Το Γενέσιο της Υπεραγίας Θεοτόκου είναι η πρώτη Θεομητορική εορτή του εκκλησιαστικού έτους, την οποία ακολουθούν οι υπόλοιπες σε όλο το εκκλησιαστικό έτος.
Η Γέννηση της Θεοτόκου είναι όντως μεγάλο δώρο του Θεού, όχι μόνο στους γονείς της, τον Ιωακείμ και την Άννα, που δεν μπορούσαν, να τεκνοποιήσουν, αλλά είναι πιο μεγάλο δώρο του Θεού, η γέννηση της Υπεραγίας Θεοτόκου, για όλο τον κόσμο, διότι το γεγονός της γεννήσεώς Της είναι το προμήνυμα της σωτηρίας του κόσμου, γι’ αυτό και ο υμνωδός λέγει «Η γέννησίς σου, Θεοτόκε χαράν εμήνυσε πάση τη οικουμένη…».
Η Ορθόδοξη Εκκλησία ανέκαθεν τόνιζε τη σύνδεση της Παναγίας με τον άνθρωπο και χαίρεται γι’ αυτήν και τη θεωρεί ως τον καλύτερο, καθαρότερο και πιο υπέροχο καρπό της ανθρώπινης Ιστορίας και της αναζητήσεως του Θεού από τον άνθρωπο, της αναζητήσεως του έσχατου νοήματος, του έσχατου περιεχομένου της ζωής του άνθρωπου, η εκπλήρωση των επαγγελιών του Θεού και ύστερα από λίγα χρόνια, το νήπιο που γεννήθηκε από τον Ιωακείμ και την Άννα, θα γεννήσει το Σωτήρα Χριστό, θα γεννήσει τον «ήλιο της δικαιοσύνης», που είναι «Χριστός ο Θεός ημών».
Ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας λέγει: «Σήμερα ολόκληρη η κτίση ένιωσε τον εαυτό της καλύτερο και λαμπρότερο, αφού έλαμψε το κοινό στολίδι του σύμπαντος, διότι γεννήθηκε όχι απλώς η Παρθένος, αλλά μάλλον η οικουμένη ολόκληρη».
Ο Άγιος Ρωμανός ο Μελωδός στο κοντάκιο της εορτής αναφέρει, ότι « Ο Αδάμ και η Εύα ελευθερώθηκαν από του θανάτου τη φθορά με τη θεία γέννησή σου, Άχραντε». Και εμείς με τις πρεσβείες Της και τη Χάρη του Θεού, ας αγωνισθούμε, να ελευθερωθούμε από την αμαρτία, που γεννά το θάνατο.
Η Θεοτόκος είναι το μεταίχμιο μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης.
Για την Παλαιά αποτελούσε το κήρυγμα των προφητών, την προσδοκία των δικαίων, ενώ για την Καινή Διαθήκη, γίνεται ο γλυκασμός των αγγέλων, η δόξα των αποστόλων, το θάρρος των μαρτύρων, το εντρύφημα των οσίων, το καύχημα του ανθρωπίνου γένους, γι’ αυτό και μακαρίζεται από «πάσα γενεά».
Κατά τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, η Θεοτόκος είναι το σημείο εκείνο στο οποίο κατατείνει ολόκληρη η κτίση, είναι «ο καρπός των κτισμάτων». «Το καινότατον αυτό δημιούργημα» δεν ήταν η καλύτερη γυναίκα στην γη, ούτε απλά η καλύτερη γυναίκα όλων των εποχών, αλλά ήταν Αυτή η μοναδική γυναίκα και άνθρωπος, που μπόρεσε να κατεβάσει τον ουρανό στη γη, να κάνει το Θεό, άνθρωπο.
Ο δημιουργός, Θεός Λόγος, έπλασε την ανθρώπινη φύση, έτσι ώστε, όταν θα χρειαζόταν να γεννηθεί, να λάβει από αυτήν, από την Μητέρα Του. Ο αόρατος και αθέατος Θεός, προ Αυτής και τώρα, δι’ Αυτής, έρχεται επί γης και γίνεται ορατός. Ενώνεται και κοινωνεί με την κτίση, με έναν ουσιαστικότερο και πιο ενοειδή τρόπο.
Ενώνει διά της ανθρωπίνης φύσεώς Του, όλη την κτίση στην υπόστασή Του και τη θεώνει. Ο απερίγραπτος και ακατάληπτος Θεός λαμβάνει «δούλου μορφήν» (Φιλιπ. 2,7), ανθρώπινη σάρκα και λογική ψυχή, συναναστρέφεται με τους ανθρώπους και περπατά πάνω στη γη. Ο «αχώρητος παντί» θα χωρέσει στην παρθενική μήτρα της Θεοτόκου, ώστε η Παναγία Μητέρα Του να καταστεί η «χώρα του Αχωρήτου».
Στη Δυτική Χριστιανοσύνη ή ευλάβεια προς την Παναγία περιστράφηκε γύρω από την αειπαρθενία της, ενώ η ευλάβεια και η σκέψη της ορθοδοξίας επικεντρώθηκε στη Μητρότητά Της, στη σχέση σαρκός και αίματος, που είχε με τον Ιησού Χριστό.
Η Ορθοδοξία χαίρεται, για το γεγονός ότι ο ρόλος του ανθρώπου είναι σημαντικός στο Θείο σχέδιο της σωτηρίας. Ο Υιός του Θεού έρχεται στη γη, ο Θεός εμφανίζεται, για να λυτρώσει τον κόσμο, γίνεται άνθρωπος, για να ενσωματώσει τον άνθρωπο στη θεϊκή του κλήση και σ’ αυτό συμμετέχει ολόκληρη η ανθρωπότητα.
Αν αντιληφθούμε, ότι η κοινή φύση του Χριστού με τη δική μας, είναι η μεγαλύτερη χαρά και το μεγαλύτερο βάθος του Χριστιανισμού, ότι ο Χριστός είναι γνήσιος άνθρωπος κι όχι κάποιο φάντασμα ή κάποιο ασώματο φαινόμενο, ότι είναι κάποιος από μας και παραμένει αιωνίως ενωμένος μαζί μας, μέσω της ανθρώπινης φύσεώς Του, τότε η ευλάβεια προς την Παναγία, γίνεται κατανοητή, επειδή Αυτή του προσέφερε την ανθρώπινη φύση, τη σάρκα και το αίμα Του.
Αυτή δίνει τη δυνατότητα στο Χριστό να ονομάζεται πάντοτε «Υιός του Ανθρώπου».
Η γέννηση της Θεοτόκου δεν προήλθε, από άσπιλη σύλληψη, όπως πιστεύουν οι Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, αλλά μετά από τη φυσική συνάφεια του Ιωακείμ και της Άννας, όπου λύθηκε η φυσική στειρότητα της Άννας, χάρις στην παρέμβαση του Θεού, ως απάντηση, στις προσευχές των δικαίων Θεοπατόρων. Συνεπώς, η Παρθένος συνελήφθη «σωφρόνως εν τη νηδύϊ της Άννας εξ Ιωακείμ».
Είναι καινοφανής η διατύπωση των δογμάτων του Ρωμαιοκαθολικισμού, περί της «ασπίλου συλλήψεως» της Θεοτόκου.
Σύμφωνα με αυτή τη διδασκαλία, η Θεοτόκος ήταν απαλλαγμένη, όχι μόνον των προσωπικών αμαρτιών, αλλά και αυτού του προπατορικού αμαρτήματος, του μεταδιδομένου, δια της φυσικής γεννήσεως, εις πάντας τους ανθρώπους.
Η διδασκαλία αυτή, επί αιώνες απερρίπτετο και από μεγάλους θεολόγους της ίδιας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, όπως, ο Θωμάς ο Ακινάτης. Διότι εκτός του ότι δεν στοιχειοθετείται, ούτε στην Αγία Γραφή, ούτε στην Πατερική Παράδοση, μειώνει και προσβάλλει τη μοναδικότητα της υπερφυούς Γεννήσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Μόνον ο Χριστός γεννήθηκε ασπίλως, διακόπτοντας την δια της φυσικής γεννήσεως διαδοχική μετάδοση του προπατορικού αμαρτήματος, διότι η δική Του σύλληψη δεν ήταν φυσική, αλλά υπερφυσική, δεν συνελήφθη εκ θελήματος και εκ της συνάφειας ανδρός και γυναικός, αλλά ασπόρως «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου».
Η Υπεραγία Θεοτόκος ήταν «απείρανδρος» και «απειρόγαμος», δεν είχε δηλαδή πείρα ανδρός και γάμου, και ήταν ακόμη «άνανδρος», αφού ουδέποτε είχε σύζυγο ή άνδρα.
Ο Ιωσήφ, ο Μνήστωρ, ήταν απλώς προστάτης και κηδεμών, γι αυτό και όταν διαπίστωσε, ότι ήταν έγκυος, μη γνωρίζων ακόμη τη θαυμαστή, εκ Πνεύματος Αγίου σύλληψη, «εβουλήθη λάθρα απολύσαι αυτήν» (Ματθ. 1, 18- 19).
