Συναξάρι Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου
Ὁ Ἃγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος
Ὁ Ἃγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος ὑπῆρξε πρόσωπο ἐπιφανέστατο μεταξύ τοῦ χοροῦ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί ἰδιαίτερα σεβαστό στήν ἀρχαία Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων, τῆς ὁποίας χρημάτισε καί πρῶτος ἐπίσκοπος. Συγκαταλέγεται δέ μεταξύ τῶν σπανίων Ἁγίων μορφῶν, οἱ ὁποῖοι ἁγιάσθηκαν «ἐκ κοιλίας μητρός των».
Ἂν καί ὁ Ἃγιος Ἰάκωβος, στό προοίμιο τῆς Καθολικῆς Ἐπιστολῆς του ἀποκαλεῖ ταπεινά τόν ἑαυτό του «Θεοῦ καί Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλον», ἀξιώθηκε ὃμως νά λάβει τήν ἐπωνυμία «Ἀδελφόθεος». Καί αὐτό ὀφείλεται ὂχι μόνο στή θαυμαστή καί ἐνάρετη ζωή του, ἀλλά καί διότι ἦταν γυιός τοῦ Μνήστορα Ἰωσήφ ἀπό τήν σύζυγο τήν ὁποία εἶχε, πρίν μνηστευθεῖ τήν Ἀειπάρθενο Θεοτόκο.
Συναξάρι Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου
Οἱ Ἰουδαῖοι πίστευαν ὃτι ὁ Ἰωσήφ ἦταν πατέρας τοῦ Κυρίου. Κατά συνέπεια θεωροῦσαν καί τούς υἱούς του «ἀδελφούς τοῦ Κυρίου». Εἶναι δέ γνωστό αὐτό τό ὁποῖο ἒλεγαν γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό: «οὐχ οὗτός ἐστίν ὁ τέκτων, ὁ υἱός τῆς Μαρίας, ἀδελφός δέ Ἰακώβου καί Ἰωσῆ καί Σίμωνα;» (Ματθ. ιγ΄ 55). Ἑπομένως, ὁ Ἃγιος Ἰάκωβος ἒζησε καί ἀνατράφηκε στήν φτωχική καλύβα τῆς Ναζαρέτ, στήν ὁποία καί ὁ Ἰησοῦς Χριστός πέρασε τά παιδικά χρόνια τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του.
Καί ἀναμφίβολα δέχθηκε ἀπό τήν παιδική ἡλικία του ὂχι μόνο τήν προστασία τοῦ ἀγαθοτάτου Ἰωσήφ, ἀλλά κυρίως τήν ἀγάπη καί τήν στοργική φροντίδα τῆς Παρθένου Μαρίας, τῆς μητέρας τοῦ Ἰησοῦ.
Ὁ Ἃγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναφέρει καί ἂλλες αἰτίες, γιά τίς ὁποῖες ὁ Ἃγιος Ἰάκωβος ὀνομάσθηκε «Ἀδελφόθεος». Γράφει χαρακτηριστικά ὃτι ἐπειδή «ὡμοιοῦτο μέ τόν Κύριον κατά τάς ἀρετάς καί δι΄αὐτάς εἶχεν ἂκραν οἰκειότητα μέ αὐτόν». Καί συνεχίζει ὃτι μόνον αὐτός, σέ ἀντίθεση μέ τούς ἂλλους ἀδελφούς του ἒκανε τόν Ἰησοῦ συγκληρονόμο στό μερίδιο τῆς περιουσίας, τό ὁποῖο κληρονόμησε ἀπό τόν πατέρα του Ἰωσήφ. Ὡστόσο καί ἐκεῖνοι, μετά τήν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ, κλήθηκαν στό ἀποστολικό ἒργο καί μέ τό ὂνομα «Δεσπόσυνοι» κήρυξαν τό Εὐαγγέλιο στά Ἱεροσόλυμα καί ἀλλοῦ.
