«Για τον Χριστό είμαστε όλοι ίσοι, γι’ αυτό πρέπει να γίνουμε ίσοι»

«Για τον Χριστό είμαστε όλοι ίσοι, γι’ αυτό πρέπει να γίνουμε ίσοι»

«Για τον Χριστό είμαστε όλοι ίσοι, γι’ αυτό πρέπει να γίνουμε ίσοι»

Η θέση των γυναικών στην ζωή των κοινωνιών και της Εκκλησίας: Μια πρόκληση για σκέψη και συζήτηση στην Ορθόδοξη Εκκλησία

Τους τελευταίους μήνες σαν να έχουν ανοίξει οι ασκοί του Αιόλου. Ολοένα και περισσότερο διαπιστώνεται, από έρευνες, ο πολλαπλασιασμός του αριθμού των καταγγελιών περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος των γυναικών. Ολοένα και περισσότερο αυξάνονται οι επιθέσεις σε βάρος των γυναικών οι οποίες συχνά έχουν θανάσιμο επίλογο. Τα περιστατικά οδύνης γυναικών που αιχμαλωτίζονται από κυκλώματα σωματεμπόρων αυξάνουν και αυτά. Ποια άραγε είναι η θέση της γυναίκας στις σύγχρονες κοινωνίες και ιδιαίτερα στην ελληνική;

Το ερώτημα είναι παλαιό και χιλιοδιατυπωμένο. Υπό την σκιά της αυξανόμενης βίας δυστυχώς τίθεται ολοένα και συχνότερα στις ημέρες μας. Αν προσθέσουμε τις διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, τις παρενοχλήσεις εις βάρος των γυναικών σε ολόκληρο το κοινωνικό και εργασιακό φάσμα, την επισφαλή θέση της γυναίκας στην αγορά εργασίας και τα πολύ υψηλά ποσοστά γυναικείας ανεργίας, την αύξηση του εργασίμου χρόνου και των ορίων συνταξιοδότησης διαπιστώνουμε ότι η θέση της γυναίκας παραμένει άνιση σε σχέση με αυτή του άνδρα.

Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι παρά τις αλλαγές που εισήγαγε η θέσπιση ενός προστατευτικού νομοθετικού πλέγματος με βάση τα ανθρώπινα δικαιώματά στην πραγματικότητα φαίνεται ότι οι γυναίκες βρίσκονται σε χειρότερη θέση από ότι στα μέσα του 20ου αιώνα.

Αιώνες νωρίτερα ο Αγ. Γρηγόριος Θεολόγος έγραψε σχολιάζοντας την νομοθεσία και τις αντιλήψεις της εποχής του «Άνδρες γαρ οι νομοθετούντες και δια τούτο κατά γυναικών η νομοθεσία»[1]. Η πραγματικότητα που διαμορφώνεται τον τελευταίο καιρό με την έξαρση κάθε μορφής βίας σε βάρος της γυναίκας μπορεί να ερμηνευτεί από την φράση του Αγίου.

Αντιλήψεις και νοοτροπίες που καλλιεργήθηκαν και συνεχίζουν να καλλιεργούνται μέσα στον κοινωνικό ιστό αναπαράγουν τις διακρίσεις ανάμεσα στα δυο φύλα και την υποτίμηση της γυναίκας.

Είναι η ενδεικτική η άποψη: «Κάποια στιγμή πρέπει να καταλάβουμε ότι εάν θέλουμε το ζήτημα των βιασμών, της κακοποίησης και της παρενόχλησης πραγματικά να αντιμετωπιστεί, θα πρέπει να πάψουμε να το αντιμετωπίζουμε ως θέμα του «αστυνομικού δελτίου… Χωρίς ριζική αλλαγή στάσεων, αντιλήψεων και νοοτροπιών δεν θα ξεμπερδέψουμε με την «κουλτούρα του βιασμού»[2].

