Η τραγική ιστορία ενός ξεριζωμένου ορφανού Έλληνα: Αναζητά τη μάνα του επί 60 χρόνια
Καλοκαίρι του 1953. Η Ελλάδα προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της µετά τη ναζιστική θηριωδία του B’ Παγκοσµίου Πολέµου και τον Εµφύλιο που ακολούθησε. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους µια γυναίκα βρίσκεται στο σπίτι της στου Ζωγράφου µαζί µε τα δύο µικρά παιδιά της, όταν την ηρεµία της οικογενειακής της γαλήνης διακόπτει ένα χτύπηµα στην πόρτα.
Ανοίγοντάς τη βλέπει στο κεφαλόσκαλο ένα βρέφος καλά τυλιγµένο µέσα µε µια κουβέρτα. Το µοναδικό στοιχείο που άφησε πίσω ο άνθρωπος που το εγκατέλειψε είναι ένα χαρτάκι στο οποίο ενηµερώνει πως το νεογέννητο «είναι αβάπτιστο». Η γυναίκα κάλεσε την Αστυνοµία και το βρέφος µεταφέρθηκε στο ∆ηµόσιο Ορφανοτροφείο Αθηνών. Τότε ήταν µόλις 14 ηµερών, σήµερα είναι 66 ετών.
Ο λόγος για τον Ιωάννη Καλό Χουσιανάκο, ο οποίος ξετυλίγει στο «Εθνος της Κυριακής» το κουβάρι της προσωπικής του ιστορίας πίσω από την οποία κρύβεται ένα ολόκληρο κύκλωµα διεθνικού χαρακτήρα, που πωλούσε στη µαύρη αγορά ορφανά παιδιά από την Ελλάδα. Με την εξάρθρωσή του, µάλιστα, το 1959, ασχολήθηκαν εκτενώς και οι «New York Times». «∆υστυχώς για εµένα αλλά και για τα υπόλοιπα παιδιά που υιοθετήθηκαν, όταν έγιναν οι συλλήψεις ήταν ήδη αργά» σχολιάζει ο Ιω. Καλός Χουσιανάκος.
Ηταν µόλις 4,5 ετών, όταν µαζί µε ένα κοριτσάκι δύο ετών, τους έβαλαν σε ένα αεροπλάνο µε τελικό προορισµό το Λονγκ Αϊλαντ της Νέας Υόρκης. «Το µόνο που µου έρχεται στη µνήµη από αυτό το ταξίδι είναι εµένα να κοιτάζω µε έκσταση έξω από το παράθυρο και να λέω στον διπλανό µου, που µου ήταν παντελώς άγνωστος, «Ω, Θεέ µου, θα τελειώσει ποτέ αυτό το νερό;» σχολιάζει. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε θάλασσα. Η επιθυµητή µητρική αγκαλιά και η ανάγκη για πατρική στοργή που θα επούλωναν ένα σηµαντικό µέρος των τραυµάτων του, ωστόσο δεν ήταν αρετές που χαρακτήριζαν τους θετούς του γονείς.
Αντίγραφο των αποδείξεων που έχει για την «πώλησή» του στους θετούς γονείς του στις ΗΠΑ
Αντίγραφο των αποδείξεων που έχει για την «πώλησή» του στους θετούς γονείς του στις ΗΠΑ
Ο θετός του πατέρας, ηλικίας 51 ετών, ήταν Αµερικανός γερµανοεβραϊκής καταγωγής και η θετή µητέρα του Αµερικανίδα ιρλανδικής καταγωγής, ηλικίας γύρω στα 30 χρόνια, οι οποίοι, σύµφωνα µε τον ίδιο, ποτέ τους δεν τον αποδέχτηκαν.
«Ηθελαν να ξεχάσω ότι γεννήθηκα στην Ελλάδα και ότι είµαι Ελληνας. Ηµουν ήδη σχεδόν πέντε ετών. Πώς γίνεται ένα παιδί αυτής της ηλικίας να διαγράψει τις µνήµες και τις ρίζες του;» διερωτάται. Και προσθέτει: «Με χτυπούσαν σχεδόν καθηµερινά. Θυµάµαι να πηγαίνω στο σχολείο και άλλα παιδιά να µου λένε πως είµαι υιοθετηµένος. Γύρναγα στο σπίτι και τους το έλεγα και εκείνοι µου τόνιζαν ότι είµαι δικό τους παιδί και µετά µε βασάνιζαν.
Συνήθιζαν να µε γδύνουν, να µε βγάζουν έξω και να µε χτυπούν βάναυσα. Κάποιες φορές µε έδεναν µε αλυσίδες και άλλες µε κλείδωναν στην κρεβατοκάµαρά µου και δεν µπορούσα να βγω έξω παρά µόνο για να πάω στην τουαλέτα. Μετά µε κλείδωναν πάλι µέσα. Εγώ, όµως, ήξερα την αλήθεια και δεν µπορούσα να το αποδεχτώ. Κάθε φορά που µιλούσα ελληνικά έτρωγα πολύ ξύλο, µέχρι που από τα βασανιστήρια ξέχασα καθετί ελληνικό, ποτέ όµως την καταγωγή µου».
Λόγω της προφανούς δυσκολίας να προσαρµοστεί σε µια πραγµατικότητα µη ρεαλιστική, στην ηλικία των 14 ετών ο Γουίλιαµ Αντονι Σβαρτζ, όπως ήταν το όνοµα που του είχαν δώσει, εστάλη από τους θετούς του γονείς σε ψυχιατρικό ίδρυµα για αγόρια µε αποκλίνουσα συµπεριφορά. Το έµπειρο προσωπικό, αφού τον υπέβαλε σε σωρεία εξετάσεων, διαπίστωσε ότι το πρόβληµα δεν το είχε ο ίδιος, αλλά οι γονείς του. Ετσι αποφάσισε να µην ξαναγυρίσει ποτέ εκεί και να το σκάσει. Συνελήφθη, όµως, και ακολούθησε οικογενειακό δικαστήριο.
«∆εν τον θέλουµε πια». Αυτή την απάντηση έδωσαν και οι δύο θετοί γονείς στον δικαστή και αυτή ήταν και η τελευταία φορά που τους είδε. Μέχρι τα 16 του χρόνια και ενώ βρισκόταν υπό την προστασία της Πολιτείας, είχε αλλάξει διαφορετικές ανάδοχες οικογένειες, µέχρι που αποφάσισε ότι θέλει να είναι µόνος και προσπάθησε να αναζητήσει καταφύγιο στις ρίζες του. Αµερικανική ιθαγένεια δεν είχε αποκτήσει λόγω κωλυσιεργίας των θετών του γονέων και µε µοναδικό έγγραφο στα χέρια του τη ληξιαρχική πράξη βάπτισής του στο ορφανοτροφείο στην Ελλάδα, στα 20 αποφασίζει να χτυπήσει την πόρτα της ελληνικής πρεσβείας στον Καναδά, όπου ζούσε πλέον.
“Είµαι Ελληνας. Απαιτώ να µου δώσετε την ελληνική υπηκοότητα”
«“Είµαι Ελληνας. Απαιτώ να µου δώσετε την ελληνική υπηκοότητα”. Αυτά θυµάµαι να λέω συνεχώς στο προσωπικό εκεί. Επειτα από περίπου τρία χρόνια τα κατάφερα. ∆υστυχώς, παρόλο που έχω αλλάξει το όνοµά µου, στο ελληνικό µου διαβατήριο είµαι ακόµη αναγκασµένος να αναγράφοµαι ως Γουίλιαµ Αντονι Σβαρτζ, γιατί στην Ελλάδα, σε αντίθεση µε άλλα κράτη, δεν µπορείς να αλλάξεις τα στοιχεία σου. Για εµάς τα υιοθετηµένα παιδιά αυτό είναι κάτι που πονάει πολύ. Και εγώ είµαι Ελληνας και αυτό το όνοµα όχι µόνο δεν είναι δικό µου, αλλά ποτέ µου δεν το αγάπησα και ούτε θα ηρεµήσω µέχρι να φύγει τελείως από τη ζωή µου» τονίζει.