Όμως, δεν συνέβη το ίδιο και με τη σύλληψη και τη γέννηση της Υπεραγίας Θεοτόκου. Εγεννήθη βέβαια με θαύμα από στείρους και ηλικιωμένους γονείς, τον Ιωακείμ και την Άννα, όμως, κατά τα άλλα, έγιναν όλα με τη φυσική τάξη.
Υπήρξε, δηλαδή, συνάφεια ανδρός και γυναικός, συζυγία και σπορά. Η Άννα, η μητέρα της Θεοτόκου, δεν ήταν απείρανδρος και απειρόγαμος και άνανδρος, ούτε παρθένος. Είχε σύζυγο, τον Ιωακείμ.
Η σύλληψη της Υπεραγίας Θεοτόκου δεν ήταν άσπορος, αλλά εκ σπέρματος του πατρός της Ιωακείμ, όπως όλων των ανθρώπων. Γι αυτό και μεταδόθηκε και εις Αυτήν το προπατορικό αμάρτημα.
Η μόνη άσπιλος και υπερφυής σύλληψη είναι η εκ Πνεύματος Αγίου και άνευ σποράς σύλληψη και γέννηση του Θεανθρώπου Χριστού, εκ της Παρθένου Μαρίας.
Είναι ο μόνος αναμάρτητος, καθ όλα, ο τελείως και απολύτως αναμάρτητος. Η Υπεραγία Θεοτόκος είναι σχετικώς αναμάρτητη, ως μετέχουσα του προπατορικού αμαρτήματος.
Ο ύμνος του όρθρου της εορτής «Εν τη Γεννήσει σου σύλληψις άσπορος· εν τη Κοιμήσει σου νέκρωσις άφθορος· θαύμα εν θαύματι διπλούν συνέδραμε Θεοτόκε.
Πως γαρ η απείρανδρος βρεφοτρόφος αγνεύουσα; Πως δε η μητρόθεος νεκροφόρος μυρίζουσα; Διο συν τω Αγγέλω βοώμεν σοι· Χαίρε η Κεχαριτωμένη», δεν εννοεί σε καμία περίπτωση «άσπορη σύλληψη» της γεννήσεώς Της. Η αρχική φράση «Εν τη Γεννήσει σου» και ιδιαίτερα η γενική «σου», δεν είναι γενική υποκειμενική, αλλά αντικειμενική.
Συνεπώς, δεν πρέπει να ερμηνεύεται «όταν γεννήθηκες», αλλά «όταν γέννησες». Δηλαδή, ο υμνωδός, θα έπρεπε, αν ακολουθούσε συντακτικά και όχι ποιητικά το κείμενο, να διατύπωνε τον ύμνο ως εξής: «Εν τη Γεννήσει του Υιού σου…». Δηλαδή, όταν γέννησες τον Υιόν σου, τον Χριστό, και όχι «όταν γεννήθηκες εσύ», από τον Ιωακείμ και την Άννα.
Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από την επόμενη φράση, που είναι «σύλληψις άσπορος», η οποία παραπέμπει σαφώς στην γέννηση, όχι της Θεοτόκου, από τους Ιωακείμ και Άννα, όπου υπήρχε σπορά, αλλά στη Γέννηση του Χριστού, από τη Θεοτόκο, η οποία Γέννησή Του, ήταν άνευ σποράς, «άσπορος», εκ Πνεύματος Αγίου. Συνεπώς το «Εν τη Γεννήσει σου σύλληψις άσπορος» ερμηνεύεται, ως εξής: «Κατά τη Γέννηση του Υιού σου, η σύλληψη ήταν άσπορος» και όχι «Κατά τη δική σου γέννηση, η σύλληψη ήταν άσπορος».
Άλλωστε, το απολυτίκιο της εορτής των αγίων Προπατόρων, κατά την δεύτερη προ των Χριστουγέννων Κυριακή, λέγει ρητά, ότι η Παναγία γεννήθηκε «εκ σπέρματος» των γονέων της, ενώ η ίδια γέννησε τον Χριστόν ασπόρως. «Καυχώνται εν δόξη οι Άγιοι, ότι εκ σπέρματος αυτών υπάρχει καρπός ευκλεής η ασπόρως τεκούσα σε».
Αλλά και το δοξαστικό Θεοτοκίο του εσπερινού του α΄ ήχου λέγει, ότι τη Θεοτόκο την έσπειραν άνθρωποι: «Την παγκόσμιον δόξαν την εξ ανθρώπων σπαρείσαν και τον Δεσπότην τεκούσαν».
Και η συνέχεια του καθίσματος της Κοιμήσεως, αναφέρεται στη Γέννηση του Χριστού και όχι της Θεοτόκου. Αφού κάνει λόγο για το διπλό θαύμα της ασπόρου συλλήψεως και της αφθάρτου νεκρώσεως επεξηγεί με το «γαρ»: «Πως γαρ η απείρανδρος βρεφοτρόφος αγνεύουσα;».
Δηλαδή: «Πως είναι δυνατόν, εσύ που δεν γνώρισες άνδρα (απείρανδρος) και είσαι αγνή, να τρέφεις με το γάλα σου ένα βρέφος;».
Επομένως, ο αναφερόμενος ύμνος «Εν τη Γεννήσει σου σύλληψις άσπορος…», δεν έχει καμία σχέση με το δόγμα της «ασπίλου συλλήψεως» των Ρωμαιοκαθολικών. Αναφέρεται στη μόνη άσπιλη και άσπορη σύλληψη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τον οποίο γέννησε η Θεοτόκος υπερφυώς, εκ Πνεύματος Αγίου, εγκαινιάζοντας έτσι και την πνευματική γέννηση όλων των πιστών.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, υμνούν με εγκωμιαστικούς λόγους και ύμνους την Υπεραγία Θεοτόκο, στους οποίους την ονομάζουν «κοινόν των γυναικών καύχημα» και «δόξαν του θήλεος», «σεμνόν κειμήλιον απάσης της οικουμένης» και «σκήπτρον της ορθοδοξίας».
Αλλά και η ευσέβεια των πιστών σύνθεσε κι αφιέρωσε στη μητέρα του Θεού ποιητικούς ύμνους, που βρίσκονται θησαυρισμένοι στην εκκλησιαστική υμνολογία.
Όχι μόνο στις Θεομητορικές εορτές αντηχούν στους ορθόδοξους ναούς οι ύμνοι της Παναγίας, αλλά και κάθε Κυριακή και κάθε γιορτή ακούγονται τα «Θεοτοκία», οι ύμνοι δηλαδή προς τη Θεοτόκο, με τους οποίους κλείνει κάθε σειρά και ομάδα τροπαρίων.
Κάθε τροπάριο, του οποίου προηγείται το, «Και νυν και αεί…» είναι «Θεοτοκίο». Αλλά η Εκκλησία, σ’ έναν μονολεκτικό τίτλο, ερμήνευσε όλο το μυστήριο του προσώπου και του έργου της Παρθένου Μαρίας.
Η τρίτη οικουμενική Σύνοδος, σύμφωνα με το χαιρετισμό της Ελισάβετ και τη διδασκαλία των μεγάλων Πατέρων, ονόμασε την αγία Παρθένο «Θεοτόκο» «ομολογούμε πως η αγία Παρθένος είναι Θεοτόκος, επειδή πραγματικά ο Λόγος του Θεού και Θεός, έλαβε σάρκα κι έγινε άνθρωπος». Το «Θεοτόκος», είναι ο ιερός τίτλος της αγίας Παρθένου Μαρίας, που εκφράζει και εξηγεί το μυστήριο της πίστεως.
Το «Θεοτόκος» είναι το κλειδί της Ορθοδοξίας. Σε κάθε ιερή Ακολουθία, όταν ακούμε το όνομα της Θεοτόκου, κάνουμε το σημείο του σταυρού. Αυτό είναι παράκληση μαζί και ομολογία.
Παρακαλούμε και ικετεύουμε την Υπεραγία Θεοτόκο, να πρεσβεύει, για μας στον Υιό της και Σωτήρα του κόσμου.
Ενώ συγχρόνως ομολογούμε ότι εκείνη, που της ζητούμε τις πρεσβείες Της, είναι η μητέρα του Θεού, γιατί ο Ιησούς Χριστός, ο υιός Της, είναι ο Θεός, που έλαβε σάρκα κι έγινε άνθρωπος, για μας.
Ο άγιος Κύριλλος ο αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας λέγει, ότι η Θεοτόκος είναι η Εκκλησία, η δε Εκκλησία είναι ο ουρανός και η γη, όλος δηλαδή ο κόσμος.
Κάθε φορά λοιπόν που ακούμε το όνομα Θεοτόκος και κάνομε το σταυρό μας, εκφράζουμε την ορθόδοξη πίστη μας, «ομολογούμεν την αγίαν Παρθένον Θεοτόκον», της οποίας το «Γενέσιον εορτάζομεν».