Ελλάδα 1821- 2016: Επτά πόλεμοι, τέσσερις εμφύλιοι, επτά πτωχεύσεις |
Στο βιβλίο “Επτά πόλεμοι, τέσσερις εμφύλιοι, επτά πτωχεύσεις – 1821-2016” ο ιστορικός Γ. Δερτιλής, αποδίδει με απλότητα τα σύνθετα ελληνικά γεγονότα των δυο τελευταίων αιώνων, επιλέγοντας να παραθέσει μερικά -σχετικώς άγνωστα- ντοκουμέντα, όπου τα κρίνει ως απαραίτητα, προκειμένου να μην φορτώσει τον μέσο αναγνώστη με τεράστιους όγκους πληροφοριών. Η συμπυκνωμένη γραφή αποτελεί μια ηθελημένη απλούστευση και όχι μια εκπτωτική υπεραπλούστευση της ιστορίας. Ο συγγραφέας απευθύνεται σε ευρύτερο κοινό και στόχος του είναι η σύνδεση του παρόντος με το παρελθόν, η κατανόηση του σήμερα μέσω της κατανόησης του χθες. Κεντρικά σημεία του βιβλίου είναι: α) η σύνδεση των ελληνικών πτωχεύσεων με τις στρατιωτικές δαπάνες β) ο προβληματισμός πάνω στην εμφυλιοπολεμική νοοτροπίατων Ελλήνων.
Το δεύτερο είναι το κυρίαρχο στοιχείο και το πρώτο είναι η οδός μέσω της οποίας πορεύεται προς τον στόχο. …
Σ’ ένα τέτοιο έργο, κάθε συγγραφέας έρχεται αντιμέτωπος με το πρόβλημα του αναχρονισμού. Ο Γιώργος Δερτιλής τα καταφέρνει καλά. Γράφει τόσο από την σκοπιά του ιστορικού όσο και του πολίτη. Ως καταρτισμένος επιστήμονας και μετρημένος πολίτης, αποφεύγει να βλέπει το παρελθόν ως επιθυμητή -αντίστροφη- προέκταση και ιστορική “απόδειξη” ενός μισοκατανοημένου παρόντος. Εκτιμούμε, ωστόσο, πως δεν αποφεύγει ένα καίριο λάθος· ένα λάθος που αποτελεί κοινό τόπο ερμηνείας της ελληνικής πορείας από επιστήμονες και μη. “Δημαγωγία και σοβινισμός”: ο Ιανός των ελληνικών προβλημάτων; Ο συγγραφέας εξετάζει το γενικό οικονομικό γεγονός (πτώχευση) σε σχέση με τα αίτια που το προκαλούν (πόλεμοι εθνικοί και εμφύλιοι). Εξετάζει επίσης την σχέση των μερικών οικονομικών-κοινωνικών γεγονότων (φοροδιαφυγή, πελατειακό κράτος, υποτίμηση νομίσματος…) με το γενικό γεγονός και καταλήγει στο συμπέρασμα: απροσμέτρητη πολιτική ανοησία προκαλεί τις διαρκείς πτωχεύσεις. Άρα, τα ερωτήματα που τίθενται και εξετάζονται είναι του τύπου “γιατί το κράτος ακολούθησε επί δυο αιώνες την εξοντωτική πολιτική των στρατιωτικών δαπανών;” “γιατί οι Έλληνες ουδέποτε αντέδρασαν σοβαρά στο κόστος των πολέμων;”. Μοιραία κατάληξη αυτών των συλλογισμών είναι η διαπίστωση (και η καταγγελία) του ψηφοθηρικού συστήματος και του υπερπατριωτισμού-σοβινισμού-εθνικισμού-αλυτρωτισμού που τον τροφοδοτεί. …
Ο ανενημέρωτος υπερπατριώτης-πολίτης, λοιπόν, φαίνεται υπεύθυνος, επειδή -μέσω της δημοκρατίας- επικυρώνει και δεν ανατρέπει την βλακώδη ελληνική πολιτική επί δυο περίπου αιώνες. Αυτός, γίνεται -άθελά του- η βασική παράμετρος της “φαύλης σπείρας”. Αυτός και κάποιες “δυσμενείς συνθήκες” που αποτρέπουν την παραγωγή πλούτου και ευνοούν την αδυναμία συγκέντρωσης εσόδων. Όλα αυτά, οδηγούν, κατά τον συγγραφέα, την χώρα σε εμφυλίους πολέμους και εξωτερικούς, κάποιοι από τους οποίους θα μπορούσαν, ίσως, να είχαν αποφευχθεί….
