Yπήρξε άνθρωπος με χιούμορ, ιδιαίτερα δραστήρια και πολυπράγμων. Η Ρίκα Βαγιάνη είναι από τους ανθρώπους που δεν την χαρακτηρίζει ένα επάγγελμα. Ήταν στη συνείδηση του κόσμου απλά και μόνο η Ρίκα Βαγιάνη. Μια γυναίκα που σαγηνεύτηκε από τον κόσμο της υποκριτικής, όσο κι αν αργότερα θεώρησε τον εαυτό της φριχτή ηθοποιό, παιδεύτηκε με την τηλεόραση και ερωτεύτηκε το κείμενο, τον Τύπο και τις ηλεκτρονικές του «μετεξελίξεις».
Πολύ εύκολα θα μπορούσε να περάσει από την ψυχαγωγία στην ενημέρωση, από το ανάλαφρο και το διασκεδαστικό, στο σοβαρό, το καυστικό. Κι αυτό γιατί όπως λέει χωρίς περιστροφές ανήκει σε μια γενιά που ένιωσε τη φτώχεια, ξέρει τι σημαίνει στέρηση και δεν μπορεί να συγχωρέσει την ανέχεια, ούτε να την δει με χιούμορ
Η οικονομική κρίση και τα αποτελέσματά της στην Ελλάδα την συγκλόνισαν, την εξόργισαν, την έκαναν να μιλήσει ανοιχτά για όσα την πληγώνουν. Στους συμπολίτες της, στους κυβερνώντες, στους ξένους που αντιμετώπισαν την χώρα μας όπως την αντιμετώπισαν όλα αυτά τα χρόνια. Άλλωστε, επιχείρησε να εγκαταλείψει την Ελλάδα που ξέρει πάντα να μας πληγώνει, όμως γρήγορα συνειδητοποίησε πως είναι φτιαγμένη να ζει στη χώρα που τη γέννησε.
Λάτρευε τη δουλειά, δινόταν σε αυτή με όλο της το είναι, όμως στο τέλος, συνειδητοποίησε πως ο λόγος που ήρθε στην ζωή ήταν ο Οδυσσέας της, ο μονάκριβος γιος της. Ακόμη και για το ρόλο της μητέρας, η Ρίκα Βαγιάνη θέλησε να μιλήσει, να παρακινήσει της γυναίκες εκεί έξω για τη σημασία του σεβασμού στη φύση, της ιεράρχησης των προτεραιοτήτων στη ζωή και την εξωσωματική γονιμοποίηση. Πολλά μπορεί κανείς να πει για εκείνη, όμως τα έλεγε καλύτερα η ίδια, όσο ζούσε.
Για τη ζωή της
«Πρέπει να ήμουν τρομακτικό σαχλοκούδουνο για να είμαι μονίμως αισιόδοξη. Είμαι μονίμως απαισιόδοξη, γκρινιάρα, σκυθρωπή, μουρμουράω. Δεν είμαι τόσο καλόγνωμος και γλυκός και ευγενής άνθρωπος, είμαι λίγο νταλικέρης».
Στην Αυστραλία έχουν μια καταπληκτική ζωή. Μία. Εμείς έχουμε και μια δεύτερη. Θα κοιμίσουμε τα παιδιά, θα σε πάρω τηλέφωνο, θα έρθω σπίτι σου θα βάλουμε κανά παϊδάκι, θα πάμε κανά σινεμά, σε καμιά ταβέρνα. Αυτό λοιπόν εκεί δεν υπάρχει.
«Μου έχει τύχει μια φορά που πραγματικά, όχι δουλειά δεν είχα δραχμή, ούτε για το ρεύμα και μου ζήτησαν να κάνω δημόσιες σχέσεις και PR σε μια λαϊκή τραγουδίστρια που ήταν ένα σκαλί πριν την consommation. Και μου έδωσαν θυμάμαι τότε 400.000 δραχμές».
Για τον γιο και την οικογένειά της
«Αν ενδιαφέρεται κάποια κοπέλα να κάνει παιδιά, μην το αφήσει μέχρι τα 80 όπως έκανα εγώ, γιατί η φύση δεν έχει μελετήσει ότι εμείς θέλουμε να κάνουμε και καριέρα και να διασκεδάσουμε και να βγάλουμε λεφτά. Η φύση τα τελευταία 5.000 χρόνια ένα κουμάντο έχει».