Επομένως το πρόβλημα δεν είναι η θέση της γυναίκας στις κοινωνίες αλλά τι πιστεύουν οι κοινωνίες και ο κυρίαρχος δυτικός πολιτισμός για τον μισό πληθυσμό της γης. Τι διδασκόμαστε άνδρες και γυναίκες ως στάση ζωής απέναντι σε κάθε άνθρωπο για τον σεβασμό και την αξία του άνδρα και της γυναίκας και της σχέσης τους. Υπάρχει ακόμα ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα. οι άνδρες δεν διδαχθήκαμε να θεωρούμε τις διακρίσεις σε βάρος των γυναικών, ούτε και την εμπορευματοποίηση του σώματός τους ως πρόβλημα μας. Σαν ένα γεγονός που αμαυρώνει την ζωή μας και πληγώνει τον ορίζοντα που θέλουμε να έχουμε προσωπικά και κοινωνικά.

 

Α. Τι διδάσκει η διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας για το πρόσωπο της γυναίκας;

Για το πρόσωπο και την θέση της γυναίκας στην Ορθόδοξη Εκκλησία έχουν γραφεί πάρα πολλά κείμενα τα οποία προσπάθησαν να δημιουργήσουν γόνιμο έδαφος στους προβληματισμούς που προαναφέραμε.[3]

Οι γυναίκες, ενώ στο κοινωνικό πλαίσιο της Π. Διαθήκης αλλά και της Αρχαίας Μ. Ανατολής βρίσκονται σε ίση μοίρα με τους ανήλικους, στη Θεολογία των βιβλίων της Καινής Διαθήκης η θέση της αλλάζει. Βρισκόμαστε μπροστά στη δημιουργία μιας νέας μορφής σχέσης ανάμεσα στον άνδρα και στη γυναίκα.

Στο βιβλίο της Γενέσεως αναφέρεται: Ας φτιάξουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με την εικόνα την δική μας και την ομοίωση… Δημιούργησε λοιπόν ο Θεός τον άνθρωπο σύμφωνα με την δική του εικόνα, κατ΄ εικόνα Θεού τον δημιούργησε, τους δημιούργησε άντρα και γυναίκα»[4]. Σύμφωνα με την διήγηση της δημιουργίας του ανθρώπου η ανθρώπινη φύση είναι ενιαία. Η μορφολογική διαφορά ανάμεσα στον άνδρα και στην γυναίκα «δεν είναι διαφορά της φύσης ή της ουσίας αυτών ως ανθρώπων αλλά διαφορά εξωτερικών ανατομικών γνωρισμάτων της μιας και ενιαίας ανθρώπινης φύσης»[5].

Αν στρέψουμε την προσοχή μας στην δράση των γυναικών στα βιβλικά κείμενα θα διαπιστώσουμε ότι «Στα ευαγγέλια υπάρχουν πάνω από 40 αναφορές σε γυναίκες, είτε σε διηγήσεις ή κατά τη διδασκαλία του Ιησού. Αυτές περιλαμβάνουν νύξεις, περιστατικά ή μεταφορές από την Παλαιά Διαθήκη, παραβολές, ομάδες γυναικών ή ισχυρές προσω­πικότητες».[6]

 

«Για τον Χριστό είμαστε όλοι ίσοι, γι’ αυτό πρέπει να γίνουμε ίσοι»

«Στην παράδοση της πρώτης εκκλησίας η γυναίκα από τη Σαμάρεια και την πόλη Συχάρ αναφέρεται ως το πρώτο πρόσωπο (όχι μόνο η πρώτη γυναίκα ιεραπόστολος) το οποίο κηρύσσει το ευαγγέλιο.[7] Αυτή η ιστορία για μια γυναίκα, της οποίας το όνομα στην ορθόδοξη παράδοση είναι Φωτεινή, μας υπενθυμίζει πολλούς από τους κεντρικούς άξονες της διδασκαλίας του Ιησού όπως η μετάνοια, η αγάπη, η πίστη στο Θεό, η μαθητεία.

Η ιστορία ως σύνολο δηλώνει, ότι παρόλο που μπορεί να μοιάζει παράξενο για λόγους κοινωνικούς κυρίως, οι γυναίκες αποτελούν συνομιλήτριες του Ιησού σε θεολογικά θέματα και θέματα πίστης, ικανές να αφήσουν τα πάντα πίσω τους για χάρη του ευαγγελίου.[8] Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν και οι διηγήσεις της Ανάστασης με την επίσκεψη των γυναικών «λίαν πρωί» (Ματθ.28,1-8. Μαρκ.16,1-8. Λουκ. 24,1-8. Ιω. 20,1-10). Ο Ιωάννης έχει μια ευρύτερη αναφορά στη Μαρία τη Μαγδαληνή (Ιω. 20,11-18). Ο Μάρκος στο 16,9-11 επίσης αναφέρει τη Μαρία Μαγδαληνή. Η αναφορά στο Μάρκο βέβαια είναι μεταγενέστερη προσθήκη, σύμφωνα με την άποψη των περισσότερων ερευνητών. Πολλοί ερμηνευτές δίνουν έμφαση στο γεγονός ότι οι πρώτες που έλαβαν το μήνυμα της Αναστάσεως ήταν γυναίκες.»[9]

