Είχαν περάσει χρόνια από τότε που τον είχα συναντήσει τελευταία φορά. Τον είχα δει ξανά αλλά μόνο σαν περαστικό, είχε καιρό να κάτσει να τα πούμε. Συνήθιζε να έρχεται βράδυ, οπότε δεν μου έκανε εντύπωση η βραδινή του επίσκεψη εκείνη τη μέρα. Ίσως τον περίμενα, ίσως βαθιά μέσα μου ήθελα να έρθει, ίσως τον είχα ανάγκη εκείνο το βράδυ, γι’ αυτό ήρθε κιόλας και έτσι όπως ερχόταν πάντα… χωρίς κουδούνια, χωρίς προειδοποίηση και τυμπανοκρουσίες. Απλά βρέθηκε εκεί δίπλα μου…
Στην αρχή πέρασαν αρκετά λεπτά μέχρι να μιλήσουμε… Πήραμε και οι δύο το χρόνο μας να κοιταχτούμε, να συνηθίσουμε ξανά ο ένας τη μορφή του άλλου, να δούμε τι κρύβουν τα μάτια μας μετά από τόσα χρόνια.
«Άλλαξες», του είπα
«Κι εσύ, μάλλον μεγαλώνουμε», μου απάντησε
«Όχι εξωτερικά… μέσα σου άλλαξες, είσαι διαφορετικός, δεν χαμογελάς τόσο πια… σαν να προσπαθείς με το ζόρι να κρύψεις το γέλιο σου για να μην σε χλευάσουν»
«Σταμάτα να γελάς μου λένε όπου πάω… δεν βλέπεις τι γίνεται γύρω σου;»
«Κι εσύ τι κάνεις; Κάθεσαι και τους ακούς;»
«Δεν ξέρω… φαντάζομαι πως ναι… μάλλον επειδή μεγαλώνουμε»
Κάπου εκεί σταμάτησα την κουβέντα και συνέχισα να κοιτάω τον ουρανό. Πάντα με βοηθούσε να χαζεύω τα αστέρια, μου δημιουργούν ένα δέος μέσα μου που με κάνει να νιώθω τόσο μικρός που αρχίζω να κατανοώ και να συγχωρώ τον εαυτό μου. Εκείνο το βράδυ το είχα πιο πολύ ανάγκη από ποτέ, ένιωθα πως δεν έχω απομακρυνθεί ξανά πιο πολύ από κοντά του. Ένιωσα τι σημαίνει η πραγματική μοναξιά και δεν ήταν καθόλου βολική.
Η μοναξιά σε ξεγυμνώνει, σου αφαιρεί τα περιτυλίγματα και τις υπερβολές, σου πετάει κατάμουτρα έναν καθρέφτη και σε αφήνει να βγάλεις τα συμπεράσματά σου. Καθόλου βολική στιγμή, λοιπόν, αλλά τόσο αναγκαία και λυτρωτική γιατί μόνο έτσι βλέπεις την αλήθεια σου και αυτό είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να σε κρατήσει μέσα στο δρόμο που έχεις χαράξει.
Άλλωστε δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά… δεν μπορείς να πεις άλλα ψέματα εκεί, δεν μπορείς να ξεγελάσεις κανέναν πλέον. Είσαι εσύ αντιμέτωπος με το «εγώ» σου, την ουσία σου, δεν χωράνε μισόλογα και φτιασίδια εκεί και ευτυχώς που δεν χωράνε. Γύρισα το κεφάλι μου στα δεξιά και με μια κοφτή κουβέντα του λέω…
«Σε συγχωρώ»
«Για ποιο πράγμα;»
«Που έλειψες τόσο καιρό»
«Κι εγώ σε συγχωρώ», μου λέει
«Εσύ γιατί;»
«Γιατί τόσο καιρό άφηνες να κάθονται άλλοι στη θέση μου»!
