Δύο μήνες προτού βγει στα σινεμά, το πολυαναμενόμενο φιλμ του Ρίντλεϊ Σκοτ, «All the Money in the World» δέχτηκε ένα ισχυρό «πλήγμα».
Ένας εκ των πρωταγωνιστών του, ο Κέβιν Σπέισι, βρέθηκε ξαφνικά αναμεμειγμένος σε ένα σεξουαλικό σκάνδαλο που θα οδηγούσε την εταιρεία παραγωγής στην απόφαση να τον «διαγράψει» από το καστ της σειράς. Έτσι ο άκρως απαιτητικός ρόλος του δισεκατομμυριούχου Τζιν Πολ Γκέτι δόθηκε τελικά στον ταλαντούχο Κρίστοφερ Πλάμερ και ο Σκοτ ξεκίνησε έναν «αγώνα δρόμου» προκειμένου να προλάβει να ολοκληρώσει τα γυρίσματα του φιλμ έγκαιρα για την πρεμιέρα του, στις 22 Δεκεμβρίου.
Αν και το σκάνδαλο γύρω από την αμφιλεγόμενη συμπεριφορά του Κέβιν Σπέισι, που φέρεται να παρενόχλησε σεξουαλικά πολλούς νεαρούς ηθοποιούς κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας καριέρας του, απασχόλησε εκτενώς τη κοινή γνώμη τις τελευταίες εβδομάδες, η αληθινή ιστορία πάνω στην οποία βασίστηκε η συγκεκριμένη ταινία είναι πιο σοκαριστική και σκοτεινή.
Το 1973, ο Τζον Πολ Γκέτι ο Γ’, ο 16χρονος εγγονός του μεγιστάνα του πετρελαίου Τζιν Πολ Γκέτι, που εκείνη την εποχή ήταν ο πλουσιότερος άνδρας του κόσμου με περιουσία 1,2 δισεκατομμύρια δολάρια (η αντιστοιχία θα ήταν σχεδόν 9,1 δισ. σήμερα) απήχθη στη Ρώμη.
Οι απαγωγείς του ζήτησαν ως λύτρα 17 εκατομμύρια δολάρια, ποσό που η οικογένεια του νεαρού αρνιόταν επί μήνες να πληρώσει, με αποτέλεσμα τελικά οι δράστες να κόψουν το δεξί αφτί του νεαρού.
Η τραυματική περιπέτεια που έζησε στα χέρια των απαγωγέων του σε συνδυασμό με την παραμέληση της οικογένειάς του πιστεύεται ότι κατέστρεψαν τη ζωή του αγοριού. Σε ηλικία μόλις 24 ετών, ο Τζ.Π. Γκέτι ο Γ’ έμεινε μόνιμα παράλυτος ως αποτέλεσμα της χρήσης ναρκωτικών. Όπως αποδείχθηκε, ούτε καν «όλα τα χρήματα του κόσμου» δεν ήταν αρκετά για να του εξασφαλίσουν μια ευτυχισμένη και υγιή ζωή.
Γεννηθείς το 1892 στη Μινεσότα, ο Τζ. Πολ Γκέτι κατάφερε όχι μόνο να διατηρήσει τον πλούτο των γονιών του αλλά και να τον μετατρέψει σε μια πραγματικά αμύθητη περιουσία, αγοράζοντας γη στη Μέση Ανατολή που ήταν πλούσια σε πετρέλαιο. Ωστόσο, παρά την οικονομική του δύναμη ο «Γερο-Τζον», όπως καθιερώθηκε να τον αποκαλούν ήταν ξακουστός τσιγκούνης.
Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που είχε ζητήσει να τοποθετηθεί τηλέφωνο με κερματοδέκτη στην τεράστια έπαυλή του στο Σάρεϊ της Αγγλίας, έτσι ώστε να μη χρειάζεται να «επιβαρύνεται» με το κόστος των τηλεφωνημάτων των καλεσμένων του.
Το ίδιο «σφιχτός» ήταν και ως προς την αγάπη που έδειχνε στην οικογένειά του.
«Η ανατροφή παιδιών έμπαινε εμπόδιο στην ευτυχία που απολάμβανε με τις ερωμένες του», είπε στη New York Post o Τζον Πίρσον, συγγραφέας του βιβλίου «Επώδυνα Πλούσιος», πάνω στο οποίο βασίστηκε το σενάριο της ταινίας του Σκοτ.