Διαβάστε Επίσης  Εορτολόγιο 13 Σεπτεμβρίου

Παρά το γεγονός αυτό οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν ανέπτυξαν μια περιεκτική, συστηματική και ομοιόμορφη διδασκαλία για το ρόλο της γυναίκας. Την αντιμετώπισαν κυρίως μέσα από την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής τους καθώς και μέσα από την προσπάθειά τους να πολεμήσουν τις δοξασίες των Γνωστικών. Είναι σαφές από την έρευνα ότι δεν προσπάθησαν ποτέ να θεμελιώσουν θεολογικά την κατωτερότητα της γυναίκας σε σχέση με τον άνδρα, έστω και αν κάποιες απόψεις τους την εξέφραζαν ή την υπονοούσαν.[10]

Μελετώντας την παρουσία της γυναίκας στη λατρεία και την υμνολογία της Εκκλησίας μας δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε την ισότιμη με τον άνδρα θέση της. Στην καθημερινή ποιμαντική πράξη μπορούμε εύκολα να ξεχωρίσουμε το γυναικείο μοναχισμό, την πνευματική μητρότητα,[11]και το θεσμό των διακονισσών.

«Στην άσκηση όμως της πνευματικότητας επιβιώνουν και απόψεις που είναι ξένες ουσιαστικά με το πνεύμα και την ουσία του εσχατολογικού οράματος και έχουν εισβάλλει στην παράδοσή μας είτε από τον Ιουδαϊσμό είτε από τη θύραθεν φιλοσοφία.»[12]

Ένα παράδειγμα αυτής της άποψης μας το προσφέρουν τα αγιολογικά κείμενα τα οποία επειδή στοχεύουν στη διδαχή των πιστών αποτελούν πραγματικό θησαυρό αντιλήψεων της κοινωνίας στην οποία απευθύνονται και από την οποία προέρχονται και για το λόγο αυτό πηγή για τις νοοτροπίες που επικρατούν.[13]

Για παράδειγμα στα αγιολόγια μπορούμε να διακρίνουμε τη μετάβαση από το γένος στην πυρηνική οικογένεια η οποία αλλάζει τον κοινωνικό ρόλο της γυναίκας. Η γυναίκα πλέον περιορίζεται στον οίκο σε σχέση με τη δυνατότητα παρουσίας και παρέμβασης που είχε στο δημόσιο βίο τους προηγούμενους αιώνες.

Η γυναίκα του 10ου αιώνα δεν έχει πρότυπο την αγία που φορά ανδρικά ρούχα και υιοθετεί ανδρικό τρόπο συμπεριφοράς για να εξασφαλίσει τη σωτηρία. Το πρότυπο τώρα είναι αυτό της ιδανικής συζύγου, η οποία ανέχεται την κακή συμπεριφορά του συζύγου της.[14] Ο ασκητικός βίος των αγίων γυναικών διαφέρει από αυτόν του μοναστηριού, δεν μοιάζει με αυτόν που συναντούμε στο βίο της Οσίας Θεοδώρας της Θεσσαλονίκης. Το πρότυπο που δίδεται είναι μια μορφή κοινωνικής αρετής η οποία συνάδει με την έγγαμη ζωή: η ελεημοσύνη, το άνοιγμα του οίκου στην ευρύτερη κοινότητα.

