Κάρδαμο: σπορά φύτεμα καλλιέργεια |
Το κάρδαμο είναι φυτό μονοετές, της οικογένειας των σταυρανθών. Καλλιεργείται πολύ εύκολα,
αναπτύσσεται γρήγορα και αντέχει στις καιρικές δυσμένειες. Έχει φύλλα άφθονα με πολλές σχισμές συγκεντρωμένα σε ροζέτες. Το στέλεχος παρουσιάζεται κάπως ενωρίς και διακλαδίζεται, κάνει δε άνθη λευκά και σπόρους κοκκινωπούς.
.
Η καλλιέργεια του κάρδαμου γίνεται αποκλειστικώς για τα φύλλα του, τα οποία έχουν γεύση ελαφρώς καυστική και διεγερτική της ορέξεως, χρησιμοποιούμενα για αυτό ως είδος αρτύματος πρώτης τάξεως.
Ο τρόπος της καλλιέργειας είναι απλούστατος. Ευδοκιμεί σε όλα τα εδάφη. Σπέρνεται σχεδόν καθ’ όλο το έτος- μόνο κατά το καλοκαίρι πρέπει η σπορά να γίνεται υπό σκιά, για να μη σποριάζουν γρήγορα Για αυτό, για να υπάρχει μια συνεχής συγκομιδή η σπορά πρέπει να γίνεται κλιμακωτά, κάθε 10 — 15 ημέρες.
Ο σπόρος σπέρνεται πυκνά και σκεπάζεται πολύ ελαφρά με φυτόχωμα, πιέζεται λίγο και ποτίζεται όταν είναι ανάγκη. Βλασταίνει με καταπληκτική ταχύτητα, τουλάχιστο σε 24 ώρες, με θερμοκρασία κανονική. Ύστερα από μερικές εβδομάδες μπορεί να αρχίζει η συγκομιδή των φύλλων, τα οποία κόπτονται με το νύχι, κοντά στο λαιμό καθενός φυτού.
Για να αποκτώνται φύλλα πολλά και τρυφερά πρέπει τα ποτίσματα να ενεργούνται συχνά.
Το κάρδαμο συναντάται επίσης άγριο αυτοφυόμενο σε αφθονία όπου υπάρχουν πολλά νερά, στα αυλάκια και τα ποτάμια, μπορεί επίσης να πολλαπλασιαστεί και με μοσχεύματα, σε σκιερές θέσεις.
Τα φύλλα περιέχουν ιώδιο, θείο, σίδηρο, φώσφορο. Οι ιατροί τα συνιστούν ως διουρητικά και καθαρτικά.
Παραγωγή απόρου
Για το αυτό το σκοπό αυτόν αφήνονται μερικά φυτά να αναπτυχθούν σε αραιές αποστάσεις. Όταν σποριάσουν κάμπτονται τα στελέχη τους μόλις κιτρινίσουν, αφού δε ξεραθούν υπό σκιά κοπανίζονται ελαφρώς και ξεχωρίζονται οι σπόροι.
.
Ποικιλίες κάρδαμου
Κάρδαμο κοινό.—Τύπος αγρίου, με φύλλα πολύ σχισμένα.
Κάρδαμο κατσαρό.—Με φύλλα πολύ σχισμένα και κατσαρά.
Κάρδαμο νάνο κατσαρό.—Με φύλλα κοντά και γεύση δυνατή.
Κάρδαμο πλατύφυλλο.—Με φύλλα πλατεία και ολόκληρα, και γεύση εξασθενημένη.
Κάρδαμο ωχρό. — Με φύλλα κάπως χρυσίζοντα.
πηγή;/ftiaxno.gr