Θεραπείες Τα θαλασσινά κρύβουν το μυστικό της μακροζωίας;

Θεραπείες Τα θαλασσινά κρύβουν το μυστικό της μακροζωίας;

Τα θαλασσινά κρύβουν το μυστικό της μακροζωίας;

Στο κέλυφος των θαλασσινών φαίνεται ότι βρίσκεται το κλειδί για τη μακροζωία, καθώς σύμφωνα με νέα μελέτη μια ουσία που παράγεται από αυτό φαίνεται ότι αυξάνει το προσδόκιμο ζωής.

Η ουσία λέγεται γλυκοζαμίνη και όπως διαπίστωσαν επιστήμονες στην Ελβετία κατά τη διάρκεια της μελέτης τους σε ποντίκια, η χορήγησή της συμπληρωματικά με την κανονική διατροφή μπορεί να χαρίσει χρόνια ζωής.

Η μελέτη πραγματοποιήθηκε από ερευνητές του Ελβετικού Ομοσπονδιακού Ινστιτούτου Τεχνολογίας στη Ζυρίχη, οι οποίοι αναφέρουν στην έκθεσή τους ότι η γλυκοζαμίνη φαίνεται ότι «ξεγελά» κατά κάποιον τρόπο τον οργανισμό δημιουργώντας αμινοξέα, τα οποία εκείνος αντιλαμβάνεται σαν πρωτεΐνες.

Διαβάστε Επίσης  Πώς το τζάκι βλάπτει την υγεία μας – Οι επιστήμονες προειδοποιούν

Έτσι, ο οργανισμός νομίζει ότι από τη διατροφή λαμβάνει κυρίως πρωτεΐνες και όχι υδατάνθρακες, με αποτέλεσμα να μειώνεται το σωματικό βάρος και να αποφεύγεται ο κίνδυνος σοβαρών προβλημάτων υγείας, όπως είναι ο διαβήτης και η υπέρταση.

Η γλυκοζαμίνη δημιουργείται κυρίως από το κέλυφος των θαλασσινών, όπως είναι οι γαρίδες, τα καβούρια και ο αστακός, ενώ ο οργανισμός αρχίζει να την παράγει μετά την ηλικία των 45 ετών.

Μάλιστα, ήδη χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της αρθρίτιδας, επειδή συμβάλλει στην παραγωγή αρθρικού υγρού και ενεργοποιεί τη διαδικασία της αυτοΐασης στους χόνδρους.

Διαβάστε Επίσης  Ρυθμίστε το σάκχαρο αλλάζοντας πέντε πρωινές συνήθειες χωρίς φάρμακα

Παλαιότερη μελέτη με θέμα τη γλυκοζαμίνη και τη σχέση της με τη μακροζωία, έδειξε ότι η ουσία μειώνει τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου από οποιαδήποτε αιτία σχεδόν κατά 20%, τον κίνδυνο θανάτου από καρκίνο κατά 13% και από σοβαρές παθήσεις του αναπνευστικού κατά 41%.

Η μελέτη αυτή πραγματοποιήθηκε το 2012 από ερευνητές του αμερικανικού Κέντρου Έρευνας για τον Καρκίνο Fred Hutchinson, με τη συμμετοχή 77.000 ατόμων, ενώ τα αποτελέσματά της είχαν δημοσιευθεί στην Ευρωπαϊκή Επιθεώρηση Επιδημιολογίας.

 

 

 

πηγή

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *