96 χρόνια συμπληρώθηκαν από την καταστροφή της Σμύρνης, ένα γεγονός που σημάδεψε την σύγχρονη ιστορία της χώρας και προκάλεσε τη μεγαλύτερη προσφυγική κρίση για τον ελληνικό πληθυσμό.
Mε τον όρο καταστροφή της Σμύρνης ή αλλιώς Μεγάλη Πυρκαγιά της Σμύρνης αναφέρονται τα γεγονότα της σφαγής του ελληνικού και αρμενικού πληθυσμού της Σμύρνης από τον κεμαλικό στρατό, καθώς και η πυρπόληση της πόλης, που συνέβησαν τον Σεπτέμβριο του 1922.
Όπως γράφει το Wikipedia.org, η καταστροφή αυτή άρχισε 7 ημέρες μετά την αποχώρηση και του τελευταίου ελληνικού στρατιωτικού τμήματος από τη Μικρά Ασία και μετά την είσοδο του τουρκικού στρατού, του ιδίου του Μουσταφά Κεμάλ και των ατάκτων του στην πόλη.
Η φωτιά εκδηλώθηκε αρχικά στην αρμενική συνοικία και συγκεκριμένα από την ανατίναξη της Αρμενικής Εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, όπου είχαν καταφύγει τα γυναικόπαιδα και πολιορκούντο από τους Τούρκους.
Την πολιορκία την έσπασε με το ασκέρι του ο Έλληνας καπετάνιος Σιδερής (Ισίδωρος) Πανταζόπουλος, που επί πολλά έτη πολεμούσε τους άτακτους Τσέτες ληστές στα γύρω βουνά. Οι Έλληνες μπήκαν μέσα στην εκκλησία και έδωσαν νερό και τρόφιμα στους πολιορκημένους, όμως, οι πολυπληθέστεροι Τούρκοι γρήγορα ανασυντάχθηκαν και παίρνοντας πυρίτιδα από γειτονική πυριταδαποθήκη, περικύκλωσαν και πάλι την εκκλησία και την ανατίναξαν.
Με τη βοήθεια του ευνοϊκού για τους Τούρκους ανέμου (που έπνεε αντίθετα από την τουρκική συνοικία) και της βενζίνης με την οποία οι Τούρκοι ράντιζαν τα σπίτια, η φωτιά κατέκαψε όλη την πόλη, εκτός από τη μουσουλμανική και την εβραϊκή συνοικία, και διήρκεσε από τις 13 έως τις 17 Σεπτεμβρίου του 1922 (31 Αυγούστου έως 4 Σεπτεμβρίου με το παλαιό ημερολόγιο).
Προηγηθέντα της πυρπόλησης
Μετά την κατάρρευση του μετώπου, την ευθύνη του οποίου έφερε ο τότε Διοικητής του Α΄ Σώματος Στρατού, υποστράτηγος Νικόλαος Τρικούπης, και την άτακτη υποχώρηση και αναδίπλωση του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος από το Αφιόν Καραχισάρ, (στα μέσα Αυγούστου του 1922), άρχισε και ο ξεριζωμός ενός μεγάλου μέρους του χριστιανικού πληθυσμού (Ελλήνων και Αρμενίων) προς τη μικρασιατική ακτή, που, κατά τους υπολογισμούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου, έφτανε τις 250.000. Επίσης, στη Σμύρνη είχαν βρει καταφύγιο και 15.000 Αρμένιοι που συνωστίζονταν στα διάφορα ιδρύματα και σπίτια της Αρμενικής Κοινότητας.
Η αδιάκοπη όμως άφιξη των τρένων που μετέφεραν στρατιωτικά υπολείμματα και πρόσφυγες (υπολογίστηκε ότι έφταναν με ρυθμό 30.000 ατόμων την ημέρα) στη Σμύρνη, καθώς και οι έντονες φήμες της γενικής κατάρρευσης του μετώπου μεγάλωναν την ένταση και την ανησυχία του πληθυσμού, ενώ η προετοιμασία της ελληνικής διοίκησης για αναχώρηση δεν άφηναν πλέον τις παραμικρές αμφιβολίες για τη μετέπειτα εξέλιξη.