«Είμαι πάρα πολύ καριερίστα και πολύ φιλόδοξη, απλώς είμαι πεπεισμένη ότι αυτές οι δύο ιδιότητες (της καριέρας και της μητρότητας) μπορούν στον 21ο αιώνα να συγκεραστούν. Η Μαρί Κιουρί είχε δύο νόμπελ, δύο κόρες, έναν άνδρα και ήταν τον 19ο αιώνα».
Το περίμενα τόσο πολύ και τόσα χρόνια που ήταν σαν να ζούσα όλη τη ζωή μου περιμένοντας να κάνω ένα παιδάκι και μια οικογένεια σωστή.
«Μας έτυχε, δεν το διαλέξαμε, η επιλογή της υποβοηθούμενης εγκυμοσύνης. Αυτή η ιστορία συντρίβει τα ζευγάρια, είναι σαν να περνούν μέσα από δηλητηριώδη ομίχλη, αν δεν κρατιούνται από το χέρι πολύ σφιχτά θα χαθούνε».
«Στην αρχή είχα τις αμφιβολίες μου, έλεγα “πως θα τον πάω στο νηπιαγωγείο πενηντάρα γυναίκα, θα νομίζουν ότι είμαι γιαγιά του”; Βλακείες, δηλαδή. Η φύση φαίνεται ότι έχει τα δικά της κόλπα και σας διαβεβαιώ, ότι σήμερα (σε λίγο τελειώνει ο γιος και το Δημοτικό) δεν νομίζω να φαίνομαι “γιαγιά” του παιδιού μου. Μια δυνατή, δυναμική μαμά δείχνω και είμαι».
Για την κρίση
«Ανήκω σε μια γενιά που είχε την τύχη και την ατυχία να μεγαλώσει με λίγα. Δεν ξέραμε αφθονίες και τέτοια. Έχω μάθει να ζούμε με τίποτα και με κομμένο ρεύμα. Ποτέ δεν το θεώρησα ντροπή να μην έχει κανείς λεφτά. Με σόκαρε κάποια στιγμή που ήταν κακό να μην έχεις λεφτά. Ντροπή είναι να είσαι κακός, έτσι έμαθα εγώ».
Αυτός που έχει πολύ λίγα και αυτός που έχει πάρα πολλά, δεν έχουν μεγάλη διαφορά. Αυτός που έχει πολύ λίγα και αυτός που δεν έχει τίποτα, έχουν τεράστια διαφορά.
«Θεωρώ σιχαμένο ότι αφήσαν μια χώρα να κρυώσει ή να διαβάζει τα παιδιά της με κεριά. Αυτό σημαίνει υποτέλεια, χρωστάς φόρους. Αυτό σημαίνει υποτελής».
«Ευτυχώς μας έχει μείνει λίγο χιούμορ και ευτυχώς βλέπουμε και τα παιδιά μας, την καινούρια τη γενιά και θεωρούμε ότι δεν μπορούμε να πηδήξουμε από τα μπαλκόνια».
«Η ανέχεια το αδιέξοδο, οι οικονομικές πιέσεις που δεχόμαστε και σαν άνθρωποι και σαν οικογένειες έβγαλε σε ένα σημείο τον χειρότερο εαυτό μας. Μου δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι βγάλαμε δόντια και νύχια να φάμε ο ένας τον άλλο».
Για την υποκριτική
«Με χαρακτήριζε φρικτή έλλειψη ταλέντου. Δες με να παίζω. Μου το έλεγαν οι δικοί μου άνθρωποι κατάμουτρα».
Για την τηλεόραση
«Έχω πει και για τον Μάρκο Σεφερλή και για τον Γιώργο Λιάγκα, όχι σαν ανθρώπους, προς Θεού, αν ήθελες να με βάλεις τιμωρία θα με έβαζες να δω έναν από τους δύο ασταμάτητα μπροστά σε μια τηλεόραση. Όχι μόνο δεν είναι αυτό που με ευχαριστεί, είναι αυτό που με δυσαρεστεί».
Ευτυχώς το πρωινό το έκανα στη Δημόσια Τηλεόραση και έτσι γλιτώσαμε τα ζώδια, που θέλω να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα, γιατί τα θεωρώ απάτη.
«Θα μου άρεσε πάρα πολύ να κάνω μια ντοκιμαντερίστικη δουλειά. Μου λείπει, πολύ να έπαιρνα μια κάμερα, ένα καλό συνεργείο με συναδέλφους και αν γυρίσω την Ελλάδα για κομμάτια αληθινής ζωής».