Ο τραυλισμός είναι γνωστός από τα πολύ παλιά χρόνια. Είναι μια διαταραχή της φυσιολογικής ροής και
του ρυθμού της ομιλίας, που δεν ανταποκρίνεται στην ηλικία του παιδιού.
Εμφανίζεται συνήθως μεταξύ 2-7 ετών, ηλικία ευαίσθητη, αφού σ’ αυτό το διάστημα το παιδί αναπτύσσει το λόγο του και ξεκινάει τα πρώτα του βήματα σε κέντρο προσχολικής εκπαίδευσης αλλά και τη φοίτησή του στο Δημοτικό.
Η δυσκολία εγκαθίσταται τη στιγμή που η σκέψη μετατρέπεται σε γλώσσα και εμφανίζεται περίπου στο 1% των παιδιών, κυρίως όμως στα αγόρια. Η αντιστοιχία είναι 3-4 αγόρια προς 1 κορίτσια.
Το παιδί που τραυλίζει εκφράζει τη δυσκολία του με μορφασμούς στο πρόσωπο, τικ ή άλλες κινήσεις, στα χέρια, στα κάτω άκρα, καθώς και με συναισθηματικές εκδηλώσεις, όπως κοκκίνισμα, δυσαρέσκεια κλπ. Όλα τα παιδιά δεν τραυλίζουν με τον ίδιο τρόπο και επηρεάζονται από τις συνθήκες του περιβάλλοντος.
Ανάμεσα στα 5 με 10 χρόνια ξεκαθαρίζει η εξέλιξη του τραυλισμού, δηλαδή ή παραμένει και είναι μικρού βαθμού στα δύο τρίτα των περιπτώσεων ή στις υπόλοιπες περιπτώσεις εξελίσσεται και αυξάνει σε συχνότητα και ένταση και σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις φθάνει μέχρι την ουσιαστική αλαλία. Γενικά ελαττώνεται όταν το παιδί διαβάζει με δυνατή φωνή, όμως ακόμη κι όταν δεν τραυλίζει, παρατηρούνται σχεδόν πάντα τα ίδια χαρακτηριστικά του τραυλισμού, όπως διαταραχή στο ρυθμό και στη μελωδία, μονότονη φωνή κ.α.
Συχνά, οι γονείς μας αναφέρουν ότι παρατήρησαν τα πρώτα συμπτώματα τραυλισμού έπειτα από ένα φόβο ή ένα τραυματικό βίωμα. Αργότερα, στην παιδική ηλικία ή την εφηβεία, μπορεί να παρουσιαστεί τραυλισμός κάποιες φορές αιφνίδια, ύστερα από ένα συναισθηματικό σοκ.
Τα παιδιά με τραυλισμό περιγράφονται ως εσωστρεφή και αγχώδη, παθητικά και υποταγμένα ή αντίθετα, επιθετικά και παρορμητικά. Οι αντιδράσεις τους εξαρτώνται από την ιδιοσυγκρασία τους και το περιβάλλον τους. Μερικά ευαίσθητα, παιδιά μικρής κυρίως ηλικίας, που ζουν σε περιβάλλον αγχώδες ή ταραγμένο, συνειδητοποιούν πολύ νωρίς το πρόβλημά τους, με αποτέλεσμα να παρουσιάζουν βίαιες αντιδράσεις
. Συχνά παρουσιάζουν συναισθηματική ανωριμότητα, που εκφράζεται με υπερβολική προσκόλληση στη μητέρα ή με παράλογες απαιτήσεις. Αντίθετα, σ’ άλλες περιπτώσεις είναι πού συνετά και συγκεντρωμένα. Οι μητέρες βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Χαρακτηρίζονται ως αγχώδεις, υπερπροστατευτικές ή απόμακρες, ανασφαλείς και ανικανοποίητες, γεμάτες αντιφάσεις στη συμπεριφορά τους προς το παιδί.
Το παιδί τραυλίζει στις ακόλουθες περιπτώσεις: Όταν απευθύνεται σε πολλά άτομα, σε αγνώστους ή σε επισήμους, όταν είναι εκνευρισμένο, ανήσυχο, πολύ κουρασμένο ή όταν ετοιμάζει εκ των προτέρων αυτό που πρόκειται να πει κ.α.