 

«Για τον Χριστό είμαστε όλοι ίσοι, γι’ αυτό πρέπει να γίνουμε ίσοι»

Η άποψη που έχουν οι συγγραφείς των βίων των αγίων για τη γυναίκα δεν διαφέρει από αυτήν που ήδη γνωρίζουμε από τη διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας. Η ισότητα όμως που διαβλέπουμε στα εξαιρετικά γεγονότα τα οποία περιγράφουν τα συναξάρια μαρτυρά την ανισότητα που υπάρχει στον καθημερινό κοινωνικό βίο, αφού εμφανέστατα υπονοούν ότι, εκτός των εκτάκτων γεγονότων, η θέση της γυναίκας είναι μέσα στο σπίτι[15].

«Σύμφωνα με τις φεμινιστικές μελέτες και έρευνες της ιστορίας της εκκλησίας ένα καθοριστικό σημείο για το ρόλο των δύο φύλων στη ζωή της εκκλησίας αποτέλεσε η μετάβαση από τους οίκους – εκκλησίες στα δημόσια κτίρια και τις βασιλικές, από τον ιδιωτικό χώρο δηλ. στον αμιγώς δημόσιο. Η αλλαγή αυτή, όπως ήταν φυσικό, είχε ως αποτέλεσμα, να δανειστεί η λατρεία στοιχεία από τον περιρρέοντα χώρο και να υιοθετήσει απόψεις και συμπεριφορές αποδεκτές από την κοινωνία.

Ταυτόχρονα, η εκκλησία και ιδιαίτερα η ιεραρχία της προσπάθησε να αποφύγει, πολλές φορές για λόγους επιβίωσης, ο,τιδήποτε θα προσέβαλε και θα προκαλούσε την κοινωνία της εποχής. Ανάμεσα σε αυτούς τους κανόνες ήταν και ο συμβιβασμός της σε θέματα που αφορούσαν τους ρόλους των δύο φύλων. Προς χάριν της επιτυχίας και της ενίσχυσης του ιεραποστολικού τους έργου, πολλές τοπικές εκκλησίες αποφάσισαν να αποδεχτούν στερεοτυπικές απόψεις, περιορίζοντας τις έννοιες της ισοτιμίας και της ισότητας σε θεωρητικό μόνο πλαίσιο και όχι στην πράξη και το βίωμα..».[16]

Μήπως για τους λόγους αυτούς δεν μπορούμε ως χριστιανοί να απαντήσουμε στα αρχικά ερωτήματα; Μήπως για αυτούς τους λόγους οι διακρίσεις παρέμειναν, βάθυναν και κυρίως, ενώ εισήχθησαν από τον κόσμο στις εκκλησιαστικές κοινότητες, παρέμειναν εντός τους;

Ξεχάσαμε ή δεν διδαχθήκαμε με την έμφαση που αρμόζει ότι οι ορθόδοξοι χριστιανοί κομίζουμε μια βαριά παράδοση, η οποία δεν ταυτίζεται με συνήθειες και έθιμα, ιδέες ή την ιστορική αδράνεια και στασιμότητα, αλλά με ένα πρόσωπο, τον Ιησού Χριστό. Δεν σχετίζεται πρωτίστως με το παρελθόν και την συντήρησή του, ούτε την διαιώνιση διακρίσεων και στερεοτύπων οι οποίες είναι εξωχριστιανικές και συχνά και αντι-χριστιανικές.

Όσο παράξενο κι αν ακούγεται, στην αυθεντική εκκλησιαστική προοπτική, η Παράδοση προσανατολίζεται προς το μέλλον. Έρχεται κυρίως και πρωτίστως από το μέλλον της Βασιλείας του Θεού, από τον ερχόμενο Κύριο, για την σωτηρία του κόσμου και του ανθρώπου.

Μια τέτοια κατανόηση της Παράδοσης αφήνει το μέλλον ανοικτό στη βούληση και το σχέδιο του Θεού. Παράδοση – στάση ζωής όπως η επαναστατική για τα δεδομένα της εποχής διακήρυξη του Αποστόλου των Εθνών Παύλου «ουκ ένι άρσεν και θήλυ… πάντες γαρ υμείς είς εστέ εν Χριστώ Ιησού» δηλαδή, δεν υπάρχει άνδρας και γυναίκα, όλοι είμεθα ίσοι απέναντι του Χριστού, καταργεί την ανισότητα μεταξύ των δύο φύλων. Στηρίζεται στην εντολή της αγάπης που δίδαξε στον κόσμο ο Ιησούς και έχει την αφετηρία και την προέλευσή της στην δημιουργία του ανθρώπου από τον Θεό.

