28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ: Η Ελληνίδα βάρδος, με τη φωνή της αναπτερώνονταν οι Έλληνες, γιατί η καρδιά της ήταν γεμάτη Ελλάδα. Με το ξεκίνημα του 1941 ανεβαίνει στο θέατρο Μοντιάλ η επιθεώρηση Bella Grecia των Χαρίτου – Λαουτάρη – Παπαδόπουλου.
Η Βέμπο τραγουδά δυο νέα πολεμικά τραγούδια: το «Στον πόλεμο βγαίν΄ο Ιταλός» παρωδία του Γ. Θίσβιου πάνω στη μεγάλη επιτυχία της Βέμπο «Στη Λαρσα βγαίν΄ο Αυγερινός» και το «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του»
Τον επόμενο μήνα θα δεχθεί πρόταση από το ραδιοφωνικό σταθμό της Αθήνας να αναλάβει εκπομπή.
Η Βέμπο δέχεται φυσικά αφιλοκερδώς.
Η Βέμπο γνώριζε τον τρόπο να συνεπαίρνει και να μεταφέρει στο ακροατήριό της την ψυχή της. Ενθουσίαζε με τα αμιγώς πατριωτικά τραγούδια αλλά και στα σαρκαστικά έδινε όλο της τον εαυτό, την πίκρα και την οργή και το θυμό που έκρυβε για το άδικο. Κοφτερό μαχαίρι το τραγούδι της και στηλίτευση του εχθρού. Ο Έλληνας γνωρίζει να νικά τον αντίπαλο. Πρώτα- πρώτα τον αποδυναμώνει γελοιοποιώντας τον.
Την απήχηση των τραγουδιών της Βέμπο στο μέτωπο καταμαρτυρούν πολλά περιστατικά. Αναφέρουμε ένα. Ένας λόχος μαχητών βρεγμένος και κουρασμένος, πλησιάζοντας σε ένα χωριό, ζητούσε επίμονα από το λοχαγό του να σταματήσουν για σύντομη ανάπαυση. Ο λοχαγός επέμενε να προχωρήσουν. Από το μεγάφωνο του καφενείου ακούγεται το «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του».
https://www.youtube.com/watch?v=upwIgVjHPIo
Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του
Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του
και τη σκούφια την ψηλή του
μ’ όλα τα φτερά. (2)
Και μια νύχτα με φεγγάρι
την Ελλάδα πάει να πάρει
βρε το φουκαρά. (2)
Ωχ! Τον τσολιά μας το λεβέντη
βρίσκει στα βουνά..
και ταράζουν τον αφέντη
το μακαρονά.
Αχ, Τσιάνο, θα τρελαθώ Τσιάνο,
με τους τσολιάδες ποιος μου είπε να τα βάνω;
Ξεκινάει την άλλη μέρα
μα και πάλι ακούει: “Αέρα!”
από τον τσολιά. (2)
Δρόμο παίρνει και δρομάκι
και πηδάει το ποταμάκι
ξέρει τη δουλειά. (2)
Ωχ! Τρώει τις σφαίρες σαν χαλάζι
από τον τσολιά
κι όλο στρατηγούς αλλάζει
για να βρει δουλειά.
Αχ, Τσιάνο, θα τρελαθώ Τσιάνο
και στείλε γρήγορα τα μαύρα μου να βάνω.
Στέλνει ο νέος Ναπολέων
μεραρχίες πειναλέων
στο βουνό ψηλά, (2)
για να βρουν το διάβολο τους
κι ο στρατός μας αιχμαλώτους
τσούρμο κουβαλά. (2)
Ωχ! Και οι “κένταυροι” οι καημένοι
βρε τι τρομερό,
νηστικοί, ξελιγωμένοι,
πέφτουν στο νερό.
Αχ, Γκράτσι, να μη σε δω Γκράτσι,
γιατί σε κάρβουνα αναμμένα έχω κάτσει.
Τρέχουν σαν τρελοί στους βράχους
κι από μας κι απ’ τους συμμάχους
τρώνε την κλωτσιά. (2)
Και χωρίς πολλές κουβέντες
μπήκαν έλληνες λεβέντες,
μες στην Κορυτσά. (2)
Ωχ! Μέσα στ’ Αργυρόκαστρο
εμπήκε το χακί
και σημαία κυματίζει
τώρα ελληνική.
Αχ, Τσιάνο, θα σκοτωθώ Τσιάνο,
γιατί σε λίγο και τα Τίρανα τα χάνω.
Και πάθαν οι καημένοι μεγάλη συμφορά
κι η Ρώμη περιμένει κι εκείνη τη σειρά.