Στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου έμεινε με τη θρυλική ατάκα, «Στέλλα, φύγε, κρατάω μαχαίρι». Κι, όμως, θα μπορούσε να είχε μείνει στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου για την πλέον θρυλική ατάκα:
«My name is Bond, James Bond». Ο λόγος για τον Γιώργο Φούντα, τον «σκληρό» του ελληνικού κινηματογράφου, τον μάγκα, τον λεβέντη, όπως συνήθιζαν να τον αποκαλούν, ο οποίος προτίμησε την ήρεμη οικογενειακή ζωή στην Ελλάδα και το κρασάκι στα ταβερνάκια της γειτονιάς, από το να πίνει το μαρτίνι του, εκεί στα ξένα κινηματογραφικά στούντιο.
Σαν σήμερα, λοιπόν, πριν 8 χρόνια «έφυγε» από τη ζωή ο σπουδαίος αυτός ηθοποιός, ο οποίος στο μισό αιώνα καριέρας του υπηρέτησε πιστά την Τέχνη κι εποίησε ήθος, όπως άλλωστε θα πρέπει να κάνει κάθε σωστός ηθοποιός. Εξάλλου, όσοι γνώρισαν από κοντά τον Γιώργο Φούντα, είχαν να λένε για το ήθος και την απλότητα του χαρακτήρα του. Και το πόσο χαλαρά έπαιρνε τη ζωή, αναζητώντας την ευτυχία στα απλά πράγματα και σπάζοντας -ενίοτε- πλάκα με τις φιλοδοξίες των συναδέλφων του.
Λένε πως τα βιώματα της παιδικής ηλικίας διαμορφώνουν τον χαρακτήρα της ενήλικης ζωής. Και ο γιος του γαλατά από τη Φωκίδα, που από μικρός μπήκε στο στίβο της βιοπάλης, δεν θα μπορούσε ως ενήλικας να μην αναγνωρίζει πως η ευτυχία, πράγματι κρύβεται στις μικρές και απλές στιγμές της καθημερινότητας.
Ο μικρός γαλατάς που εξελίχθηκε σε σύμβολο αρρενωπότητας
Ήταν 3 Ιουνίου του 1924, όταν στο Μαυρολιθάρι της Φωκίδας είδε το πρώτο φως της ζωής ο Γιώργος Φούντας. Παιδί μίας πολυμελούς οικογένειας, τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο διπλανό χωριό, την Καστριώτισσα. Μέχρι που ο πατέρας του πήρε την απόφαση μαζί με τα πέντε παιδιά και τη σύζυγό του να μετακομίσουν στην Αθήνα.
Ο πατέρας ανοίγει ένα γαλατάδικο στου Ψυρρή και ο μικρός Γιώργος τον βοηθά καθημερινά. Με το ποδήλατό του οργώνει όλη την Αθήνα, μοιράζοντας το γάλα της ημέρας. Όλοι αγαπούσαν το μικρό παιδί, με το τσαγανό και την ωριμότητα που διέθετε για την ηλικία του.
Με τα γράμματα δεν τα πήγαινε καλά κι αυτό διότι η δουλειά στο γαλατάδικο ήταν απαιτητική και χρονοβόρα και πού χρόνος για διάβασμα. Τελικά, κατάφερε να τελειώσει το νυχτερινό σχολείο, όμως, ήδη το μικρόβιο της Υποκριτικής είχε φωλιάσει μέσα του.
Και μπορεί από μικρός να έπαιζε ποδόσφαιρο στην ΑΕΚ και όλοι να έκαναν λόγο για ένα ταλέντο, εκείνος είχε αποφασίσει ότι θα γίνει ηθοποιός. Έτσι, έδωσε εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και γίνεται δεκτός με τιμές, έχοντας δάσκαλο τον σπουδαίο Αιμίλιο Βεάκη.
Ο «λεβέντης» του ελληνικού κινηματογράφου
Η αρρενωπή ψηλόλιγνη φιγούρα του, το αγέρωχο παράστημά του και η λεβεντιά που έβγαζε αβίαστα – πέρα από το άπλετο υποκριτικό ταλέντο του – ήταν τα φυσικά χαρίσματα, που πολύ σύντομα δημιούργησαν έναν χαρακτήρα που σφράγισε ανεξίτηλα τον ελληνικό κινηματογράφο. Βέβαια, σε αυτό συνετέλεσαν και οι ρόλοι που ενσάρκωσε ο Γιώργος Φούντας, πρωταγωνιστώντας σε κάποιες από τις πιο σπουδαίες ταινίες.
Ο ρόλος που τον χαρακτήρισε, χωρίς αμφιβολία, είναι εκείνος του «Μίλτου» στη «Στέλλα». Και η ατάκα: «Στέλλα, φύγε, κρατάω μαχαίρι» που τον έστειλε στο κινηματογραφικό Πάνθεο. Ήταν, όμως, και το παίξιμο του, αυτή η ικανότητά του να λέει πολλά, χωρίς καν να μιλάει. Ήταν η μοναδική εκφραστικότητά του προσώπου του, το βλέμμα του που «μιλούσε» κατευθείαν στην ψυχή του θεατή.