Αυτή η θεόσδοτη ισότητα δεν επιβάλλεται με ανθρώπινους νόμους και Συντάγματα, ούτε με διακηρύξεις, αλλά βιώνεται και επικρατεί όταν ο άνθρωπος έχει επίγνωση του προορισμού του και του τελικού στόχου και σκοπού των πράξεών του. Προσπάθεια που μέχρι τώρα δεν τελεσφόρησε. Είναι σαφές όμως σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ότι οι κοινωνίες μας έχουν ανάγκη έναν άλλο τρόπο ζωής που δημιουργεί νέους δρόμους στη ζωή των ανθρώπων.

Διαβάστε Επίσης  Ο καιρός σήμερα

 

Β. Επιστρέφοντας στο αρχικό ερώτημα

«Όπως επιβεβαιώνουν πολυάριθμες έρευνες ένα νέο σύστημα αξιών αναδύθηκε στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών και διαδόθηκε αρκετά γρήγορα, αμφισβητώντας το κυρίαρχο μοντέλο, το οποίο βασιζόταν σε μια αυστηρή κατανομή των ρόλων των φύλων, επηρεάζοντας και τις αναπαραστάσεις, για την οργάνωση της οικογενειακής ζωής. Οι σχέσεις ανδρών-γυναικών μεταβάλλονται, με αποτέλεσμα να αλλάζει και η δομή της οικογένειας. Η συμπλήρωση των ρόλων των δυο φύλων έρχεται να αντικατασταθεί, από τη μη διάκριση των ρόλων τους[17].

Το πρόβλημα και στις εκκλησιαστικές κοινότητες διατυπώνεται με την ίδια ένταση με αυτό που τέθηκε στην αρχή: «ποια θεωρούμε ότι είναι η θέση της γυναίκας στην Εκκλησία», διότι είναι σαφές ότι η διδασκαλία της Εκκλησίας δεν αντιστοιχεί με την στάση που έχουν υιοθετήσει οι σημερινοί χριστιανοί στην καθημερινότητά τους .

Η αποστολή των χριστιανών στον σύγχρονο κόσμο περιγράφεται με πάρα πολλούς τρόπους στα έργα των Αγίων μας. Ο χριστιανός φωτίζει τον κόσμο, με τις ενέργειές του, προσπαθεί να ενώσει τα διεστώτα, να γεφυρώσει τις αντιθέσεις, να είναι με το μέρος των απόκληρων της Ιστορίας. Δεν θα πρέπει να θεωρήσουμε τις καταστάσεις διάκρισης ως παραδεκτές ή ως συνέπεια κάποιου κοινωνικού status αλλά εξόχως αντιχριστιανικές.

Ας υπογραμμίσουμε εδώ το παράδειγμα του Αγ. Ιωάννου του Ελεήμονος που έλεγε «Για τον Χριστό είμαστε όλοι ίσοι, γι’ αυτό πρέπει να γίνουμε ίσοι»[18]. Από τις θέσεις αυτές απέχουμε πολύ σήμερα.

Για να πετύχει τον σκοπό αυτό ο Άγιος παρενέβαινε σε εκείνους που είχαν δούλους ζητώντας να τους απελευθερώσουν αν δεν τους έπειθε έβρισκε χρήματα για να το πράξει ο ίδιος. Αντιμετώπισε το βόλεμα των χριστιανών που επένδυαν οικονομικά στην αδικία αυτή, υπογράμμιζε την ευθύνη τους. Αυτό τον δρόμο πρέπει να ακολουθήσουμε:

Με την αγωγή, τον διάλογο, την ευαισθητοποίηση, την παρουσίαση και την εμπέδωση της διδασκαλίας της Εκκλησίας μας μπορούμε να βοηθήσουμε στην αλλαγή των αξιών. Η παρέμβασή μας να εμποδίζει να αναπαραχθεί ότι υποτιμά των άνθρωπο, αλλοιώνει τις σχέσεις του, μεγαλώνει την ανισότητα ανάμεσα στα δυο φύλα. Να αντιμετωπίσουμε το βόλεμα των χριστιανών οι οποίοι με ανάλογο τρόπο επενδύουν στην ανισότητα του άνδρα και της γυναίκας, στη σχάση του χρόνου εργασίας από τον χρόνο της οικογενειακής ζωής

Πρέπει να εργαστούμε ώστε οι κοινωνίες μας να αλλάξουν κέντρο δίνοντας έμφαση όχι στην δύναμη αλλά στην αγάπη, στον άνθρωπο και στις ανάγκες του.