Ο «Γέρο Τζον» είχε πέντε συζύγους και ισάριθμους γιους. Ιδιαίτερη αντιπάθεια έτρεφε για τον τρίτο γιο του, τον Τζον Πολ Γκέτι Τζούνιορ, τον οποίο θεωρούσε «μαστούρη» και «χίπη». Επρόκειτο για έναν αρκετά καλλιεργημένο νέο, ο οποίος ωστόσο ανέπτυξε από νωρίς μια αδυναμία για τις παράνομες ουσίες που τον αποξένωσε ακόμα περισσότερο από τον απόμακρο πατέρα του.
Ο μεγιστάνας του πετρελαίου δεν γνώρισε τον εγγονό του, τον Τζον Πολ Γκέτι τον Γ’ (τον μεγαλύτερο γιο που απέκτησε ο Γκέτι Τζούνιορ) παρά μόνο όταν εκείνος είχε κλείσει τα 11. Παραδόξως, ο γκρινιάρης ηλικιωμένος γοητεύτηκε από τον αυθορμητισμό, την εξυπνάδα και την χαρισματική προσωπικότητα του παιδιού.
Ωστόσο, ενώ περνούσαν τα χρόνια ο αρχικός ενθουσιασμός του άρχισε να υποχωρεί, αφού ο νεαρός φαινόταν να βαδίζει στα χνάρια του χίπη πατέρα του, που έκανε παρέα με σταρ του ροκ εν ρολ και κάπνιζε όπιο.
Σε ηλικία 15 ετών ο Πολ είχε ήδη γνωρίσει διάσημες προσωπικότητες όπως ο Άντι Γουόρχολ, ο Τζακ Νίκολσον και ο Μικ Τζάγκερ. Λάτρευε σε βαθμό εμμονής τον πατέρα του και φαινόταν να θαυμάζει ότι εκείνος έκανε. «Τον είχε σαν είδωλο και τον θεωρούσε φοβερό τύπο, παρά το γεγονός ότι ήταν ενα δυσλειτουργικό άτομο με βαθιά συναισθηματικά προβλήματα», εξηγεί ο Πίρσον, επισημαίνοντας ότι ο πατέρας του νέου ήταν εκείνος που τον έφερε για πρώτη φορά σε επαφή με τον λαμπερό αλλά και επικίνδυνο κόσμο των ναρκωτικών.
Ο έφηβος νεαρός παράτησε το σχολείο και μετακόμισε στη Ρώμη, με το όνειρο να κάνει καριέρα ως ζωγράφος. Εκεί για κάποιους μήνες έζησε αρκετά ευτυχισμένα, πότε δουλεύοντας ως μοντέλο και πότε γλεντώντας μαζί με τους φίλους του. Ωστόσο, αυτή η ξέγνοιαστη ζωή έμελλε να τελειώσει απότομα στις 10 Ιουλίου του 1973, όταν ο νεαρός έπεσε θύμα απαγωγής.
Επιστρέφοντας στο σπίτι του μεθυσμένος τα ξημερώματα εκείνης της μέρας, ο 16χρονος βρέθηκε ξαφνικά αντιμέτωπος με τρεις άνδρες που σταμάτησαν μπροστά του με ένα αμάξι, του χίμηξαν κρατώντας όπλα και τον έριξαν αναίσθητο με χλωροφόρμιο.
Οι απαγωγείς του – μέλη μιας ανομοιόμορφης συμμορίας που περιλάμβανε μέλη της μαφίας, έναν ξυλουργό και έναν… νοσοκόμο – μετέφεραν τον Πολ σε μια σπηλιά στη νότια Ιταλία όπου τον έδεσαν σε ένα στύλο. Εκεί ένας από τους απαγωγείς του τον προειδοποίησε λέγοντας: «Μικρέ, πρόκειται να μείνεις πολύ καιρό εδώ, οπότε πρόσεχε μην κάνεις καμιά ανοησία».
Μία ημέρα μετά την απαγωγή, η μητέρα του αγοριού δέχθηκε ένα τηλεφώνημα από τους άνδρες που άρπαξαν τον γιο της και ζητούσαν 17 εκατομμύρια δολάρια ως λύτρα.