Οἱ Εὐαγγελιστές ἀποκαλοῦν τόν Ἃγιο Ἰάκωβο «Μικρό» γιά νά τόν διακρίνουν ἀπό τόν Ἀπόστολο Ἰάκωβο τόν «Μέγα», τόν υἱό τοῦ Ζεβεδαίου καθώς καί ἀπό τόν Ἀπόστολο Ἰάκωβο, τόν υἱό τοῦ Ἀλφαίου. Ἀνῆκε δέ στήν τάξι τῶν Ναζιραίων, οἱ ὁποῖοι θεωροῦνταν ὡς οἱ εὐλαβέστατοι τῶν Ἰουδαίων. Ὡς ἀφιερωμένος, λοιπόν, στόν Θεό ἒζησε ζωή ἀσκητική. Δέν ἒφαγε ποτέ κρέας, δέν ἢπιε ποτέ κρασί, δέν ἒκοψε ποτέ τά μαλλιά του καί δέν χρησιμοποίησε ποτέ λουτρό.
Δέν ἒβαλε, ἐπίσης, ποτέ στά πόδια του σανδάλια, ἀλλά βάδιζε ἀνυπόδητος καί πάντοτε φοροῦσε λευκά καί λινά ἱμάτια. Γι΄αὐτό ἐπεκράτησε ἡ συνήθεια, ὃλοι οἱ Πατριάρχες Ἱεροσολύμων νά φοροῦν λευκά ἱμάτια κατά τό παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου, ὃπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Δοσίθεος (†1707) πατριάρχης Ἱεροσολύμων στήν Δωδεκάβιβλό του. Πιστεύεται ἀκόμη ὃτι ὁ Ἃγιος Ἰάκωβος ἦταν ὁ νεανίσκος, ὁ ὁποῖος, στόν καιρό τοῦ Πάθους τοῦ Χριστοῦ ἂφησε τήν σινδόνα, τήν ὁποία φοροῦσε καί ἒφυγε γυμνός.
Ἐπιπλέον παρέμενε παρθένος σέ ὃλη τήν διάρκεια τῆς ζωῆς του.
Εἶχε δέ τό προνόμιο νά φορεῖ στό κεφάλι του «τό χρυσοῦν πέταλον» τοῦ νομικοῦ ἀρχιερέα καί νά εἰσέρχεται συχνά, ὡς καθαρότατος, στά Ἃγια τῶν Ἁγίων καί ἐκεῖ νά προσεύχεται γιά τά ἁμαρτήματα τοῦ λαοῦ.
Ἡ ἀγάπη του γιά τήν προσευχή ἦταν τόση, ὣστε ἀπό τίς πολλές γονυκλισίες σκληρύνθηκαν τά γόνατά του καί ἒγιναν σάν τῆς καμήλας. Ἀλλά καί τό μέτωπό του ἐξογκώθηκε καί ἒγινε μελανό ἀπό τά συνεχῆ κτυπήματα στό ἒδαφος. Χριστιανοί καί Ἰουδαῖοι, κάθε ἡλικίας, θαύμαζαν τήν ἁγιότητα τῆς ζωῆς του. Τόν ἀποκαλοῦσαν «Ὠβλία» ἢ «Δίκαιον» καί ὃταν τόν ἒβλεπαν, ἒτρεχαν νά τόν συναντήσουν καί νά ἀσπασθοῦν ἀκόμη καί αὐτό τό ἱμάτιό του.Συναξάρι Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου
Ἦταν πράγματι «ἀνήρ μέγας καί θαυμαστός»(1). Ὑπῆρξε δέ ὑπόδειγμα μετανοίας, προσευχῆς καί εὐσεβείας. Ἂν καί δέν ἦταν συγκαταριθμημένος στή χορεία τῶν δώδεκα Ἁγίων Ἀποστόλων, ἀξιώθηκε τῆς μεγάλης τιμῆς καί χαρᾶς νά δεῖ τόν Ἀναστάντα Κύριο καί νά λάβει ἀπό Ἐκεῖνον τήν ἲδια μέ τούς δώδεκα Ἀποστόλους ἀποστολική ἐξουσία.