Ποια αίτια προκαλούν το “μακάβριο, διαχρονικό” ελληνικό πρόβλημα; Οι εμφύλιοι της Επανάστασης δεν είναι πολλοί, αλλά ένας και διαρκής. Κι αν αναλύσουμε τα γεγονότα, είναι πιθανό να απορρίψουμε και τον όρο “εμφύλιος”. Η Επανάσταση του 21 ξεκινά υπό ιδιαίτερα ανώμαλες συνθήκες (αντιφατική στάση των διοργανωτών – Ρωσίας και Πατριαρχείου) και χωρίς αρχηγό, που έχει επωμιστεί ρόλο θυσιαστικό. Ο άθλος της έγκειται κατ’ αρχήν στο γεγονός ότι κατορθώνει να ξεκινήσει, μετά τις προηγούμενες, αποτυχημένες προσπάθειες. Οι αποτυχίες οφείλονταν στην αντιφατική αντίδραση του διεθνούς παράγοντα που, αν και οργάνωνε μια υπερεθνική Επανάσταση ελληνοκεντρικού χαρακτήρα, ένα τμήμα του την υπέσκαπτε, επειδή δεν την επιθυμούσε, ενώ το άλλο τμήμα αναγκαζόταν να υποχωρήσει. Η επιτυχία του 21 οφείλεται στο ότι βρέθηκε τρόπος στοιχειώδους συνύπαρξης των δυο τάσεων εντός του επαναστατικού φορέα και στο ότι οργανώθηκε άριστα ο διπλός αντιπερισπασμός σε παραδουνάβιες Ηγεμονίες και Ήπειρο….
Έτσι, το 1821 η Επανάσταση (τυπικά ελληνόφωνη) συγκροτείται από δυο τάσεις οι οποίες προεπαναστατικά συγκρούονται εκτός και εντός των ποικίλων μυστικών οργανώσεων και της -φαινομενικά εθνικής- Φιλικής Εταιρείας. Η μια επιδιώκει υπερεθνικό και η άλλη εθνικό κράτος. Ο άξονας, δηλαδή, της σύγκρουσης είναι ο χριστιανικός χαρακτήρας του κράτους. Θα έχουμε ανασύσταση του ανατολικού χριστιανισμού σε κρατική υπόσταση ή όχι; Οι δυο τάσεις συγκρούονται ανοιχτά το 1824 επειδή -κατ’ αρχήν- ο πόλεμος έχει λήξει το 23. Η Επανάσταση έχει καθηλωθεί από την έλλειψη συνοχής και το Πέτα. …
Η Οθωμανική δύναμη έχει εξαντληθεί στην Μολδοβλαχία, στον Αλή πασά και στα Δερβενάκια. Ενώ ετοιμάζεται η διεθνής δύναμη που θα την αντιμετωπίσει (ο Ιμπραήμ τυπικά μόνον υπόκειται στην Πύλη), έρχεται το α΄ δάνειο που κατευθύνεται σε εθνικούς αποδέκτες και όχι στην Επανάσταση. Οι αποδέκτες του ισχυροποιούνται μέσω της “προεγγραφής” (μεταπήδησης) Επαναστατών στο εθνικό στρατόπεδο. Ο ίδιος ο “εμφύλιος” προκαλείται από την διεύρυνση του υπάρχοντος διχασμού. Και την διεύρυνση αυτή την επιφέρει το δάνειο. Η αναγγελία του δανείου προκαλεί την συσπείρωση γύρω από την δεύτερη κυβέρνηση που έχει δημιουργηθεί έκνομα, γι αυτόν τον λόγο. Κάποιοι μεταπηδούν στην υπηρεσία του Κουντουριώτη, θεωρητικά για να υποστηρίξουν την “ορθή πορεία” της Επανάστασης. Πρακτικά όμως, λίγοι απ’ αυτούς συμφωνούν (ή κατανοούν και συμφωνούν) με τον στόχο· οι περισσότεροι συγκροτούν το πρώτο πελατειακό σύστημα. Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη και η αιτία βρίσκεται στους διεθνείς υποστηρικτές του εθνικού κράτους, το οποίο επιθυμεί να ελέγξει την πίστη ως παράγοντα της “εθνικής” συγκρότησης και να κατανικήσει τον στόχο του υπερεθνικού κράτους που έβαλε ένας -αντίστοιχα- υπερεθνικός παράγων….
