Η δίκη του Θ. Κολοκοτρώνη το 1834, Οι αδέκαστοι δικαστές Πολυζωίδης -Tερτσέτης

Στις 16 Απριλίου του 1834, ξεκίνησε η δίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και του Δημήτριου

Πλαπούτα με την κατηγορία της συνωμοσίας εναντίον του βασιλιά Όθωνα. Δεν ήταν όμως η πρώτη φορά που φυλακίστηκε. Στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, μετά από ένοπλες συγκρούσεις, ο ίδιος και ο γιος του είχαν συλληφθεί και φυλακιστεί στο Ναύπλιο.

Αν και πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την εκλογή του Όθωνα, με την έλευση του τελευταίου το 1832, ο Κολοκοτρώνης έγινε στόχος συκοφαντιών εκ μέρους των πολιτικών του αντιπάλων κυρίως του Ι. Κωλέττη. Συν τοις άλλοις, η βαυαρική αντιβασιλεία (ο Όθων ήταν ακόμη ανήλικος) δυσανασχετούσε έντονα εξαιτίας της φιλοκαποδιστριακής και φιλορωσικής του τοποθέτησης.
Ο Κολοκοτρώνης ήταν κατά τη δεκαετία του 1830 μία από τις ηγετικές φυσιογνωμίες του ρωσόφιλου κομματικού σχηματισμού. Κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία και συνελήφθη στις 6 Σεπτεμβρίου 1833 μαζί με τον Πλαπούτα, τον Τζαβέλα, τον Νικηταρά και άλλους στρατιωτικούς με την κατηγορία ότι ετοίμαζαν συνωμοσία για την ανατροπή του ανήλικου βασιλιά Όθωνα. Ο Κολοκοτρώνης φυλακίσθηκε στο Παλαμήδι σε ηλικία 63 ετών. Λίγο αργότερα η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη.
Τον Μάιο του 1835 μετά την ενηλικίωση του Όθωνα έλαβε χάρη και αποφυλακίσθηκε. Επίσης, ονομάστηκε στρατηγός και έλαβε το αξίωμα του Συμβούλου της Επικρατείας. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, γεννημένος το 1770, υπήρξε ο σημαντικότερος Πελοποννήσιος στρατιωτικός αρχηγός κατά της διάρκεια της Επανάστασης. Ήταν γόνος της μεγάλης οικογένειας κλεφτών, των περίφημων Κολοκοτρωναίων.
Το 1807 συμμετείχε στην άμυνα της Λευκάδας που οργανώθηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια, πρόσωπο που αργότερα στήριξε ως πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία που είχε ξεκινήσει να προετοιμάζει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Στη συνέχεια πρωταγωνίστησε σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις του αγώνα, ενώ ως το τέλος της Επανάστασης ο Κολοκοτρώνης συνέχισε να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στα στρατιωτικά και πολιτικά πράγματα της εποχής.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα Απομνημονεύματά του, που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο «Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836». Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε μια νύχτα του 1843 από αποπληξία.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΠΟΛΥΖΩΙΔΗΣ – ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΕΡΤΣΕΤΗΣ:Αρνήθηκαν να υπογράψουν τη θανατική καταδίκη των Θ. Κολοκοτρώνη – Δ. Πλαπούτα
Η δίκη του Κολοκοτρώνη έγινε στο παλιό τζαμί του Ναυπλίου, της πρώτης πρωτεύουσας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Κράτησε πολλές μέρες και τελείωσε στις 26 Μαϊου 1834. Στο εδώλιο του κατηγορουμένου βρέθηκαν ο Γέρος του Μοριά, ο εξάδελφός του Δημήτρης Πλαπούτας, πρωτεργάτης κι αυτός της επανάστασης του 1821, ο Κίτσος Τζαβέλας και μερικοί ακόμα αγωνιστές.
Η ποινή για τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα ήταν θανατική εκτέλεση στη λαιμητόμο, εντός 24 ωρών. Στο άκουσμά της ο πρώτος σταυροκοπήθηκε, ο δεύτερος αναλύθηκε σε λυγμούς. Το ακροατήριο έμεινε άναυδο.
«Αδικα σε σκοτώνουν στρατηγέ…», ψιθύρισε στον Κολοκοτρώνη ένα από τα παλικάρια του, που του συμπαραστεκόταν.