Αν και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια θα έπρεπε να θεωρείται αδιαπραγμάτευτη παραμένει ακόμα και σήμερα διεκδικήσιμο ανθρώπινο δικαίωμα Είναι αναγκαίο επομένως να εργαστούμε ώστε να ριζώσει ως αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα σε όλες τις κοινωνίες.

Είναι καιρός να συζητηθεί σοβαρά η αναδιοργάνωση της Ενορίας. Οι χριστιανοί δεν είναι συνδαιτυμόνες, ούτε συν-λειτουργούντες στην Θ. Ευχαριστία αλλά άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, καταναλωτές και πολύ συχνά αδιάφοροι για ότι συμβαίνει εκτός του εαυτού τους.

Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να τεθεί το θέμα της θέσης των λαϊκών διότι οι σύγχρονες εκκλησιαστικές κοινότητες γίνονται τελικά αυτό που ξορκίζουν θεολογικά. κληρικαλιστικές. Γι’ αυτό, όσο ο κληρικαλισμός θα σαρώνει τα όποια αναχώματα συνοδικότητας υπάρχουν, ούτε (κυρίως) η γυναίκα θα βρει τη θέση της, ούτε ο άνδρας θα μπορεί να διανοηθεί ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στον κοινωνικό χώρο τον αφορούν.

Αξίζει να τονισθεί ότι στις σύγχρονες κοινωνίες η ποιμαντική ευθύνη χωρίς την διδαχή δεν αρκεί. Η στάση των χριστιανών δεν μπορεί να είναι ολοκληρωμένη αν αγνοεί τον πόνο, την αγωνία αλλά και τις προσπάθειες όλων εκείνων, ακόμα και αυτών, που δεν είναι χριστιανοί. Επειδή δεν ανήκουν στην Εκκλησία δεν σημαίνει ότι δεν είναι εξίσου παιδιά του Θεού.

Οι ορθόδοξοι χριστιανοί του 2021 πρέπει να είμαστε περισσότερο ειλικρινείς από κάθε άλλη γενιά αν θέλουμε να μαρτυρούμε την Εκκλησία ως μυστήριο αγιασμού και προσωπικής αγιότητας, ως ρίζα μιας «παρουσίας στον κόσμο» που πραγματικά ελευθερώνει από τα δεσμά στάσεων και νοοτροπιών και ειρηνεύει. Ας θυμηθούμε ότι η αρχαία Εκκλησία γινόταν αισθητή ως κοινωνία «εν κοινωνία». Μια κοινότητα ζωής και αγάπης που προσέφερε νόημα ζωής σε ένα κόσμο που βυθιζόταν όπως σήμερα σε μια βαθιά κρίση αξιών.

Δεν είμαστε οι πρώτοι, ούτε και οι μόνοι που αντιλαμβανόμαστε ότι η ανάγκη για διάλογο είναι αποτέλεσμα της αποτυχίας των χριστιανών να ζήσουν με πληρότητα και αγάπη ως πρόσωπα αφήνοντας χωρίς φωνή και ουσιαστικά άγνωστο τον ρόλο της γυναίκας στην εκκλησιαστική ζωή.

Ο σεβασμός κάθε ανθρώπου, η μέριμνα και η αποδοχή του καθένα (άνδρα ή γυναίκας, λευκού ή μαύρου, αρτιμελούς ή αναπήρου, γηγενούς ή πρόσφυγα), η αντιμετώπιση της βίας σε βάρος των αδυνάτων (κυρίως της γυναίκας και των παιδιών), της μετατροπής της γυναίκας σε αντικείμενο, της υπέρβασης της διάκρισης επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής είναι μερικά από τα προβλήματα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε όλοι μαζί.

Το θάρρος της αγάπης που μπορεί να πληρώνει την ζωή και να της δίνει νόημα ας μας ανοίγει τους ορίζοντές και τους δρόμους μας μαζί με τις καρδιές μας.

 

πηγή

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *