Ο Άγιος Κυπριανός ήταν πλούσιος, ευγενής, φιλόσοφος από την Καρχηδόνα της Λιβύης. Έζησε στα χρόνια του Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) και εξασκούσε τη μαγική τέχνη στην Αντιόχεια.
Κάποτε ένας ειδωλολάτρης ονόματι Αγλαΐδας ερωτεύτηκε μια Χριστιανή παρθένο που ονομαζόταν Ιούστα. Η κοπέλα δεν ανταποκρινόταν στον έρωτά του κι εκείνος κατέφυγε στο διάσημο μάγο Κυπριανό. Όλα όμως τα μαγικά τεχνάσματα του Κυπριανού αποδείχθηκαν ανώφελα μπροστά στην σταθερή άρνηση της Χριστιανής κόρης. Παραδεχόμενος την χρεωκοπία της τέχνης του, έκαψε τα μαγικά του βιβλία ενώπιον του Επισκόπου Ανθίμου, ζητώντας να βαπτισθεί και να γίνει ιερεύς.
Πράγματι, ανήλθε όλες τις ιερατικές βαθμίδες και τέλος εξελέγη Επίσκοπος Καρχηδόνος. Μαζί του παρέλαβε και την Ιούστα, την οποία χειροτόνησε διακόνισσα μετονομάζοντάς την Ιουστίνα. Έδειξε αποστολικό ζήλο και γι αυτό το διέβαλαν στον Δέκιο. Εξορίσθηκε στην Αντιόχεια, όπου και φυλακίσθηκε και αργότερα στη Νικομηδεία, όπου ο Κλαύδιος τον αποκεφάλισε μαζί με την Ιουστίνα.
Τα λείψανά τους τα παρέλαβαν ευλαβείς Χριστιανοί και τα μετέφεραν στην Ρώμη, όπου και τα έθαψαν στον επισημότερο λόφο της πόλεως.
Απολυτίκιο:
Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τη φωταυγεία, σκότος έλιπες, της ασεβείας, και φωστήρ της αληθείας γεγένησαι ποιμαντικώς γαρ φαιδρύνας τον βίον σου, Κυπριανέ τη αθλήσει δεδόξασαι. Πάτερ Όσιε, τον Κτίστην ημίν ιλέωσαι, ομού συν Ιουστίνη τη Θεόφρονι.