Ήταν και οι ρόλοι που υποδύθηκε και αυτή η αυθεντικότητα που έβγαζε, είτε έπαιζε το ρόλο του λαϊκού παλικαριού, είτε του αδυσώπητου πατρώνου στα «Κόκκινα φανάρια». Ο Γιώργος Φούντας ήταν αντιπροσωπευτικό δείγμα της ελληνικής λεβεντιάς και ψυχής και ήταν θέμα χρόνου, αυτή η αρρενωπή φιγούρα να περάσει τα σύνορα της χώρας.
Η ταινία «Ποτέ την Κυριακή» το 1960, του άνοιξε το δρόμο για μία διεθνή καριέρα, αν εκείνος το επιθυμούσε. Και θα μπορούσε να ήταν ένας από τους Τζέιμς Μποντ, αν…
Η πρόταση να διαδεχθεί τον Σον Κόνερι
Το 1967 η παραγωγή του «Τζέιμς Μποντ» έψαχνε τον διάδοχο του Σον Κόνερι. Και μέσα στις επιλογές τους για τον ιδανικό διάδοχο του αρρενωπού πράκτορα, ήταν και ο Έλληνας ηθοποιός. Η απίστευτη αυτή επαγγελματική πρόταση γι’ άλλους ηθοποιούς θα ήταν σίγουρα, ένα ανέλπιστο θείο δώρο, μία μοναδική ευκαιρία, ένα γνέψιμο της τύχης. Για άλλους ηθοποιούς. Όχι, για τον Φούντα, που αρνήθηκε την πρόταση δίχως δεύτερη σκέψη!
Μάλιστα, χρειάστηκε να μεσολαβήσει ο Φίνος, προκειμένου να πειστεί και να ταξιδέψει μέχρι το Λονδίνο για τα δοκιμαστικά. Με τα πολλά, κατάφερε να του αλλάξει γνώμη και να τον βάλει και στο αεροπλάνο (ήταν γνωστή η φοβία του για αυτά) και να πάει στα δοκιμαστικά. Και κατάφερε με μεγάλη ευκολία να βρεθεί στην τελική δυάδα για τον πολυπόθητο -για άλλους- ρόλο, μαζί με τον Τζορτζ Λάζενμπι.
Κι ενώ ήταν τόσο κοντά για να γίνει ο επόμενος υπέρ-κατάσκοπος, ο Φούντας με εμφατικό τρόπο δηλώνει στους ανθρώπους της παραγωγής ότι δεν προλαβαίνει να μάθει τα εγγλέζικα, τόσο σύντομα. Έκανε ο, τι περνούσε από το χέρι του για να υπονομεύσει την υποψηφιότητά του και τελικά τα κατάφερε. Και για την απόφασή του αυτή, δεν μετάνιωσε ποτέ.
Άλλωστε, είπαμε, είχε ανακαλύψει την ευτυχία στα απλά πράγματα της ζωής και σίγουρα, δίπλα στη γυναίκα της ζωής του, τη Χρυσούλα Ζώκα.
Μάγκας και… Παναθηναϊκός
Αν ο Γιώργος Φούντας δεν ήταν ηθοποιός, θα μπορούσε να ήταν ποδοσφαιριστής. Μάλιστα, έπαιζε ποδόσφαιρο στην ΑΕΚ και ήταν -όπως έλεγαν- ταλαντούχος. Στα εφηβικά του χρόνια, πάλι στην ΑΕΚ, ήταν στο τμήμα της πυγμαχίας. Κι ενώ θα περίμενε κανείς ότι θα ήταν αεκτζής, εκείνος ήταν Παναθηναϊκός από τα γεννοφάσκια του.
Μάλιστα, μία ιστορία τον θέλει να ήρθε κάποτε στα χέρια με αεκτζήδες, όταν είπαν κακή κουβέντα για την ομάδα του. Ο Παναθηναϊκός ήταν για τον Φούντα μία μεγάλη αγάπη και δεν έχανε αγώνα, μέχρι και σε μεγάλη ηλικία. Απολάμβανε τους αγώνες και πανηγύριζε τις νίκες έξαλλα.
Λίγα χρόνια πριν φύγει από τη ζωή, οι παλαίμαχοι του Παναθηναϊκού τον είχαν τιμήσει. Μάλιστα, ο ηθοποιός είχε διατελέσει για δύο τετραετίες αντιδήμαρχος Πειραιά.
Ο Γιώργος Φούντας από τον πρώτο του γάμο με την Ελένη Επισκόπου απέκτησε δύο παιδιά και από τη δεύτερη σύζυγό του, Χρυσούλα Ζώκου (έφυγε από τη ζωή πριν 3 χρόνια) έναν γιο. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο σπουδαίος ηθοποιός, ο σκληρός, το παλικάρι, ο λεβέντης του ελληνικού κινηματογράφου, τα πέρασε «βυθισμένος» στη λήθη του Αλτσχάιμερ. Έφυγε από τη ζωή στις 28 Νοεμβρίου 2010, βυθίζοντας τους πάντες στη θλίψη. Όμως, άφησε πίσω του ένα σπουδαίο έργο, μία παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές. Μα, κυρίως, άφησε πίσω του κληρονομιά την αυθεντική λεβέντικη ελληνική ψυχή του!