Tα τρία δεδομένα του ανθρώπου
Όλα ξεκινούν από το ότι είμαστε πλάσματα του Θεού, είμαστε πλασμένοι «κατ’ εικόνα» Θεού.
Όσο και αν αμάρτησε ο άνθρωπος, η εικόνα του Θεού δεν έσβησε από μέσα του.
Αμαυρώθηκε η εικόνα του Θεού, όμως δεν χάθηκε. Ο άνθρωπος είναι πλασμένος «κατ’ εικόνα» Θεού, αλλιώς δεν θα μπορούσε να έχει επικοινωνία με τον Θεό, να έχει αναφορά στον Θεό ή δεν θα μπορούσε να προσπαθεί να επικοινωνήσει με τον Θεό, δηλαδή να έχει ελπίδες ότι προσπαθώντας θα το πετύχει αυτό.
Το πρώτο λοιπόν είναι ότι είμαστε πλασμένοι «κατ’ εικόνα» Θεού.
Είμαστε λογικά πλάσματα «κατ’ εικόνα» Θεού και «καθ’ ομοίωσιν» μάλιστα. Βλέπετε, πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας και το δεύτερο σκέλος. Μας έκανε ο Θεός «κατ’ εικόνα» του, για να ξεκινήσουμε απ’ αυτό και να φθάσουμε στο «καθ’ ομοίωσιν». Διότι τελικά ο άνθρωπος πρέπει να ομοιάσει με τον Θεό. «Όμοιοι αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα αυτόν καθώς εστιν» (Α’ Ιω. 3:2). Ένα λοιπόν δεδομένο είναι αυτό.
Άλλο δεδομένο είναι ότι, θέλεις δεν θέλεις, σ’ αρέσει δεν σ’ αρέσει, είσαι ποιος είσαι, ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός. Και αμαρτία δεν είναι το ότι κάνει κανείς μια κακή σκέψη ή έστω μια κακή ενέργεια. Αμαρτία είναι το ότι ο όλος άνθρωπος είναι διασαλευμένος, ο όλος άνθρωπος είναι σκοτισμένος, ο όλος άνθρωπος είναι αλλοιωμένος προς το κακό. Καθόλου δεν είναι όπως βγήκε από τα χέρια του Θεού.
Η αμαρτία κάνει τον άνθρωπο ένοχο ενώπιον του Θεού· αυτό μην το ξεχνούμε. Είναι μερικοί που λένε ότι, να, απλώς ήταν ένα λάθος αυτό που έκανε ο άνθρωπος, όταν αμάρτησε, και όλο το θέμα είναι να καταλάβει ότι έκανε λάθος και να το διορθώσει. Όχι. Είναι ένοχος ο άνθρωπος.
Τι σημαίνει είναι ένοχος; Ο άνθρωπος είναι έτσι φτιαγμένος, που να μπορεί να συντονίζεται με το θέλημα του Θεού και να έχει κανονική κατάσταση μέσα του και να είναι κανονική η πορεία του, να είναι σωστή η ζωή του, καθώς αναφέρεται στον Θεό, καθώς υπακούει στον Θεό και συντονίζει τη ζωή του προς αυτό το οποίο λέει ο Θεός. Όταν ο άνθρωπος κάνει κάτι άλλο, το θέμα δεν είναι απλώς ότι κάνει λάθος, αλλά είναι ένοχος.
Να αναφέρουμε ένα παράδειγμα. Ένας μηχανικός φτιάχνει μια αμαξοστοιχία και τη βάζει στις ράγες, και η αμαξοστοιχία εκτροχιάζεται. Και όταν εκτροχιαστεί, ποτέ μα ποτέ δεν σημαίνει ότι δεν θα πάθει τίποτε.
Κάτι θα πάθει. Άλλοτε θα πάθει κάτι φοβερό, άλλοτε θα πάθει κάτι λιγότερο. Η αμαξοστοιχία είναι εν ασφαλεία και είναι στον προορισμό της και πάει και έρχεται, όταν είναι πάνω στις ράγες. Αν βγει από τις ράγες, θα μπορούσαμε να πούμε ότι έγινε ένα λάθος και βγήκε από τις ράγες. Ούτε ενοχή αισθάνεται η αμαξοστοιχία ούτε τίποτε. Όμως όταν ο άνθρωπος βγει από τις ράγες που τον έβαλε ο Θεός, δεν είναι απλώς ότι έκανε λάθος και γκρεμοτσακίζεται, αλλά είναι ένοχος. Να το έχουμε υπ’ όψιν μας αυτό. Αμαρτία σημαίνει ενοχή.
Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι όποιος θέλει, αισθάνεται ενοχή, και όποιος δεν θέλει, δεν αισθάνεται ενοχή. Όχι. Ο άνθρωπος είναι έτσι φτιαγμένος, που θέλει δεν θέλει, αισθάνεται ενοχή. Άλλο τι λέει, άλλο τι σπασμωδικές κινήσεις κάνει. Αισθάνεται ενοχή. Μόνο αν διασαλευθεί το μυαλό του ανθρώπου, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ενοχή. Αλλά εφόσον ο άνθρωπος έχει σώας τας φρένας, αισθάνεται ενοχή.
Και αυτός ακόμη ο οποίος πασχίζει με κάθε τρόπο να μην αισθάνεται ένοχος, τα μπερδεύει ακόμη περισσότερο τα πράγματα, διότι ο άνθρωπος επλάσθη από τον Θεό όχι ως ένα αντικείμενο, αλλά ως λογικό ον που μέσα του, στην ίδια του την ύπαρξη, έχει την τάση να αναφέρεται στον Θεό, να επικοινωνεί με τον Θεό, να εξαρτάται από τον Θεό. Έχει μέσα του την ηθική συνείδηση.
Δεν είναι άλογο πλάσμα ο άνθρωπος. Ένα ζώο δηλαδή δεν αισθάνεται ένοχο, γιατί δεν έχει ηθική συνείδηση. Ο άνθρωπος όμως έχει ηθική συνείδηση. Και αυτός ο οποίος προσπαθεί να μην αισθάνεται ενοχή, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά απωθεί τις αιτίες που του δημιουργούν ενοχές, και γίνεται μεγαλύτερη ζημιά στον άνθρωπο με την απώθηση. Όπως σε άλλες περιπτώσεις λέμε ότι απωθεί κανείς τα διάφορα οδυνηρά βιώματα, που πηγαίνουν στο υποσυνείδητο και στο ασυνείδητό του και από κει τα απωθημένα βιώματα κάνουν μεγαλύτερη ζημιά στον άνθρωπο.
Στον Αδάμ, όπως λέγαμε κάποια φορά, φαίνεται καθαρά ότι δεν μπορεί να μην υπάρχει αίσθημα ενοχής. Μπορεί να αρχίζει να δικαιολογείται, αλλά όμως αισθάνεται ένοχος, γι’ αυτό και κρύβεται. Ακούει τα βήματα του Θεού μέσα στον Παράδεισο (Γεν. 3:8) και κρύβεται και τρέμει και φοβάται, ακριβώς γιατί είναι ένοχος. Αλλιώς δεν θα φοβόταν.
Δεν φοβάται αυτός που δεν έχει καλά τα μυαλά του, δεν φοβάται αυτός που βρίσκεται σε πλήρη αναισθησία, δεν φοβάται αυτός που έχει, ας πούμε, απωθήσει την ηθική συνείδηση. Εκείνος όμως στον οποίο ακόμη λειτουργεί, αν επιτρέπεται να πούμε, κάπως φυσιολογικά ο ψυχικός του οργανισμός, φοβάται όπως ο Αδάμ, ο οποίος ναι μεν αμάρτησε, αλλά όμως έχει την ηθική συνείδηση, έστω αμαυρωμένη, και γι’ αυτό τρομάζει, φοβάται, ενώπιον του Θεού και κρύβεται.
Για να επανέλθουμε λοιπόν, το ένα δεδομένο είναι ότι είμαστε πλάσματα του Θεού, και το άλλο δεδομένο είναι ότι ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός, είναι, έτσι ή αλλιώς, υπό την επήρεια της αμαρτίας.
Και αμαρτία σημαίνει και ενοχή. Όχι απλώς βρίσκεται σε μια άσχημη κατάσταση, όχι απλώς έκανε ένα λάθος, αλλά έχει μέσα του ενοχή. Και η ενοχή δεν τακτοποιείται με τίποτε άλλο, παρά με το να μετανοήσει ο άνθρωπος αληθινά. Και φυσικά, πάλι δεν αρκεί η μετάνοια, αν δεν αισθανθεί ο άνθρωπος ότι ο Θεός τον συγχωρεί, ότι σβήνει την αμαρτία του. Άλλωστε –το είπαμε– ο Θεός συγχωρεί, μόνο όταν μετανοεί ο άνθρωπος.