Αν αναζητήσουμε τους αιτιολογικούς παράγοντες, θα διαπιστώσουμε ότι είναι πολλοί, όπως η κληρονομικότητα (περίπου το ένα τρίτο των περιπτώσεων), οι διάφορες νευρολογικές διαταραχές ή οι διαταραχές της πλευρίωσης, της χωροχρονικής αντίληψης ή της ομιλίας κλπ.
Σημαντικό επίσης ρόλο φαίνεται να παίζει και η στάση των γονιών στις φυσιολογικές δυσκολίες στη ροή του λόγου του μικρού παιδιού (2-4 ετών περίπου) όπου υπερβολικό άγχος και ανησυχία από την πλευρά τους μπορεί να ενισχύσει τα αισθήματα φόβου και να εγκαταστήσει μόνιμα ένα φυσιολογικό παροδικό «τραυλισμό».
Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο τραυλισμός είναι το αποτέλεσμα διαφόρων παραγόντων που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Η θεραπευτική αγωγή πρέπει να στοχεύσει σ’ αυτούς τους παράγοντες, γιατί διαφορετικά ο τραυλισμός θα επανέλθει.
Οι περισσότεροι ερευνητές συμφωνούν ότι, όσο πιο νωρίς γίνεται αντιληπτός ο τραυλισμός και ξεκινά η αντιμετώπισή του, τόσο πιο γρήγορα είναι τα αποτελέσματα. Η θεραπεία πρέπει να ξεκινά μεταξύ 5- 7 ετών. Μετά τα 10 χρόνια και κατά τη διάρκεια της εφηβείας η θεραπεία γίνεται πιο δύσκολη. Απαιτείται λογοθεραπεία, η οποία θα στοχεύει στο συγχρονισμό και στη βελτίωση της ροής του λόγου και της αναπνοής. Η λογοθεραπεία θα είναι πιο αποτελεσματική όταν συνδυάζεται με ψυχολογική στήριξη, η οποία θα έχει στόχο την εξωτερίκευση της επιθετικότητας του παιδιού που παραμένει σε λανθάνουσα μορφή.
Επίσης, δίνεται έμφαση στην τροποποίηση της συμπεριφοράς του παιδιού και στη βελτίωση της αυτοεκτίμησής του. Η συνεργασία με την οικογένεια και το σχολείο είναι αναγκαία. Στους εφήβους ή τους ενηλίκους, οι ψυχολογικοί παράγοντες θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στον τραυλισμό, ιδίως μεταξύ 14-20 ετών.
Η Αλεξάνδρα Καππάτου προτείνει στους γονείς …
-Να ακούνε το παιδί τους προσεκτικά όταν μιλά.
-Να του μιλούν οι ίδιοι με αργό ρυθμό και με συχνές παύσεις.
-Να του δίνουν το χρόνο που χρειάζεται για να εκφραστεί, χωρίς να το διακόπτουν και χωρίς να το διορθώνουν.http://www.govastileto.gr
-Να εντοπίσουν τις περιπτώσεις στις οποίες μιλά καλύτερα και να γίνεται προσπάθεια να επαναλαμβάνεται αυτό, ώστε να το ενθαρρύνουν.
-Να απευθύνονται άμεσα σε ειδικό για βοήθεια μόλις διαπιστώσουν ότι το παιδί παρουσιάζει στοιχεία τραυλισμού. Ο χρόνος είναι πολύτιμος.
-Να συνειδητοποιήσουν ότι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες επιδρούν σημαντικά στην ομιλία του παιδιού.
Οι γονείς δεν πρέπει ….
-Να χρησιμοποιούν εκφράσεις του τύπου « ηρέμησε», «σκέψου προτού μιλήσεις» ή «μίλα πιο αργά»κ.λπ.
-Να τονίζουν τον τρόπο που μιλάει το παιδί.
-Να το διακόπτουν, όταν μιλάει.
-Να συμπληρώνουν τις προτάσεις του, να το κριτικάρουν ή αν το εκθέτουν σε δύσκολες καταστάσεις.