Από τότε που έχει µνήµες από τον εαυτό του και µέχρι σήµερα ποτέ δεν έπαψε να αναζητά απαντήσεις στα βασανιστικά ερωτήµατα που τον ακολουθούν από µωρό. «Το 2016 σε µια προσπάθεια να έρθω σε επαφή µε ανθρώπους που έχουµε περάσει τα ίδια, δηµιούργησα µια οµάδα στο Facebook µε την ονοµασία “Greek Orphans Seeking Answers (GOSA)”. Είχα ταξιδέψει το 2000 µαζί µε τη σύζυγό µου στην Ελλάδα, βρήκα ακόµα και τη γυναίκα στα σκαλιά της οποίας µε άφησαν µωρό, όµως δεν µπορούσα να βρω τίποτα απολύτως για τους πραγµατικούς µου γονείς» σηµειώνει ο Ιωάννης Καλός Χουσιανάκος.
Τη λύση τού την έδωσαν µέλη της οµάδας που έφτιαξε και έτσι κατέφυγε σε εξέταση DNA. «Με αυτόν τον τρόπο βρήκα µια ξαδέλφη µου που ζούσε στο Μπρίστολ στην Αγγλία. Εγώ τα τελευταία 16 χρόνια ζω στη Βόρεια Ιρλανδία και έτσι της έκανα αίτηµα φιλίας στο Facebook. Ανταλλάξαµε µηνύµατα και φωτογραφίες και η ξαδέλφη µου έστειλε µία εικόνα µου στην αδελφή της στην Ελλάδα. Την έδειξε στη µητέρα της και µόλις µε είδε είπε “ο Γιώργος” – αργότερα ανακάλυψα ότι είναι ο θείος µου και ο αδελφός του πατέρα µου» αποκαλύπτει.
Μέσα από αυτή την επαφή βρήκε όχι µόνο τα ξαδέλφια του αλλά και την αδελφή του µε την οποία ειδώθηκαν για πρώτη φορά το 2018. Αυτό, ωστόσο, είναι µόνο το ένα κοµµάτι του παζλ. Πατέρας του ήταν ο Κωνσταντίνος Χουσιανάκος, που είχε διατελέσει και υπαρχηγός της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας στη χώρα µας. Από την πλευρά του πατέρα του ξέρει ότι έχει καταγωγή από την Καστανιά στη Μάνη Λακωνίας.
Η ταυτότητα της µητέρας του, εντούτοις, παραµένει άγνωστη. «Ο πατέρας µου έχει φύγει δυστυχώς από τη ζωή. Αν έχω µια ελπίδα τώρα, αυτή είναι να γνωρίσω τη µητέρα µου. Είχαν δεσµό και εκείνη έµεινε έγκυος. ∆εν ήταν παντρεµένοι.
Από την οικογένεια του πατέρα µου, εκτός από τον αδελφό του, κανείς άλλος δεν ήξερε για την ύπαρξή µου. Θέλω απλώς να βρω τη µητέρα µου. Ελπίζω να βρίσκεται στη ζωή. Θέλω απλώς να την αγκαλιάσω και να της πω ότι καταλαβαίνω γιατί µε εγκατέλειψε» υπογραµµίζει συγκινηµένος. «Και αν δεν είµαι τόσο τυχερός να τη συναντήσω, θέλω έστω να γνωρίσω και την υπόλοιπη οικογένειά µου. Μπορεί να έχω και άλλα αδέλφια. Θέλω να τους βρω και δεν θα σταµατήσω να ψάχνω για αυτούς µέχρι να τα καταφέρω» καταλήγει.
Πηγή: Εφημερίδα “Έθνος”