O σύζυγός της, με τον οποίο είχαν χωρίσει χρόνια πριν, ήταν χαμένος στον δικό του κόσμο «επιβιώνοντας μόνο με ηρωίνη και μπισκότα σοκολάτας» και επιπλέον αντιμετώπιζε νομικά προβλήματα μετά το θάνατο της ερωμένης του από υπερβολική δόση ναρκωτικών. Ήταν βαθιά εθισμένος στα ναρκωτικά και τελείως ανίκανος να βοηθήσει, με αποτέλεσμα το βάρος της εύρεσης των χρημάτων να πέσει αποκλειστικά στη μητέρα του, εξηγεί ο Πίρσον.
O Τζον Πολ Γκέτι Τζούνιορ
Για εβδομάδες ολόκληρες, η μητέρα του έφηβου έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να βρει τα λεφτα που θα έσωζαν τον γιο της. Στο μεταξύ, ο «Γέρο-Τζον» έκανε την εξής ψυχρή δήλωση στον Τύπο: «Δεν είμαι υπέρ του πληρώνει κανείς απαγωγείς. Έχω 14 άλλα εγγόνια και εάν πληρώσω έστω και μια δεκάρα τώρα, στο μέλλον θα βρεθούν κάποιοι που θα απαγάγουν και τα 14».
Στο μεταξύ οι απαγωγείς κρατούσαν τον 16χρονο συνεχώς μεθυσμένο με φθηνό κονιάκ, ενώ τον μετέφεραν από τη σπηλιά σε ετοιμόρροπες καλύβες και ξανά πίσω, ώστε να μην μένει για πολύ καιρό στο ίδιο μέρος και τον βρει κάποιος τυχαία.
Ο ίδιος κρατούσε λογαριασμό για τις μέρες της αιχμαλωσίας του χαράσσοντας γραμμές σε έναν βράχο. Όταν πέρασαν 50 μέρες χωρίς καμία εξέλιξη, οι απαγωγείς άρχισαν να εκνευρίζονται.
Ένα πρωινό του Οκτώβρη, περίπου τρεις μήνες μετά την έναρξη της περιπέτειάς του, οι άνδρες ξύπνησαν νωρίς τον Πολ και τον κούρεψαν. Τον άφησαν να πλυθεί και στη συνέχεια του έφτιαξαν ένα πλούσιο γεύμα με μπριζόλες, πιέζοντάς τον να φάει όσο πιο πολύ μπορούσε.
Στη συνέχεια του έδεσαν τα μάτια με ένα μαντήλι, του έκλεισαν το στόμα και τον κράτησαν ακινητοποιημένο, ενώ ένας από αυτούς του έκοβε το αφτί με ένα κοφτερό λεπίδι.
Στη συνέχεια, οι απαγωγείς τύλιξαν το αφτί σε μια σακούλα μαζί με τούφες από τα μαλλιά του 16χρονου και ένα σημείωμα που έλεγε ότι εάν τα λύτρα δεν καταβάλλονταν σε 10 μέρες, θα έστελναν ακόμα ένα κομμένο μέλος του σώματος του παιδιού σε πακέτο.
Το δέμα απεστάλη στην εφημερίδα Il Messagero στη Ρώμη, ωστόσο εξαιτίας μιας απεργίας έφτασε στον προορισμό του μετά από 3 εβδομάδες.
Χρειάστηκαν ακόμα δύο ακόμη δέματα των απαγωγέων προς τος δημοσιογράφους που περιείχαν φωτογραφίες του αποστεωμένου νέου, σε εμφανώς άθλια κατάσταση εξαιτίας μιας μόλυνσης που έπαθε έπειτα από τον ακρωτηριασμό του αφτιού του, για να πειστεί ο παππούς του να συνεισφέρει στα λύτρα της οικογένειας.
Μετά από διαπραγματεύσεις με τους απαγωγείς η οικογένεια έριξε το ποσό των λύτρων στα 2,9 εκατομμύρια δολάρια. Ο μεγιστάνας του πετρελαίου κατέβαλε απρόθυμα τα 2,2 εκατομμύρια (το μέγιστο ποσό για το οποίο θα δικαιούταν έκπτωση φόρου) και έπειτα δάνεισε στο γιο του τα υπόλοιπα 700.000 δολάρια, με τον όρο να του τα επιστρέψει σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, με τόκο 4%.