Δεν υπάρχει άλλος τρόπος· δηλαδή δεν κάνει τέτοιου είδους χατήρια ο Θεός. Διότι αν συγχωρούσε χωρίς μετάνοια, ο ίδιος ο Θεός θα χαλούσε το δημιούργημά του που λέγεται άνθρωπος, και δεν θα μπορούσε ο άνθρωπος να είναι όπως τον έφτιαξε ο Θεός, δηλαδή να έχει ηθική συνείδηση, να έχει λογικό, να είναι «κατ’ εικόνα» και «καθ’ ομοίωσιν» Θεού. Ο ίδιος ο Θεός θα χαλούσε τον άνθρωπο.
Μόνο όταν ο άνθρωπος μετανοεί αληθινά, επανατοποθετείται ενώπιον του Θεού. Έκανε μεν το σφάλμα του, αμάρτησε ενώπιον του Θεού, είναι ένοχος, αλλά τοποθετείται ενώπιον του Θεού ταπεινά, μετανοημένος, και ζητεί συγχώρηση από τον Θεό, και ο Θεός δίνει τη συγχώρηση, και τακτοποιείται ο άνθρωπος· ο Θεός δηλαδή τον τακτοποιεί. Δεν τον τακτοποιεί τον άνθρωπο απλώς η μετάνοια του· γιατί όλα είναι από τον Θεό, και όλα ο Θεός τα κάνει.
Μετά λοιπόν το δεύτερο δεδομένο ότι ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός, είναι ένοχος, μπορούμε να αναφερθούμε σ’ ένα τρίτο δεδομένο, ότι αυτός ο αμαρτωλός άνθρωπος, ο αλλοιωμένος προς το κακό άνθρωπος, ο οποίος όμως είναι «κατ’ εικόνα» και «καθ’ ομοίωσιν» Θεού φτιαγμένος, αυτός ο διαλυμένος –μην τρομάζετε για τη λέξη που θα πω– αυτός ο σχισμένος άνθρωπος –αν δεν απατώμαι λέει ο άγιος Μάρκος·
«Έσχισται ο νους του ανθρώπου εις τα δύο»– αυτός ο άνθρωπος πρέπει να πάρει τη σωστή στάση ενώπιον του Θεού. Σαν να έχει μια κατάσταση σχιζοφρενείας ο άνθρωπος μέσα του. Δεν είναι δηλαδή η ύπαρξή του ενοποιημένη, όπως ήταν στους πρωτοπλάστους, πριν αμαρτήσουν.
Όπως λέγαμε και άλλη φορά, στους πρωτοπλάστους δεν είχαμε συνειδητό, υποσυνείδητο, ασυνείδητο. Όλος ο άνθρωπος ήταν συνειδητό, ήταν απλούς, ήταν καθαρός ενώπιον του Θεού και δεν είχε τίποτε το κρυφό, δεν είχε τίποτε το απωθημένο. Μπήκε όμως μέσα του η αμαρτία και ο άνθρωπος κομματιάστηκε. Δεν είναι απλώς ότι αμαυρώθηκε ή είναι ένοχος. Και ως ύπαρξη, ως οντότητα, διαλύθηκε· έπαθε ζημιά ο άνθρωπος.
Χρειάζεται λοιπόν ο άνθρωπος αυτός ο αμαρτωλός, ο κομματιασμένος, ο σχισμένος άνθρωπος, να ενοποιηθεί ενώπιον του Θεού και να εκλιπαρήσει, να ζητήσει το έλεος του Θεού, να ζητήσει σωτηρία, και ο φιλάνθρωπος Θεός δίνει το έλεός του και σώζει τον άνθρωπο.
Όλα αυτά δεν έχουν την έννοια ότι, α, τον ταλαιπωρεί τον καημένο τον άνθρωπο. Όχι. Ο άνθρωπος δεν είναι ένα αντικείμενο, δεν είναι ένα πράγμα, να το πιάσουμε και να το συναρμολογήσουμε. Όχι. Είναι λογικό πλάσμα και επομένως, όπως φέρει ευθύνη για την αμαρτία του και είναι ένοχος, έτσι φέρει ευθύνη και για το τι θα γίνει από δω και πέρα. Αν θα πάρει σωστή στάση ενώπιον του Θεού ή όχι, αν θα μετανοήσει ή δεν θα μετανοήσει, αν θα ζητήσει ή δεν θα ζητήσει το έλεος του Θεού.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, «Το μυστήριο της σωτηρίας», Β’ έκδ., Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2000, σελ. 275 (αποσπάσματα).