Αυτή η κουβέντα ήταν ένα πραγματικό χαστούκι. Ένα χαστούκι που με ξύπνησε για τα καλά. Τον κοίταξα για λίγο αλλά δεν μπορούσα να του πω τίποτα. Σε μια στιγμή, είδα απλωμένα μπροστά μου τα τελευταία χρόνια της ζωής μου. Χαμένος ανάμεσα σε ανθρώπους, στιγμές, μέρες να περνάνε ανώφελα, κι εγώ εκεί… πιστός, να κρατάω με μανία μια ζωή από τα μαλλιά να μην μου φύγει… δεμένος στο κατάρτι ενός πλοίου που βουλιάζει.
Εκείνη τη στιγμή πήρα την απόφαση να λύσω τα σκοινιά, έπεσα στη θάλασσα και άρχισα να κολυμπάω. Στην αρχή ήταν δύσκολα, το καράβι που βυθιζόταν με έπαιρνε μαζί του… έπρεπε να βάλω τα δυνατά μου. Έπειτα από πολύ κόπο, τα κατάφερα, βγήκα στα ανοιχτά και κοίταξα γύρω μου… δεν υπήρχε στεριά εκεί κοντά αλλά τουλάχιστον δεν βρισκόμουν στον πάτο…
Από μακριά είδα ένα σμήνος πουλιών να πετάνε γύρω από ένα σημείο. Εκεί σίγουρα θα είναι η στεριά, σκέφτηκα. Κολύμπησα με όση δύναμη μου είχε απομείνει χωρίς να σκέφτομαι τίποτα άλλο, μόνο να φτάσω. Και έφτασα… Εξουθενωμένος πια, έκλεισα τα μάτια μου και αναλογίστηκα όσα μου είχαν συμβεί όλα αυτά τα χρόνια. Μια φωνή όμως με ξύπνησε απότομα…
«Έλα, ξύπνα. Έχουμε δουλειά να κάνουμε»
Ήταν και αυτός εκεί, δίπλα μου, σαν να με παρατηρούσε όλη αυτή την ώρα… όλα αυτά τα χρόνια…
«Είμαι κουρασμένος», του λέω, «Άσε με λίγο ακόμα»
«Σήκω, τόσα χρόνια κοιμάσαι!»
Σαν να με χτύπησε κεραυνός, ένα ρίγος με διαπέρασε και επανήλθα στην πραγματικότητα, εκεί ψηλά στο βουνό να κοιτάζω τα αστέρια. Αναρωτιόμουν τι μου είχε συμβεί. Εκείνος ήταν ακόμη δίπλα μου και περίμενε υπομονετικά.
«Τίποτα δεν σου συνέβη, απλά άνοιξες τα μάτια σου… καιρός ήταν»
Πολλές φορές μιλούσε έτσι κοφτά και απότομα, αλλά πάντα μιλούσε σωστά και έλεγε μόνο την αλήθεια.
«Κοιμήθηκα;» τον ρώτησα
«Πες το κι έτσι… προτιμώ το «ταξίδεψα», μου απαντά.
«Έζησα τα τελευταία χρόνια μου σε μια στιγμή… μία μόνο στιγμή χώρεσε τόσα πολλά πράγματα»
«Σε μία στιγμή μπορούν να χωρέσουν τα πάντα», μου λέει χαμογελώντας
«Γιατί χαμογελάς; Εγώ κάθομαι εδώ δίπλα σου σαστισμένος κι εσύ χαμογελάς;»
«Χαμογελάω για αυτό ακριβώς… Δεν είναι δικά μου λόγια αυτά αλλά δικά σου. Εσύ τα είπες μόλις ξύπνησες σε εκείνη την παραλία».
«Τόσα χρόνια, τόσοι μήνες, τόσες μέρες… πέρασαν για το τίποτα. Τόσο καιρό έχασα από τη ζωή μου γιατί σε είχα διώξει από δίπλα μου, τόσο καιρό είχα χάσει τον εαυτό μου γιατί ζούσα για τους άλλους. Τόσα βάρη στην πλάτη μου για ποιον; Για τι; Για το τίποτα… Τόσα χρόνια, τόσοι μήνες, τόσες μέρες για το τίποτα… Και όλα αυτά τα είδα μπροστά μου σε μια στιγμή. Αν με ακούς έλα να μου κάνεις παρέα απόψε το βράδυ και σου ορκίζομαι πως… Ανταλλάζω μία μέρα του «τίποτα», για μια στιγμή του «πάντα».