Στις 12 Δεκεμβρίου, πέντε μήνες μετά την αρπαγή του νεαρού, τα λύτρα καταβλήθηκαν και ο 17χρονος πλέον Πολ αφέθηκε ελεύθερος τρεις μέρες αργότερα.
Σύμφωνα με όσο αποκάλυψε ο ίδιος σε συνέντευξή του, η επιστροφή του στο σπίτι ήταν «η απόλυτη τρέλα». Ήταν πλέον διασημότερος και από ροκ σταρ και λάμβανε καθημερινά δεκάδες γράμματα από θαυμάστριες που ήθελαν να τον γνωρίσουν και να τον «βοηθήσουν να συνέλθει».
Όταν ο νεαρός τηλεφώνησε στον παππού του για να τον ευχαριστήσει που έδωσε τα χρήματα στους απαγωγείς, ο «Γέρο Τζον» δεν δέχθηκε καν την κλήση. Μέσω ενός εκπροσώπου του, ευχήθηκε καλή τύχη στον εγγονό του και τον ζήτησε να μην τον ξαναενοχλήσει.
Έναν χρόνο αργότερα, όταν ο νεαρός παντρεύτηκε μια κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερή του γυναίκα, ο παππούς του τον αποκλήρωσε και επίσημα, κόβοντας κάθε επαφή μαζί του.
Δυστυχώς, ο έγγαμος βίος δεν κατάφερε να βοηθήσει τον Τζον Πολ Γκέτι τον Γ’ να ξεπεράσει το τραύμα της απαγωγής του.
Χωρίς χρήματα αλλά και αποξενωμένος από πολλά μέλη της οικογένειάς του κατέφυγε στα ναρκωτικά, όπως ο πατέρας του, αναζητώντας μια διέξοδο. Στα 25 του, μετά από μια ξέφρενη βραδιά κατά την οποία κατανάλωσε μεθαδόνη, βάλιουμ και αλκοόλ, ο Πολ υπέστη εγκεφαλικό που τον άφησε τετραπληγικό.
Μέχρι τον θάνατό του στα 54 χρόνια, ο Τζον Πολ Γκέτι ο Γ’ παρέμεινε καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι, αντιμετωπίζοντας σοβαρά προβλήματα υγείας. Όταν έφυγε από τη ζωή, τα άλλα δύο συνονόματα μέλη της οικογένειάς του που είχαν επηρεάσει τόσο καταστροφικά τη ζωή του ήταν ήδη από καιρό νεκρά.
Παρόλο που το όνομα Γκέτι απαντάται ακόμα σε πινακίδες βενζινάδικων στις Ηνωμένες Πολιτείες — όπως και στο μουσείο J. Paul Getty στο Λος Άντζελες, ένα από τα καλύτερα μουσεία τέχνης στον κόσμο — η οικογενειακή επιχείρηση πωλήθηκε έναντι 10,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην Texaco το 1984. Το 2015, το περιοδικό υπολόγισε την περιουσία των Γκέτι μόλις στα 5,4 δισεκατομμύρια δολάρια, κατατάσσοντάς τους στην 56η θέση της λίστα των πιο πλούσιων οικογενειών των ΗΠΑ.
Πάντως, σύμφωνα με τον Πίρσον, τον συγγραφέα του αποκαλυπτικού βιβλίου για τον μεγιστάνα του πετρελαίο, ο «Γέρο Τζόν» δεν θα εκτιμούσε καθόλου το γεγονός ότι το Χόλιγουντ κερδίζει σήμερα χρήματα με το όνομά του.
«Αν ήταν ζωντανός, θα είχε κινήσει θεούς και δαίμονες ώστε το σενάριο να ξαναγραφτεί όπως το ήθελε εκείνος, απαλλάσσοντάς τον από την ευθύνη. Επίσης, θα είχε προσπαθήσει να κερδίσει πολλά χρήματα από αυτό. Ήταν εξάλλου στη φύση του», αναφέρει ο συγγραφέας.