Ἒτσι τόν συναντᾶμε, πρίν ἀπό τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στό ὑπερῶον «προσκαρτεροῦντα τῇ προσευχῇ καί τῇ δεήσει» μαζί μέ τούς ἂλλους ἀδελφούς (Πραξ. α΄ 14). Μετά δέ τήν Ἀνάληψη τοῦ Σωτῆρος, οἱ πρόκριτοι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἐξέλεξαν τόν Ἃγιο Ἰάκωβο ἐπίσκοπο τῆς νεοσύστατης Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων.
Ὡς συνειδητός, λοιπόν, ἐπίσκοπος τῆς μητέρας τῶν ἐκκλησιῶν, γνώρισε καλά τό ὓψος τῆς ἀποστολῆς του καί ἐργάσθηκε μέ ὃλες του τίς δυνάμεις γιά τό ἒργο τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἐπικράτηση τῶν ἀληθειῶν τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀγαπήθηκε δέ ἀπό τό ποίμνιό του γιά τήν εὐσέβεια καί τήν γλυκύτητα τοῦ χαρακτήρα του. Ἀκόμη, ἐξαἰτίας τῆς μεγάλης του ἀρετῆς ἀναγνωρίσθηκε ὡς στῦλος τῆς Ἐκκλησίας καί διορίσθηκε ὡς Ἀπόστολος τῶν Ἰουδαίων.
Γιά τόν λόγο αὐτό συνέγραψε στήν ἑλληνική γλώσσα(2) τήν πρώτη ἀπό τίς ἑπτά Καθολικές Ἐπιστολές τῆς Καινῆς Διαθήκης, μέ τήν ὁποία ἀπευθύνθηκε πρός τούς Ἰουδαίους, πού εἶχαν πιστεύσει στόν Χριστό καί ζοῦσαν διασκορπισμένοι στά διάφορα ἒθνη.
Ἀποτελεῖ δέ τό πρῶτο μνημεῖο τῆς ἑλληνικῆς ἱεροσολυμιτικῆς φιλολογίας.Συναξάρι Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου
Ἀπό τήν περίοπτη θέση τήν ὁποία κατεῖχε, ἀναδείχθηκε χειραγωγός ὃλης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Μέ βάση αὐτά τά ὁποῖα παρέλαβε ἀπό τόν Χριστό, πρῶτος, μεταξύ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, καθόρισε τήν ἐκκλησιαστική εὐταξία καί τήν Θεία Λατρεία. Διετύπωσε ἀκόμη τήν Θεία Λειτουργία, ἡ ὁποία διαδόθηκε ἀπό τά Ἱεροσόλυμα καί στίς ἂλλες ἐκκλησίες. Ἐπίσης ὡς ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων προήδρευσε στήν Ἀποστολική Σύνοδο τό 51 μ.Χ. καί ἀναδείχθηκε «κορυφή ἐν κεφαλαῖς, Ἀποστόλων ἒξαρχος, τῶν ἱερέων ἡγεμών».
Μέ τήν σοφία, τήν σύνεση καί τήν σοβαρότητα πού τόν διέκρινε, καθόρισε τήν σχέση τοῦ Εὐαγγελίου μέ τόν Μωσαϊκό Νόμο, τοῦ ὁποίου πυρήνας ἦταν ἡ περιτομή. «Ἐγώ κρίνω» -εἶπε μέ αὐθεντία καί καθώς τόν ἐνέπνευσε τό ἋγιοΠνεῦμα- «μή παρενοχλεῖν τοῖς ἀπό τῶν ἐθνῶν ἐπιστρέφουσιν ἐπί τόν Θεόν» (Πραξ. ιε΄ 19), τό ὁποῖο σήμαινε ὃτι οἱ τύποι τοῦ Νόμου δέν χρειάζονται πλέον γιά τήν σωτηρία τῶν Χριστιανῶν. Καί ἡ γνώμη του ἒγινε κανόνας καί δόγμα τῆς Συνόδου.
Βεβαίως, ὃλοι οἱ Ἀπόστολοι, ἀκόμη καί οἱ Κορυφαῖοι, ἒτρεφαν μεγάλο σεβασμό στό πρόσωπο τοῦ Ἀδελφοθέου.
Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος παρήγγειλε στούς ἀδελφούς, νά ἀναγγείλουν τήν θαυματουργική ἀποφυλάκισή του στόν Ἃγιο Ἰάκωβο. Ἀκόμη καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, τόν Ἀπόστολο Ἰάκωβο συνάντησε κατά τήν πρώτη ἐπίσκεψή του στά Ἱεροσόλυμα, καθώς ἐπίσης καί -μετά τήν τρίτη ἀποστολική περιοδεία του- σ’ ἐκεῖνον ἐξέθεσε τόν ἀπολογισμό τοῦ ἒργου του.
Ὁ Ἃγιος Ἰάκωβος, λοιπόν, ὡς γνήσιος καί ἀληθινός ποιμένας ὑπηρέτησε τήν Ἐκκλησία ἐπί 29 ὁλόκληρα ἒτη, μέ τόσο ζῆλο καί τόση πραότητα, ὣστε καθημερινά πολλοί πίστευαν στόν Χριστό ἀκόμη καί ἀπό τούς ἂρχοντες.
Τό πλούσιο, ὃμως, σέ καρπούς ἒργο του κίνησε τό θανάσιμο μῖσος τῶν γραμματέων καί Φαρισαίων. Ἐξἂλλου, ὁ ἀρχιερέας Ἂνανος, ὁ γυιός τοῦ γνωστοῦ Ἂννα, πού εἶχε καταδικάσει τόν Χριστό, ζητοῦσε εὐκαιρία νά θανατώσει τόν Ἃγιο Ἰάκωβο. Ἒτσι, ἀμέσως μετά τόν θάνατο τοῦ Ρωμαίου ἡγεμόνα τῆς Ἰουδαίας Φήστου, τό 62 μ.Χ., συνέλαβε τόν Ἀπόστολο καί ἀφοῦ τόν ἀνέβασε στό ἀέτωμα τοῦ Ναοῦ, τόν ἀνάγκασε νά ἀρνηθεῖ τήν Θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μπροστά στό πλῆθος τῶν ἀνθρώπων, πού εἶχε συγκεντρωθεῖ γιά τήν μεγάλη γιορτή τοῦ Πάσχα.Συναξάρι Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου
Ὁ σεβάσμιος ἱεράρχης, χωρίς καθόλου νά διστάσει, διεκήρυξε ὃτι ὁ Ἰησοῦς «κάθηται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐκ δεξιῶν τῆς μεγάλης δυνάμεως καί μέλλει ἒρχεσθαι ἐπί τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ». Στό ἂκουσμα τῆς λαμπρῆς αὐτῆς ὁμολογίας μεγάλο πλῆθος τοῦ λαοῦ πίστευσε καί δόξασε τόν Θεό, ἀντίθετα μέ τίς προσδοκίες τῶν νομοδιδασκάλων. Τότε ἐκεῖνοι ἐξαγριωμένοι ὃρμησαν ἐναντίον του καί τόν ἒρριξαν στή γῆ.
Ἐπειδή ὃμως ἡ πτώση του δέν ἐπέφερε τόν θάνατο, ἂρχισαν νά τόν λιθοβολοῦν. Καί ἐνῶ ἡ βροχή τῶν λίθων καταξέσχιζε τό τίμιο σῶμα τοῦ γέροντα Ἱεράρχη, ἐκεῖνος γαλήνιος γονάτισε καί προσευχήθηκε γιά τούς δημίους του, λέγοντας: «Κύριε Θεέ Πάτερ, ἂφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἲδασι τί ποιοῦσι»! Ἡ ἀνεξικακία τοῦ Ἁγίου συγκίνησε κάποιον ἀπό τούς ἱερεῖς. «Παύσασθε· τί κάμετε» φώναξε «ὁ δίκαιος εὒχεται διά σᾶς». Ὡστόσο, ἓνας ἀπό τούς Ἰουδαίους ἃρπαξε μέ μανία ἓνα χονδρό ξύλο καί κτύπησε θανάσιμα τό κεφάλι τοῦ προσευχομένου ἀκόμη Ἱερομάρτυρα.