Έναντι της έντρομης εκείνης κατάστασης που εξελισσόταν, χαρακτηριστική υπήρξε η απάντηση του Έλληνα Υπάτου Αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδη στον πρώην Νομάρχη Λέσβου και Διοικητή Χίου Γεώργιο Παπανδρέου, όταν ο δεύτερος του συνέστησε να ενημερώσει άμεσα τον ελληνογενή πληθυσμό για να φύγει. Ο Στεργιάδης φέρεται να δήλωσε στον Παπανδρέου: “Καλύτερα να μείνουν εδώ, να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θ’ ανατρέψουν τα πάντα.”
Στις 24 Αυγούστου/6 Σεπτεμβρίου αναχωρεί και το τελευταίο ελληνικό στρατιωτικό τμήμα. Την επομένη οι χιλιάδες των προσφύγων Έλληνες και Αρμένιοι που κατέκλυζαν όλο το μήκος της περίφημης προκυμαίας “Κε” της Σμύρνης μάταια περίμεναν πλέον τα επιταγμένα ελληνικά πλοία για τη μεταφορά τους στα γειτονικά ελληνικά νησιά. (Δείτε παρακάτω ενότητα “Ο ελληνικός στόλος”).
Μετά όμως από έντονη παρέμβαση του Αμερικανού Προξένου Γ. Χόρτον, (G. Horton), στάλθηκαν δύο αμερικανικά αντιτορπιλικά για την εξυπηρέτηση των προσφύγων. Την επομένη, 26 Αυγούστου/8 Σεπτεμβρίου (1922), αναχωρούν οι ελληνικές Αρχές Σμύρνης. O μέχρι τότε Έλληνας Ύπατος Αρμοστής της Σμύρνης, Αρ. Στεργιάδης, επιβιβάστηκε σε αγγλικό πολεμικό πλοίο που του διατέθηκε με προορισμό την Κωνσταντινούπολη.
Η αντίστροφη μέτρηση για την πόλη της Σμύρνης είχε πλέον φθάσει.
Ο ελληνικός στόλος
Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1922, δηλαδή δύο ημέρες πριν από την έναρξη της καταστροφής της πόλης, είχε εκδηλωθεί στρατιωτικό κίνημα στη Χίο και τη Μυτιλήνη.
Τούτο είχε ως συνέπεια όλος σχεδόν ο ελληνικός στόλος με το σύνολο των επίτακτων πλοίων να τεθεί υπό τους κινηματίες για τη μεταγωγή του ελληνικού στρατού προς το Λαύριο, προκειμένου να επικρατήσει η επανάσταση στην Αθήνα. Μάλιστα δε, το ελληνικό θωρηκτό Κιλκίς που ναυλοχούσε και είχε ως βάση τη Σμύρνη, με την έκρηξη του κινήματος και υπό τον κυβερνήτη πλοίαρχο Δεμέστιχα μετέβη στη Σάμο όπου και παρέμεινε προκειμένου να επιβάλει την επανάσταση παρότι οι καπνοί της καταστροφής, (κατά την ημέρα), και το φέγγος της πυρκαγιάς, (κατά τη νύχτα), ήταν ορατά τόσο από τη Χίο όσο και από τη Σάμο.
Στις 15 Σεπτεμβρίου 1922 κατά την τρίτη ημέρα της καταστροφής της Σμύρνης το θωρηκτό Κιλκίς απέπλευσε και ενώθηκε με το θωρηκτό Αβέρωφ, μεταξύ Χίου και Σάμου, που κατερχόταν ολοταχώς το Αιγαίο προς Πειραιά, προερχόμενο από την Κωνσταντινούπολη, αφού προηγουμένως είχε σημειωθεί ανταρσία και είχε αποχωρήσει από τη Διασυμμαχική Ανταντική Ναυτική Δύναμη, που ναυλοχούσε στο Βόσπορο, (στην οποία είχε ενταχθεί μετά την υπογραφή της ανακωχής του Μούδρου), υπό τον κινηματία κυβερνήτη Αντιπλοίαρχο Γ. Χατζηκυριάκο.