Τα προηγούμενα είναι θέματα γεγονότων και όχι ερμηνειών. Όμως, για ευνόητους λόγους και λόγω της κατάληξης του 1833 και του 1864, όλες σχεδόν οι εξιστορήσεις παραμερίζουν τον διεθνή χαρακτήρα της Επανάστασης και την αντιμετωπίζουν ως ελληνόφωνο (στενά εθνικό) ζήτημα. Ξεκινούν από οργανωτικούς μύθους και ερμηνεύουν τον εμφύλιο με αναπόδεικτους μονολεκτικούς χαρακτηρισμούς, ή διαπραγματεύονται χωριστά το δάνειο από τον εμφύλιο. Το κενό καλύπτει η ερμηνεία της αντίστροφης “λογικής” που, με την προσχηματική υποκατάσταση της χριστιανικής συγκρότησης από την τοπική, λέει ότι το κατά πολιτικό νόμο Έθνος είναι ευρύτερο του κατά Χριστόν Έθνους (βλ. “διαμάχη” για τον ορισμό του Έθνους). Το ποιος και υπό ποιες συνθήκες προκαλεί το 1821 παραμένει ακόμα εκτός κοινής θέας, όμως το ποιος προκαλεί την σύγκρουση, είναι σαφές: την προκαλεί η πλευρά που θέλει να υπεξαιρέσει το -αναπάντεχα- επιτυχημένο επαναστατικό αποτέλεσμα. Είναι αυτή που ορίζει τον Έλληνα με κριτήρια χρηστικότητας της γλώσσας. Τα προηγούμενα επιβεβαιώνονται στις επόμενες φάσεις της Επανάστασης, δείχνοντας ότι ο εμφύλιος είναι μια διαρκής σύγκρουση….
.
Ουσιαστικά, βοηθά τους λιγότερο υποψιασμένους να ξεχάσουν ποιοι είναι. Η “κάλυψη του κενού” γίνεται αναχρονιστικά και όχι ιστορικά. Η πατρική μορφή που έρχεται να συμπληρώσει τον αρχαιοέλληνα πάππο υπηρετεί την μεσοπρόθεσμη πολιτική, όχι την γυμνή ιστορία. Αναζητείται στο “Βυζαντινό” παρελθόν η προ-ίδρυση του εθνικού ελλαδικού κράτους και -τελικά- συνδέεται το 1833 με το 1204, ώστε να πολεμήσουν οι εθνικοί (μεν, χριστιανοί δε) Έλληνες εναντίον των Βουλγάρων με τους οποίους το 1821 (και νωρίτερα) ήταν σύμμαχοι. Ο Παπαρρηγόπουλος στοχεύει στην εντός του κράτους ενότητα που υπηρετεί τις εξελίξεις της εποχής. Δεν θα μιλήσει ποτέ για εκείνους που μέσα στο δαιδαλώδες διεθνές περιβάλλον ήταν 100% υπεύθυνοι για την Επανάσταση και την δημιουργία του όποιου κράτους: τους (υπερεθνικούς) Έλληνες, δηλαδή τους Ορθόδοξους Χριστιανούς που εξέφρασαν οι Καποδίστριες, οι Υψηλάντες, οι Μουρούζηδες, οι Μαυροκορδάτοι (πλην του γνωστού)…, η Φαναριώτικη -δηλαδή- πολιτική που ασπάστηκε ο Ρήγας και παραλίγο να υλοποιηθεί μέσω Επτανήσων – Σερβίας – Μολδοβλαχίας την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα. Αυτή ήταν η πλευρά που μιλούσε για τις κατακτήσεις των Ελλήνων της αρχαιότητας και ουμανιστικά μιλούσε για τους Έλληνες (=χριστιανούς). Την ίδια ώρα η αντίπαλη πλευρά που αυτομεταφραζόταν ως “φιλελληνική”, ήταν απλώς “φιλογραικική”. Αυτή διχαστικά πρόβαλε το αρχαιοελληνικό πνεύμα ως υπόδουλο των χριστιανών. Μπορεί ο Παπαρρηγόπουλος να μετριάζει την σκληρή γραμμή της ψευδούς εθνικής -με την στενή έννοια- – (προ-μαρξιστικής, αριστερής) ιστορίας, όμως αυτό γίνεται εντός του υπάρχοντος κράτους που δεν αμφισβητείται και πάνω στην βολική (αποκοιμιστική) πεποίθηση ότι το 21 εξεγείρονται όσοι συσπειρώθηκαν υπό τον Ξάνθο εναντίον και των προκρίτων. Έτσι διαμορφώθηκαν οι βασικοί αναχρονισμοί που ξεγελούν: Το χριστιανικό κράτος, που “βρήκε” ο Παπαρρηγόπουλος ήταν αυτό που σκόπευε να βρει, όχι εκείνο που βροντοφώναξε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης (τηρώντας και κάποιες ισορροπίες). Αντίστοιχα, οι “Έλληνες” το 1833 φαίνονται να συγκροτούν το κράτος που οραματίστηκαν, όχι εκείνο που αναγκάστηκαν….
Μπορεί ένα “1821” πραγματικών διαστάσεων να μας διαφωτίσει στα “Ελληνο-γραικικά”; Δεν οδηγήθηκε λοιπόν “μοιραία” στον εμφύλιο η Επανάσταση. Δεν ήταν “εθνικιστική” η Επανάσταση. Δεν έγινε μέσα στο γενικευμένο εθνικιστικό περιβάλλον, αλλά αντίθετα στο ρεύμα κατακερματισμού που επικρατούσε από την συνθήκη της Βεστφαλίας. Ο εθνικισμός την πολέμησε και ως ένα σημείο την καθυπέταξε, δημιουργώντας ένα κράτος προσδιορισμένο εθνικά μέσω του πολιτικού νόμου που τυπικά υπερίσχυε του προϋπάρχοντος πολιτισμού. Και το βασικό μέσο της καθυπόταξης ήταν ο “εμφύλιος”. Προκλήθηκε για να διχαστεί βαθιά, να ανατραπεί η υπερεθνική της στόχευση και να λειτουργήσει ο εκβιασμός που έλεγε: ή εθνικό αποτέλεσμα ή μηδενικό αποτέλεσμα. …
Από τα δυο δάνεια, το πρώτο ήταν ο μοχλός του διχασμού και η πράξη ίδρυσης του πελατειακού κράτους (που ιδρύθηκε πριν από το επίσημο), ενώ το δεύτερο στόχευε τόσο στην αγκίστρωση της Βρετανικής πολιτικής στον ελλαδικό χώρο (υποθήκευση της γης), όσο και στην υλοποίηση του εκβιασμού που προαναφέραμε (ατμόπλοια που δήθεν θα έφταναν έγκαιρα για να καταστρέψουν τον Ιμπραήμ και να εισβάλλουν στον Κεράτιο, αξιωματικοί που δήθεν θα οδηγούσαν στρατό και στόλο στην Κων/πολη για να υψώσουν τον Σταυρό στην Αγ. Σοφία).