Μέ αὐτόν τόν τρόπο, ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος τῆς πρώτης Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, ἒβαψε μέ τό αἷμα του τήν Ἁγία Γῆ τοῦ Ἀρχηγοῦ τῶν Μαρτύρων. Οἱ πιστοί ἒθαψαν ἒπειτα μέ εὐλάβεια τό Ἱερό λείψανο κοντά στόν Ναό.
Ὃπως ἀναφέρει ὁ Ἑβραῖος ἱστοριογράφος Ἰώσηπος, ὁ ἂδικος θάνατος τοῦ Δικαίου Ἰακώβου ὑπῆρξε μία ἀπό τίς αἰτίες τῆς αἰχμαλωσίας καί τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἐρήμωσης τῶν Ἱεροσολύμων ἀπό τούς Ρωμαίους τό 70 μ.Χ. Ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστῖνος ἀνήγειρε Ναό στήν Κωνσταντινούπολη πρός τιμήν τοῦ Ἀδελφοθέου, ὃπου ὑπῆρχε καί τό ἃγιο λείψανο. Ὁ Καθεδρικός Ναός τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου βρίσκεται σήμερα στό δυτικό μέρος τῆς Ἁγίας Αὐλῆς τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως στά Ἱεροσόλυμα.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τήν μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Κυρίου, τήν 23η Ὀκτωβρίου, ἀλλά καί τήν Κυριακή «μετά τήν Χριστοῦ Γέννησιν» μαζί μέ τούς δικαίους Θεοπάτορες.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
1. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα στίς Πράξεις, τομ. 16Β΄, Ὁμιλία ΜΣΤ΄, Πατερικαί Ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 35.
2. Ἡ Ἐκκλησία Ἱεροσολύμων κατά τούς τέσσαρας τελευταίους αἰῶνας (1517-1900), Ἑταιρεία ὁ «Ἑλληνισμός», Ἀθήνησιν 1900, σελ. 15.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1. Α. Μαρτίνου, Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια, τόμος 1ος , λῆμμα «Ἀδελφοί τοῦ Ἰησοῦ», σελ. 391-395 καί τόμος 6ος, λῆμμα «Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος», σελ. 624-626.
2. Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, «Ἐπιστολή τοῦ Ἀδελφοθέου Ἰακώβου», «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 32-34.
3. Θεοδώρου Κ. Ζωγράφου, Ἑρμηνεία εἰς τήν Καθολικήν Ἐπιστολήν τοῦ Ἀδελφοθέου Ἰακώβου, Βόλος 1932, σελ. 5-7.
4. Χρυσοστόμου Α. Παπαδοπούλου, Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων, Ἒκδοσις Β΄, Ἐκδόσεις «Πουρναρᾶ», Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 27-41.
5. Δοσιθέου Δωδεκάβιβλος, Βιβλίον Α΄, Κεφάλαιον Α΄, Ἐκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1982, σελ. 35-43.
6. Εὐσεβίου Καισαρείας, Ἐκκλησιαστική ἱστορία Β΄ 1, 2-5, Πατερικαί Ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1977, σελ. 163.
7. Τά μαρτύρια τῶν ἀρχαίων Χριστιανῶν, «Περί τοῦ Μαρτυρίου τοῦ Ἀποστόλου Ἰακώβου», Πατερικαί Ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1978, σελ. 401-407.
8. Γεωργίου Ι. Δερβοῦ, Χριστιανική Γραμματολογία, τόμος Α΄, Ἀθῆναι 1903, σελ. 292-311, «Ἰάκωβος».
9. Βίκτωρος Ματθαίου, Ὁ Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμος Ι΄, Ἒκδοσις Β΄, Ἀθῆναι 1964, σελ. 554-561.
10. Φλαβίου Ἰωσήπου, Τά Εὑρισκόμενα, Ἰουδαϊκή Ἀρχαιολογία, Βιβλίον Κ΄, κεφ. 9 g 1, σελ. 786, τόμος Α΄, PARISIIS, M DCCC LXV.