Η ιστορία ενός νάνου γίγαντα – Χόρχε Μπουκάι

Είναι η ιστορία ενός νάνου γίγαντα. Θα μου πεις δεν γίνεται, γιατί, αν είναι γίγαντας, δεν μπορεί να

είναι και νάνος και, αν είναι νάνος, δεν μπορεί να είναι γίγαντας, και θα έχεις δίκιο, αλλά ο πρωταγωνιστής αυτής της ιστορίας είναι ένας νάνος γίγαντας. Μεγάλωσε όπως όλοι σε κανονικό σπίτι με κανονική οικογένεια. Η ιστορία του δεν έχει και πολλές διαφορές από την ιστορία του καθενός, και γι΄αυτό δεν δικαιολογούμαστε να χάνουμε το χρόνο μας γράφοντάς την.

Το σημαντικό είναι, πως μια μέρα συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να φύγει. Κατά κάποιον τρόπο το περίμενε αυτό το πνευματικό κάλεσμα, και ήταν προετοιμασμένος να ανταποκριθεί. Ωστόσο, απογοητεύτηκε όταν ανακάλυψε πως το κάλεσμα δεν έγινε με σάλπιγγες και φανφάρες, δεν ήρθαν άμαξες με θησαυρούς για να τον αποζημιώσουν για την αναχώρησή του και ούτε καν του ανέθεσαν να σώσει κάποια πριγκίπισσα ή να σκοτώσει κάποιον δράκο. Ήταν μόνο ένα τηλεφώνημα. Ντριιιιιν. Κι αυτό ήταν όλο.
Αλλά ο νάνος γίγαντας δεν μπορούσε να το παραβλέψει. Έπρεπε να φύγει. Προετοίμασε χιλιάδες επιχειρήματα σχετικά με το καθήκον, την ευθύνη και τη θυσία, τα οποία θα χρησιμοποιούσε για να απαντήσει σε όσους θα τον ικέτευαν να το ξανασκεφτεί. Έκανε πρόβα υποτιμητικών χειρονομιών γι΄αυτούς που θα του προσέφεραν χρήματα για να μείνει, και αθώων φιλιών, για να τα αποθέσει στο μέτωπο των δεσποινίδων που θα προσπαθούσαν να του χαρίσουν την αρετή τους με αντάλλαγμα την παραμονή του. Δεν χρειάστηκε να τα χρησιμοποιήσει, γιατί την ώρα της αποχώρησής του δεν ήταν κανείς. Ο δρόμος ήταν, απλά, έρημος.
Ίσως, αν ήταν νάνος νάνος, να του ζητούσαν να έμενε. Μπορεί, αν ήταν γίγαντας γίγαντας, να τον είχαν παρακαλέσει το ίδιο. Αλλά αυτόν, όχι. Αυτός δεν ήταν ούτε το ένα ούτε το άλλο. Τίποτ΄απ΄τα δύο. Αυτός ήταν ένα «άθροισμα» που κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει… Έφυγε σιωπηλά, με το κεφάλι χαμηλά (πράγμα που δεν του ήταν και πολύ δύσκολο, αφού ήταν νάνος), και το μέτωπο ψηλά (που του ήταν εύκολο, αφού ήταν γίγαντας).
Αναρωτιόταν: «Πώς γίνεται να μην κλαίει κανείς που φεύγω; Πώς κατάντησα να μην είμαι απαραίτητος σε κανέναν; Πώς είναι δυνατόν όλοι να μπορούν να ζήσουν χωρίς εμένα; Πώς γίνεται να ξέρουν όλοι πως φεύγω για τόσο καιρό και κανείς να μην μου ζητάει να μείνω;». Καθώς περπατούσε προς τα βουνά, συνειδητοποίησε με πόνο ότι, το δίχως άλλο, αυτοί που έμεναν πίσω δεν πρέπει να του ήταν και τόσο απαραίτητοι, γιατί αλλιώς, – είπε στον εαυτό του με ειλικρίνεια-, γιατί αλλιώς δεν θα έφευγε μακριά…. Όσο περπατούσε αισθανόταν όλο και πιο μικρός, αλλά παραδόξως, αυτό τον έκανε να βλέπει τον εαυτό του όλο και πιο μεγάλο.
«Βασίσου πάνω μου» Χόρχε Μπουκάι εκδόσεις Opera – Animus 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *