντάει συγκρούσεις.
Όταν οι γονείς δεν το βοηθούν να κάνει καλή προσαρμογή στον καινούργιο γι’ αυτό κόσμο, στον οποίο έχει έλθει, το παιδί αγχώνεται, αγωνιά και αντιδρά ανάλογα. Είπαμε, καθένας έχει μέσα του την ορμή να ζήσει, την ορμή να υπάρχει. Πρέπει το παιδί να επιβεβαιώσει την ύπαρξή του σ’ αυτόν τον κόσμο· είναι χρέος του.
«Εμείς οι ενήλικες, γονείς ή δάσκαλοι που ερχόμαστε σε επαφή με το παιδί, έχουμε χρέος να ανεχόμαστε τα λαθεμένα του φερσίματα και να τα αποδεχόμαστε προκαταβολικά.» (*)
Εκ των προτέρων, πριν ακόμη κάνει το παιδί ένα σφάλμα, να είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε το σφάλμα που θα κάνει.
«Ο ρόλος μας δεν συνίσταται στο να του διδάσκουμε αφηρημένες έννοιες. Η πιο σπουδαία πλευρά του έργου μας συνίσταται στο να του δίνουμε όλες τις δυνατότητες για μια καλή προσαρμογή στο κοινωνικό σύνολο. Ανήκοντας σε μια κοινότητα που θα πλαταίνει ακατάπαυστα, περνώντας από τον μικρό οικογενειακό κύκλο στο σχολείο, έπειτα στον κόσμο της εργασίας, το παιδί θα βρίσκεται διαδοχικά μπροστά σε πολύ διαφορετικά προβλήματα, σε δοκιμασίες που πρέπει να αντιμετωπίσει, και δεν θα είμαστε πάντα κοντά του, για να το βοηθήσουμε να λύσει τα προβλήματά του και να ξεπεράσει τις δοκιμασίες του.»
Δεν θα είμαστε πάντοτε μαζί του να του λέμε, “πάτα εδώ, πάτα εκεί”. Πρέπει επομένως να το βοηθήσουμε να προετοιμαστεί και να προχωρήσει κατά τέτοιον τρόπο, που να μπορεί μόνο του να δίνει κάθε φορά, και όταν δεν είμαστε μαζί του, μια λύση στο σχολείο, στον δρόμο και όπου αλλού βρεθεί.
«Οφείλουμε λοιπόν από τη στιγμή της γεννήσεώς του σιγά-σιγά να του επιτρέπουμε να αναπτύσσει τις ιδιότητες που χρειάζονται για την απόκτηση της ανεξαρτησίας του και της αυτονομίας του, στο πλαίσιο των κανόνων της κοινωνίας, στους οποίους θα αναγκασθεί να προσαρμοσθεί, χωρίς να υποφέρει. Τα κακά του φερσίματα, τα λάθη του, τα ελαττώματά του, αποδεικνύουν κάθε στιγμή πως έχει ανάγκη από μας.»
Όταν το παιδί κάνει ένα λάθος στο φέρσιμό του, στις ενέργειές του, στον τρόπο που μιλάει, αντί αυτό να μας εξοργίζει, αντί να μας κάνει να ανησυχούμε και μερικές φορές να εκδηλωνόμαστε κατά ένα βάρβαρο τρόπο, πρέπει να μας πείθουν, όλο και περισσότερο, όλα αυτά τα ελαττώματα και τα λάθη του ότι έχει ανάγκη από μας. Είναι, θα έλεγε κανείς, σαν ένα κουδούνι που κτυπάει και μας θυμίζει κάτι και σαν να μας λέει: “Μπαμπά, μαμά, δεν έκανες ακόμη το καθήκον σου να με βοηθήσεις λίγο περισσότερο”. Δεν είναι κουδούνι, για να ετοιμάσει κανείς ράβδο, αλλά κουδουνάκι, για να δείξει κανείς περισσότερη αγάπη, περισσότερη συμπάθεια και κατανόηση· κουδουνάκι για να βοηθήσει.
«Πάρα πολλές φορές θεωρούμε τα σφάλματα του παιδιού σαν προσβολές στο πρόσωπό μας. Όταν λέει ψέματα, νομίζουμε ότι στρέφεται εναντίον μας.»
Νομίζουμε ότι, όταν το παιδί λέει ψέματα, χάνεται η δική μας η υπόληψη.
«Νομίζουμε εμείς ότι κάνει αταξίες, για να μας στενοχωρήσει. Καθετί που κάνει το νιώθουμε σαν κτυπήματα στην προσωπικότητά μας, στην εξουσία μας. Αυτό είναι τόσο αληθινό, ώστε είναι αρκετά διασκεδαστικό το να βλέπουμε την τάση που έχουμε να θεωρούμε ασήμαντα τα σφάλματα που κάνει μέσα σε ένα πλαίσιο που δεν είναι το δικό μας.»
Όταν δηλαδή το παιδί κάνει ένα σφάλμα, και αυτό το θεωρούμε σαν προσβολή στο πρόσωπό μας, τότε χαλάμε τον κόσμο. Όταν όμως το παιδί κάνει κάτι που είναι έξω από το δικό μας πλαίσιο και από τη δική μας περιοχή, όπου θα προσβληθεί το πρόσωπό μας, τότε το σφάλμα αυτό το βλέπουμε κατά έναν πολύ διαφορετικό τρόπο, σαν δηλαδή να μη συμβαίνει τίποτε.
Και συνεχίζει τώρα: «Όταν αφηγείται το παιδί πως δεν φάνηκε τίμιο μη πληρώνοντας το εισιτήριο στο λεωφορείο, χαμογελούμε γεμάτοι επιείκεια, ενώ, όταν μας πάρει μερικές δραχμές από το πορτοφόλι μας, ατενίζουμε με απαισιόδοξη ματιά το μέλλον του.»
Δεν θέλει να πει εδώ ότι θα αφήσει κανείς το παιδί να πάρει από το πορτοφόλι χρήματα, αλλά θέλει να τονίσει το εξής: όταν η μαμά θα πάει κατατρομαγμένη και φοβισμένη στον πνευματικό και θα πει: “Το παιδί μου μού πήρε το και το”, εάν εκείνη την ώρα ερευνήσει και προσέξει καλύτερα τα βάθη της ψυχής της, θα δει ότι δεν ταράσσεται τόσο, διότι το παιδί έκανε αυτό το σφάλμα, και επομένως ανησυχεί για το τι θα γίνει στο μέλλον, αλλά ταράσσεται, διότι προσέβαλε αυτή την ίδια την προσωπικότητά της. Άρα λοιπόν ξεκινάει από ένα δικό της συμφέρον, και όχι από αυτό τούτο το συμφέρον του παιδιού.
«Το παιδί δεν ενεργεί γενικά εναντίον μας, παρά όταν με τη δική μας στάση το έχουμε οδηγήσει στο να πιστέψει πως μέσα μας φουντώνουν εχθρικά συναισθήματα εναντίον του.»
(*) Τα εντός εισαγωγικών αποσπάσματα που χρησιμοποιεί ο π. Συμεών προέρχονται από άρθρο στο βιβλίο “Οι καθημερινές δυσκολίες της αγωγής” της Σχολής γονέων και παιδαγωγών στο Παρίσι, εκδ. Δίπτυχο, Αθήνα 1965.
Τα λάθη του παιδιού κουδουνάκι για τους γονείς
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Γονείς και παιδιά”, τόμος Α’, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2004, σελ. 132.