Η Ιστορία δεν έγραψε το όνομά του. Ομως κατέγραψε την απάντηση που έδωσε ο αγέρωχος πολέμαρχος: «Γι’ αυτό λυπάσαι; Καλύτερα να σε σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια!».
Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο Αναστάσιος Πολυζωίδης καταγόμενος από το Μελένικο Σερρών, Μακεδόνας. Απ όσα είχε ακούσει αυτές τις μέρες ήταν σχεδόν βέβαιος για την ενοχή των κατηγορουμένων. Οι Βαυαροί αντιβασιλείς είχαν καταφέρει να πείσουν ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας ότι οι κατηγορούμενοι ήταν ένοχοι εσχάτης προδοσίας.
Ηθελαν, λέει, να ανατρέψουν τον ανήλικο Οθωνα, και να επιβάλουν τη δική τους καταστροφική τάξη πραγμάτων.
Μέλη του δικαστηρίου ήταν ο εξ Ζακύνθου Γ. Τερτσέτης, ο Δ. Σούτσος, ο Α. Βούλγαρης και ο Φ. Φραγκούλης. Ο αντιβασιλέας Μάουερ είχε εκ των προτέρων αποφασίσει να πάρει τα κεφάλια των δύο ηρώων. Για την ευόδωση των σκοπών του χρησιμοποίησε τον υπουργό Δικαιοσύνης Κ. Σχινά και τον εισαγγελέα της έδρας, κάποιον Μάσoν.
Οταν η ακροαματική διαδικασία ολοκληρώθηκε, ο Πολυζωίδης ως πρόεδρος κάλεσε το δικαστήριο σε διάσκεψη. Ο Μάουερ ήθελε να τελειώσει με συνοπτικές διαδικασίες η διάσκεψη.
Συνέβη, όμως ο Πολυζωίδης να έχει σχηματίσει ακλόνητη δικαστική πεποίθηση ότι οι κατηγορούμενοι ήταν αθώοι.
Πρώτος πήρε τον λόγο ο Τερτσέτης και μίλησε για την αθωότητα των δύο πολέμαρχων. Ο Σούτσος που ήταν γαμπρός του Σχινά, ψήφισε υπέρ της καταδίκης σε θάνατο. Το ίδιο και οι Βούλγαρης, Φραγκούλης. Μέχρι στα γόνατά τους έπεσαν ο Πολυζωίδης και ο Τερτσέτης για να τους μεταπείσουν.
Εκείνοι έσπευσαν στον υπουργό Δικαιοσύνης για να δουν τι θα κάνουν. Εγινε έξαλλος. Τους διέταξε να επιστρέψουν στην αίθουσα συσκέψεων. Ταυτόχρονα έστειλε αστυνομικούς κλητήρες για να φέρουν πίσω τους δύο αντιρρησίες, που στο μεταξύ είχαν γυρίσει στα σπίτια τους.
Ο Σχινάς συνεννοείται με τον Μάουερ, σπεύδει με την επίσημη στολή του στο δικαστήριο και διατάσσει τους δύο διαφωνούντες να υπογράψουν τη θανατική καταδίκη.
«Εν ονόματι του βασιλέως σας διατάσσω να υπογράψετε την απόφαση», φωνάζει.
«Προτιμώ να μου κόψετε το χέρι!», απαντά ο Πολυζωίδης.
«Δεν θα με έχετε συνεργό στον φόνο δύο αθώων ανθρώπων», λέει ψύχραιμα ο Τερτσέτης.
Εξαλλος ο υπουργός Δικαιοσύνης παραγγέλλει στους αστυνομικούς κλητήρες να χρησιμοποιήσουν τις ξιφολόγχες για να σύρουν τους δύο νομικούς στην αίθουσα του δικαστηρίου. Οι χωροφύλακες εκτελούν την εντολή, τους χτυπούν, τους σκίζουν τα ρούχα.
Την απόφαση διάβασε ο Σούτσος, ενώ ο Πολυζωίδης κρατούσε το κεφάλι του ανάμεσα στις παλάμες του.
Η απόφαση προκάλεσε μεγάλο σάλο. Λίγες ώρες αργότερα η βαυαρική αντιβασιλεία υποχρεώθηκε να μετατρέψει την ποινή σε κάθειρξη. Με την ενηλικίωσή του ο Οθων -αυτός «ο νεαρός Βαυαρός βλαξ», όπως τον αποκαλούσε ο Κάρολος Μαρξ- έδωσε χάρη.
Στο μεταξύ, ο Κολοκοτρώνης είχε περάσει στις φυλακές μεταχείριση που δεν του είχαν επιφυλάξει ούτε οι Οθωμανοί διώκτες του. Εζησε για εφτά μήνες στα μπουντρούμια των μεσαιωνικών φυλακών στο Παλαμήδι και την Ακροναυπλία.
Στα απομνημονεύματά του, που διηγήθηκε στον Τερτσέτη ο Κολοκοτρώνης αναφέρει με πόνο:
«Μ έβαλαν εννέα μήνες φυλάκιση, χωρίς να βλέπω κανέναν εκτός από τον δεσμοφύλακά μου. Δεν ήξερα τόσους μήνες τι γίνεται έξω, ποιος ζει, ποιος πεθαίνει, ποιον άλλον έχουν φυλακισμένο. Δεν ήξερα γιατί μ έχουν φυλακισμένο. Ποτέ δεν πίστευα ότι θα φτάσουν σε τέτοιο σημείο να φτιάξουν ψευδομάρτυρες».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *