Γεωργία Βασιλειάδου, μια μεγάλη κωμική ηθοποιός
Η Γεωργία Βασιλειάδου, που τη θυμόμαστε κυρίως σε ρόλους της καφετζούς, μ’ ένα φλυτζάνι στο χέρι, ή της τσιγγάνας να λέει εκείνη τη χαρακτηριστική φράση «μεγάλη πόρτα θα διαβείς», έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα στις 12 Φεβρουαρίου του 1980.
Ήταν ιδιαίτερα αγαπητή στο κοινό, και το όνομά της αρκούσε για να προσελκύσει κόσμο στα ταμεία. Οι επιθεωρησιογράφοι έβρισκαν πάντα κάποιο νούμερο να της γράφουν, μέσα από το οποίο η συμπαθής ηθοποιός σατίριζε τον ίδιο τον εαυτό της και κυρίως την «ομορφιά» της, πράγμα που έκανε το κοινό να γελάει με την ψυχή του.
Η Γεωργία Βασιλειάδου (Αθανασίου το πατρικό της) γεννήθηκε στην Αθήνα την Πρωτοχρονιά του 1897. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο νωρίς και προκειμένου να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά της εργάστηκε ως πωλήτρια σε διάφορα εμπορικά καταστήματα.
Σπούδασε φωνητική μουσική στη Γεννάδιο Σχολή και ξεκίνησε την καριέρα της στο Λυρικό Θέατρο ως χορωδός στην όπερα του Βέρντι «Ο Ερνάνης». Γρήγορα μεταπήδησε στο θέατρο και συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους θεατρικούς θιάσους της εποχής, όπως της Κυβέλης, της Μαρίκας Κοτοπούλη (1925-1931) και Αιμίλιου Βεάκη (1932-1935).
Στα μέσα της δεκαετίας του τριάντα, ύστερα από έναν άτυχο γάμο, αποφάσισε να αποσυρθεί από τον κόσμο του θεάματος για να αφοσιωθεί στην ανατροφή της κόρης της. Ωστόσο, το 1939 ο Αλέκος Σακελλάριος της προσέφερε έναν μικρό ρόλο στη μουσική κωμωδία «Κορίτσια της παντρειάς», που αποτέλεσε την αρχή μιας δεύτερης καριέρας για τη συμπαθή ηθοποιό. Από τότε καθιερώθηκε σαν καρατερίστα και πρωταγωνίστησε σε διαφόρους θιάσους. Ως τα τέλη της δεκαετίας του ‘60 πρωταγωνίστησε σε πολλές κωμωδίες, ενώ σχημάτισε και δικούς της θιάσους.
Η Γεωργία Βασιλειάδου ήταν πλέον η ομορφότερη άσχημη του Ελληνικού Κινηματογράφου. Τα χρόνια περνούν και η πραγματική καταξίωση έρχεται μετά τον πόλεμο το 1948, στην ταινία του Σακελλάριου «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», που σημαίνει και την αρχή της συνεργασίας της με τη Φίνος Φιλμ.
Ως συνθιασάρχης με τον Βασίλη Αυλωνίτη και τον Νίκο Ρίζο (1962 -1965) έπαιξε στα έργα «Γαμπροί της ευτυχίας», «Νεόπλουτοι», «Γυναικούλα μας». «Εραστής έρχεται» και «Πέντε λεπτά από την Ομόνοια». Με τον Κώστα Χατζηχρήστο συνεργάσθηκε το 1965 στην επιθεώρηση «Άλλος για υπουργείο».
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίσθηκε το 1930 στην ταινία του Ολλανδού ηθοποιού και σκηνοθέτη Λου Τέλεγκεν «Το Όνειρον του γλύπτου». Εξελίχθηκε σε μία από τις πιο αγαπημένες ηθοποιούς της μεγάλης οθόνης κατά τη δεκαετία του ‘50, πρωταγωνιστώντας σε ιδιαίτερα δημοφιλείς κωμωδίες, όπως «Το Στραβόξυλο» (1952), «Η ωραία των Αθηνών» (1954), «Η θεία από το Σικάγο» (1957), «Η κυρά μας η μαμή» (1958), «Ο θησαυρός του μακαρίτη» (1959).
Η σπουδαία κωμικός άφησε την τελευταία της πνοή στις 12 Φεβρουαρίου 1980 στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» της Αθήνας. Στη διάρκεια της βραχυχρόνιας νοσηλείας της, εκτός από τη χρόνια βρογχίτιδα από την οποία έπασχε, οι γιατροί διέγνωσαν καρδιακή ανεπάρκεια και κακοήθη εξεργασία του παγκρέατος.