.
Από την φυλάκιση του Κολοκοτρώνη το 1825 (που δεν αναφέρεται) έως τις “Γραικικές στατιστικές” στο διάστημα 1999-2009 (που καταλογίζουν ευθύνες αορίστως και απαλλάσσουν τους κατηγόρους) δομείται μια ελληνική κακοδαιμονία, η οποία δεν αποδίδεται σε ιστορικά αίτια, παρά μόνον σε ευκαιριακούς σάκους του μποξ όπως ο Δηλιγιάννης και ο β. Κωνσταντίνος Α΄. Ο Γ. Δερτιλής παίρνει έμμεσα θέση στους διχασμούς, επιλέγοντας την εμφανώς λιγότερο προβληματική πλευρά (Χ. Τρικούπης) ή την καταφανώς “οξυδερκή” προσωπικότητα (Ε. Βενιζέλος). Δεν κάνει λάθος επιλογή· εκφεύγοντας από το 21, τοποθετεί λανθασμένα το πρόβλημα, αφού δέχεται ως πραγματικό δίλημμα ένα ιστορικό πρόβλημα που την συγκεκριμένη χρονική στιγμή δείχνει σε δυο αντίθετους δρόμους, αναγκάζοντας τους περισσότερους να επιλέξουν έναν εκ των δυο, αμφοτέρων αγνώστων, όπως και το 1821. Ο μεταγενέστερος ιστορικός όμως δεν είναι υποχρεωμένος να δεχθεί προσωπικά το δίλημμα, αν έχει στοιχεία που τον οδηγούν σε άλλους ερμηνευτικούς δρόμους. Αρκεί, βέβαια, να απουσιάζει και η προκατάληψη και η πλάνη. Για παράδειγμα, αναστρέφοντας τα επιχειρήματα, τι είδους πολιτική “οξυδέρκεια” είχε η απόβαση του 1919 στην Σμύρνη και η διενέργεια εκλογών το 1920;
.
Το περισσότερο περίεργο είναι η ανάγκη της Δύσης να επιβάλλει την εξύμνηση της Δημοκρατίας, όταν μάλιστα η ίδια, την καταρρίπτει κάθε στιγμή. Ένα μόνον θα πούμε: δουλειά της αντιπολίτευσης είναι η διαρκής καταγγελία της κυβέρνησης, η καλλιέργεια ενός εμφυλιοπολεμικούκλίματος. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, κάθε αξιωματική αντιπολίτευση υπονομεύει ή καταγγέλλει με τέτοιο τρόπο την “αποτυχημένη κυβέρνηση” απαιτώντας εκλογές, ώστε, ουσιαστικά, κατηγορεί την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος για αδυναμία κριτικής σκέψης και καταστροφή της χώρας. Γιατί όλα αυτά δεν γίνονται άμεσα αντιληπτά; Πρώτον γιατί μέσα από την σχολική παραπληροφόρηση είναι άγνωστα τα ιστορικά γεγονότα, δεύτερον γιατί η καθημερινότητα και όχι τα γεγονότα ή τα ανθρώπινα ιδανικά κρίνουν την ψήφο, τρίτον γιατί λείπει το παράδειγμα, ή, ακόμα χειρότερα, γιατί υπάρχει το αρνητικό παράδειγμα (το “μεταβατικό καθεστώς” του 1967 που, θεωρώντας εαυτόν ως συνεχιστή του Καποδίστρια, κατόρθωσε να επιζήσει όσο του επέτρεπαν, μόνο και μόνον για να διχάσει, να τραυματίσει, να αποφύγει η χώρα δια της βίας και πρόσκαιρα το αναπόφευκτο). …