Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή, το 1992, η αξέχαστη σταρ του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου Τζένη Καρέζη.
Ευγενία Καρπούζη, ήταν το αληθινό της όνομα. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 12 Ιανουαρίου, το 1932. Ήταν μοναχοπαίδι.
Ο πατέρας της, Κώστας Καρπούζης, ήταν ένας αυστηρός γυμνασιάρχης και η μητέρα της, Θεανώ, δασκάλα. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια στη Θεσσαλονίκη, επειδή εκεί είχε πάρει μετάθεση ο πατέρας της. Ο πατέρας μετατέθηκε δυσμενώς στη Σύρο και έπειτα στη Θεσσαλονίκη. Εκεί, στην συμπρωτεύουσα, φρόντισε να γράψει την μοναχοκόρη του, σε καθολικό σχολείο, στην Ελληνογαλλική Σχολή. Σε ένα μάθημα, μία καλόγρια φώναξε την Ευγενία με το όνομα Τζένη. Ο βαθιά συντηρητικός πατέρας της ήταν εντελώς αντίθετος με το νέο όνομα της κόρης του.
«Ήμουν μικρούλα τότε για να της πω: «Μάνα, μη με φορτώνεις έτσι. Δεν το θέλω αυτό το φορτίο. Φύγε. Έχεις τη δουλειά σου, έχεις τα νιάτα σου, έχεις την ομορφιά σου. Φύγε. Σταμάτα να ζεις αυτή την απαίσια ζωή. Φύγε. Μη με αφήνεις να τα βλέπω όλα αυτά (…). Ο,τι κι αν συμβεί θα “ναι καλύτερο. Φύγε, μάνα. Μάνα μου». Δεν έφυγε. Έμεινε. Έμεινα κι εγώ», είχε γράψει η ίδια στο βιβλίο της με τίτλο, «Τετράδια ζωής».
Η οριστική ρήξη με τον πατέρα της συνέβη όταν του ανακοίνωσε την απόφασή της να γίνει ηθοποιός. Για να καταφέρει να δώσει εξετάσεις στο Εθνικό θέατρο, έφτασε να κάνει απεργία πείνας. Πέρασε στη σχολή του Εθνικού κρυφά και όταν το ανακάλυψε ο πατέρας της την χαστούκισε. Αυτό στάθηκε αφορμή να φύγει από το σπίτι της. Από τότε τον ξανάδε λίγες φορές. Ο πατέρας της σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Η Τζένη Καρέζη ήταν συντετριμμένη.
Το 1955 έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», για να ακολουθήσουν περισσότερες από τριάντα ταινίες. Ανάμεσα τους, «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος» (1960), «Η νύφη το ’σκασε» (1962),, «Δεσποινίς διευθυντής (1964), «Μια τρελή τρελή οικογένεια» (1965), «Τζένη – Τζένη» (1966), «Ένας ιππότης για τη Βασούλα» (1968) και «Μια γυναίκα στην αντίσταση» (1970).
Το 1963, πρωταγωνιστεί στα «Κόκκινα Φανάρια», μία ταινία σταθμό στην καριέρα της, που την οδήγησε το καλοκαίρι του ’64, στο κόκκινο χαλί των Κανών. Ο ξένος Τύπος μαγεύτηκε από την ομορφιά της Ελληνίδας ηθοποιού, που τη χαρακτήρισε «βεντέτα χωρίς βεντετισμούς». Μετά την προβολή της ταινίας ακολούθησε ένα ελληνικό γλέντι, με τον Γιώργο Ζαμπέτα και την ορχήστρα του. Η ταινία «Κόκκινα Φανάρια» του Βασίλη Γεωργιάδη, ήταν υποψήφια για το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Το 1951, έγινε δεκτή στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, όπου μαθήτευσε δίπλα στον Δημήτρη Pοντήρη, τον Άγγελο Tερζάκη – ο οποίος τη βάφτισε Καρέζη- την Kατερίνα και τον Γιώργο Παππά. Μετά την αποφοίτησή της, έπαιξε σπουδαίους ρόλους στο Εθνικό, ανάμεσα τους την Οφηλία (Άμλετ), Κορντέλια (Βασιλιάς Ληρ), Μυρίννη (Λυσιστράτη).
Από το 1968 μέχρι το θάνατό της, έκανε μία μεγάλη θεατρική στροφή. Μαζί με τον Κώστα Καζάκο, πρωταγωνίστησε σε έργα των Καμπανέλλη, Άλμπι, Ίψεν, Τσέχοφ, Αναγνωστάκη, ενώ το 1985 ερμήνευσε για πρώτη φορά αρχαίο δράμα, με τη «Μήδεια», σε σκηνοθεσία Μίνωα Bολανάκη, μια παράσταση που γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην Επίδαυρο και το Ηρώδειο.
