Αυτό που θυμάμαι χαρακτηριστικά από τον παππού μου είναι το χαμόγελό του. Σαν χτες μου φαίνεται που καθόταν και μας έβλεπε να παίζουμε, καθισμένος στην κόκκινη πολυθρόνα του σαλονιού, και έστριβε χαρούμενος το παχύ λευκό του μουστάκι. Και αν έλεγε ο μπαμπάς κανένα αστείο;
Ο παππούς ξεσπούσε σε ένα πολύ δυνατό γέλιο, ένα γέλιο μικρού παιδιού, ένα γέλιο που το άκουγε όλη η γειτονιά. Κι εμείς χαιρόμασταν πολύ που τον ακούγαμε να γελάει έτσι και ξεχνούσαμε ότι είναι 80 χρονών και κρατάει μπαστούνι και τον προσκαλούσαμε να παίξει μαζί μας.
Κι αυτός πολλές φορές ερχόταν και παίζαμε με τα αυτοκινητάκια μας ή με τα επιτραπέζιά μας. Άλλες φορές που ένιωθε κουρασμένος μας έλεγε: «Θα παίξουμε αργότερα. Έχετε όρεξη να ακούσετε μια όμορφη ιστορία από τη Σμύρνη;» Και εμείς, σαν φρόνιμα εγγόνια που ήμασταν, καθόμασταν ήσυχα – ήσυχα στον καναπέ και τον ακούγαμε με μεγάλη προσοχή να μας αφηγείται με τις ώρες τις ιστορίες από την παιδική του ηλικία.