Χοληστερίνη: Πότε είναι επικίνδυνη; ~ Δείκτης αθηρωμάτωσης
Η χοληστερίνη χρησιμοποιείται σαν δείκτης κινδύνου αθηρωματικής νόσου (και κατ’επέκταση δείκτης κινδύνου εμφραγμάτων, εγκεφαλικών και πνευμονικών εμβολών) σε χρονικό βάθος δεκαετίας. Χοληστερίνη: Πότε είναι επικίνδυνη; ~ Δείκτης αθηρωμάτωσης
Αποδεκτά όρια αναφοράς στην Ευρωπαϊκή φυλή (φυσιολογικές τιμές) για την ολική χοληστερίνη είναι:
Επιθυμητά: < 200 mg/dL
Αποδεκτά: 200 – 240
Επικίνδυνα: > 240
Στην συνολική όμως αξιολόγηση της επικινδυνότητας των όποιων επιπέδων χοληστερίνης και της πιθανότητας να αναπτυχθεί αθηρωματική νόσος ή και να παρουσιαστεί ένα καρδιαγγειακό επεισόδιο, θα πρέπει να συνεκτιμηθούν και άλλοι ανεξάρτητοι παράγοντες κινδύνου. Οι σημαντικότεροι είναι οι:
Υψηλά επίπεδα της λιποπρωτεϊνης-α Lp(a), λιπίδιο με αυτόνομη αθηρωματογόνο δράση.
Το κάπνισμα το οποίο οξειδώνει τις χοληστερίνες, τις τροποποιεί χημικά και τις κάνει πλέον παθογόνες.
Ο διαβήτης και τα υψηλά επίπεδα σακχάρου που καταστρέφουν σταδιακά τα αιμοφόρα αγγεία.
Η υπέρταση η οποία καταπονεί και τραυματίζει τα αιμοφόρα αγγεία και δημιουργεί υπόβαθρο σχηματισμού πλάκας. (“Τροφή”: Βέβαια εδώ η σχέση είναι αμφίδρομη, θα λέγαμε, μιας και η αθηρωματική πλάκα δημιουργεί αυξημένη πίεση)
Το στρες που προκαλεί συσπάσεις στα αγγεία, αυξάνοντας την πίεση, αλλά και την έκκριση ορμονών που επηρεάζουν τα αιμοφόρα αγγεία.
Η ηλικία άνω των 45 ετών για άνδρες και άνω των 50 ετών για γυναίκες.
Η έλλειψη άσκησης που ρυθμίζει το κυκλοφορικό και τον μεταβολισμό των χοληστερινών στο σύνολο τους.
Η χαμηλής ποιότητας διατροφή, με έλλειψη αντιοξειδωτικών (σαλάτες – φρούτα), με λήψη των πλέον βλαπτικών trans λιπαρών οξέων (μαργαρίνες, φυτικά βούτυρα), και με έντονη κρεατοφαγία (ειδικά επεξεργασμένων κρεάτων).
Επιβαρυμένο οικογενειακό ιστορικό με καρδιαγγειακά προβλήματα, τα οποία μπορεί να περιλαμβάνουν:
– Γεννητικούς παράγοντες δυσλιπιδαιμίας
– Γεννητικούς παράγοντες θρομβοφιλίας
Γι΄αυτούς τους λόγους η εργαστηριακή εκτίμηση της επικινδυνότητας της χοληστερίνης και των λιπιδίων, απαιτεί την εκτέλεση και άλλων αναλύσεων. Η επιλογή των πρόσθετων αναλύσεων, γίνεται με την εκτίμηση των υπολοίπων ανεξάρτητων παραγόντων κινδύνου, και την κλινική εξέταση του θεράποντα ιατρού.
Οι εξετάσεις που χρησιμοποιούνται είναι:
– Λιποπρωτεΐνη α Lp(a), τα επίπεδα της οποίας είναι γεννητικά καθορισμένα, και γίνεται μία φορά στην ζωή.
– Ειδικούς δείκτες ενδοαγγειακής φλεγμονής που υποδηλώνουν ενεργό αθηρωματική νόσο (σχηματισμό πλακών) και ειδικοί δείκτες εκτίμησης της πιθανής αστάθειας ήδη υπαρχόντων αθηρωματικών πλακών. Η μέτρηση τους μπορεί να γίνεται περιοδικά σε 1 – 2 δείκτες τουλάχιστον.
Οι δείκτες αυτοί είναι:
C-αντιδρώσα πρωτεΐνη υψηλής ευαισθησίας (hs-CRP)
Ομοκυστεϊνη
Ινωδογόνο
Plack test (Lp-PLA2)
– Γεννητικό πάνελ μεταλλάξεων σε ένα αριθμό ανεξάρτητων γονιδίων, υπεύθυνων σε δυλιπιδαιμίες και θρομβοφιλία.
Ιωάννης Γρατσίας Κλινικός Βιοχημικός
www.cumedicus.gr