Η παράσταση που σημάδεψε την καριέρα της, ήταν αναμφισβήτητα «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, το 1973, εν μέσω της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Ήταν ένα έργο που αναδείχτηκε σε σύμβολο κατά της χούντας. Η Καρέζη και ο Καζάκος συνελήφθησαν από το καθεστώς. Στην παράσταση συμμετείχαν επίσης, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος και ο Νίκος Ξυλούρης. Το είδος αυτό είχε συνέχεια μετά τη μεταπολίτευση με τα έργα «Το κουκί και το ρεβύθι» (1974) και «Εχθρός Λαός» (1975).
Τελευταία της θεατρική παράσταση ήταν τα «Διαμάντια και μπλουζ» της Λούλας Αναγνωστάκη (1990). «Το θέατρο για μένα, σημαίνει η ζωή μου ολόκληρη. Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου, χωρίς το θέατρο, μακριά από το θέατρο. Αυτό όχι! Εκεί θα πέθαινα!», είχε πει η Τζένη Καρέζη, σε μία τηλεοπτική της συνέντευξη.
Ο πρώτος έρωτας της Καρέζη ήταν ο σπουδαίος ηθοποιός Γιώργος Παππάς. Ακολούθησε η γνωριμία και ο γάμος της με το Ζάχο Χατζηφωτίου. Ο γάμος τους το 1962 ήταν το κοσμικό γεγονός της χρονιάς. Το ζευγάρι διασκέδαζε τα βράδια μαζί, ταξίδευε συχνά στο Παρίσι και στο Λονδίνο και απολάμβανε την κοσμική ζωή.
Πέντε χρόνια αργότερα, άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα σύννεφα στη σχέση τους. Εκείνο που έβαλε το οριστικό τέλος, ήταν οι φήμες που ήθελαν τον Ζάχο Χατζηφωτίου να την απατά. Η Καρέζη θέλησε να μείνει μόνη της και ήταν αποφασισμένη να ξαναπαντρευτεί, μόνο τον άντρα που θα της ενέπνεε τη σιγουριά, ότι δεν θα χώριζε ξανά. Νοίκιασε ένα σπίτι, απέναντι από το Χίλτον. Την άνοιξη του ’68, η αξέχαστη σταρ, είχε φωτογραφηθεί στο εργένικο σπίτι της. Με μία παρτίδα τάβλι ξεκίνησε ο έρωτας της Τζένης Καρέζη και του Κώστα Καζάκου, στα γυρίσματα της ταινίας «Κοντσέρτο για Πολυβόλα», στην Ισθμό της Κορίνθου. Περιμένοντας να ξεκινήσει το γύρισμα της ταινίας, κάθισαν κάτω από μία ελιά για να παίξουν τάβλι, ώστε να περάσει η ώρα. Η παρτίδα τάβλι μεταξύ τους και η ευτυχισμένη ζωή τους κράτησε 27 χρόνια. Το 1967 ανέβηκαν τα σκαλιά της εκκλησίας του Αγίου Χαραλάμπους, που βρισκόταν κοντά στο σπίτι τους. Από τη λιτή τελετή, απουσιάζαν οι φωτογράφοι, ενώ καλεσμένοι ήταν στενοί φίλοι και συγγενείς του ζευγαριού. Περίπου ένα χρόνο μετά τον γάμο, τον Απρίλιο του 1969, η ευτυχία του ζευγαριού ολοκληρώθηκε με τον ερχομό του γιού τους, Κωνσταντίνου.
Μια κόντρα που τροφοδοτούσε τον τύπο της εποχής ήταν αυτή με την Αλίκη. Δεν ίσχυε τίποτα. Η φιλία των δυο γυναικών ξεκίνησε από τα χρόνια του Εθνικού. Η Τζένη τότε ήταν ξανθιά και η Αλίκη μελαχρινή. Παρά τον επαγγελματικό ανταγωνισμό που τις χώριζε, οι δύο γυναίκες ήταν πάντα ενωμένες στα δύσκολα.
Η Καρέζη διαγνώστηκε με καρκίνο τη θεατρική χρονιά 1988-89 όταν πρωταγωνιστούσε στην παράσταση «Βυσσινόκηπος» του Τσέχοφ, μαζί με τον σύζυγό της, Κώστα Καζάκο. Οι παραστάσεις του ζευγαριού διακόπηκαν και η ηθοποιός ταξίδεψε στο εξωτερικό για εξετάσεις. Έπειτα από πολύχρονη μάχη με την αρρώστια, στις 27 Ιουλίου του 1992, η Τζένη έφυγε από τη ζωή. Αν και δεν ήταν ποτέ συμφιλιωμένη με την ιδέα του θανάτου, η Ελληνίδα ηθοποιός έδωσε μία γενναία μάχη με την αρρώστια.