Όλα τα πράγματα έχουν τη δική τους μυρωδιά. Οι άνθρωποι δεν έχουν. Την κλέβουν από τα πράγματα.»
Είναι ο ποιητής που ύμνησε, με απαράμιλλο τρόπο και με άψογη χρήση της ιδιωματικής ναυτικής γλώσσας, τη γοητεία της θάλασσας και του ταξιδιού.
Το 1921 ο πατέρας της οικογένειας επιστρέφει στην Ελλάδα τσακισμένος. Η οικογένεια αρχικά διαμένει στο Αργοστόλι της Κεφαλλονιάς αλλά στην συνέχεια μετακομίζει στον Πειραιά. Ο μικρός Νίκος πηγαίνει στο δημοτικό εκεί, συμμαθητής με τον Γιάννη Τσαρούχη ενώ στο εξατάξιο τότε Γυμνάσιο γνωρίζεται και με τον λογοτέχνη Παύλο Νιρβάνα. Από μικρός αγαπά την ανάγνωση και διαβάζει κυρίως Ιούλιο Βερν και περιπέτειες ενώ ήδη από το δημοτικό διαφαίνεται το συγγραφικό του ταλέντο, όπου εκδίδει ένα σχολικό περιοδικό.
Σε ηλικία 18 ετών δημοσιεύονται τα πρώτα ποιήματά του, υπό το ψευδώνυμο «Παύλος Βαλχάλας» στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας. Μετά το Γυμνάσιο δίνει εξετάσεις για την Ιατρική σχολή αλλά ο θάνατος του πατέρα του τον αναγκάζει να εγκαταλείψει τα θρανία για να εργαστεί πλέον για την επιβίωση. Εξακολουθεί ωστόσο να γράφει και έργα του εμφανίζονται σε διάφορα φιλολογικά περιοδικά της εποχής.
Το 1947 κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή του «Πούσι» και επανακυκλοφορεί το «Μαραμπού» με την προσθήκη τριών ανέκδοτων ποιήματα και με αυτή τη συλλογή, ο Καββαδίας ξεφεύγει από τα πρότυπά του. Το 1954 εκδίδει τη «Βάρδια», την οποία οι φιλόλογοι, όπως και με το Μαραμπού, δυσκολεύονται να κατατάξουν τόσο λόγω της άψογης δημοτικής και της ιδιωματικής ναυτικής γλώσσας όσο και του γεγονότος ότι δεν μπορούσαν να αποφασίσουν αν επρόκειτο για μυθιστόρημα, αυτοβιογραφικό διήγημα, νουβέλα φαντασίας ή οτιδήποτε άλλο.
Όσοι τον γνώριζαν, έκαναν λόγο για έναν άνθρωπο ήπιο και γλυκομίλητο που αγαπούσε τα αστεία, τα μπορντέλα και τα κορίτσια τους, όπως και την ζωγραφική – στην καμπίνα του είχε κρεμασμένους τρεις πίνακες του Henri de Toulouse-Lautrec. Διάβαζε πάντα πολύ και του άρεσε ιδιαίτερα να απαγγέλλει ποίηση άλλων – άλλωστε γνώριζε πολλούς από τους μεγαλύτερους ποιητές της εποχής, όπως τους Βάρναλη, Σεφέρη, Ελύτη, Σικελιανό.
Ο «Κόλιας» όπως ήταν το παρατσούκλι του μεταξύ των συντρόφων του ναυτικών, οι περισσότεροι από τους οποίους αγνοούσαν ότι ήταν ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές της χώρας, εγκαταλείπει τη θάλασσα μονάχα όταν το επιβάλλει η υγεία του και με τη συμπλήρωση τριών μηνών διαμονής του στη στεριά, στις 10 Φεβρουαρίου του 1975, πεθαίνει ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Λίγο καιρό μετά το θάνατό του εκδίδεται η τρίτη ποιητική συλλογή του «Τραβέρσο», με 14 ποιήματα και 3 νανουρίσματα, και χαρακτηρίζεται από πολλούς ως το ωριμότερο έργο του, ενώ τρία χρόνια αργότερα ο συνθέτης Θάνος Μικρούτσικος μελοποίησε με εξαιρετική επιτυχία 11 ποιήματα του, τα οποία κυκλοφόρησαν σε δίσκο με τίτλο «Ο Σταυρός του Νότου».
Το 1992, ο Θάνος Μικρούτσικος μελοποιεί και άλλα ποιήματα του Καββαδία, με ερμηνευτές όπως οι Γιώργος Νταλάρας, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας.