Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, δηλαδή από το 1850 περίπου και μετά, υπήρχε στον Κουσέ ιερέας
ο παπά Ιωάννης (Κουρτικάκης ή Παπαδάκης στο επώνυμο, σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκέντρωσα). Εκτός από τον Κουσέ λειτουργούσε και στο Λίσταρο. Είχε αρσενικά παιδιά, αλλά αγαπούσε και λαχταρούσε να αποκτήσει κι ένα κοριτσάκι.
Η παπαδιά ήταν έγκυος στο μήνα της και αυτός βρέθηκε να σπερνιάζει στο Λίσταρο, όταν έφτασε τρεχάτος μανατοφόρος από το χωριό, λέγοντας του να επιστρέψει αμέσως στον Κουσέ, γιατί έπιασαν οι πόνοι την παπαδιά. Πράγματι έφυγε τρεχάτος, λέγοντας στου Λισταριανούς.
– Αν το πρωί με δείτε να έρχομαι χαρούμενος και θα το καταλάβετε από τον καλπασμό του μπεγιριού μου, αυτό σημαίνει ότι η παπαδιά γέννησε κοριτσάκι….
Πράγματι την άλλη μέρα το πρωί βλέπουν οι Λισταριανοί τον παπά Ιωάννη να έρχεται καβάλα στο μπεγίρι και το μπεγίρι πήγαινε δεξιά και αριστερά του δρόμου… Μόνο που δε χόρευε. Κατάλαβαν λοιπόν ότι η παπαδιά του έκανε την κοπελιά, που τόσο λαχταρούσε…
Ο καιρός περνούσε και ο ιερέας δεν είχε μάτια για τα άλλα του παιδιά, παρά μόνο για την κόρη του… Και μάλιστα δεν έπαυε να παραγγέλνει στην παπαδιά, όταν δεν ήταν σπίτι να την προσέχει διπλά.
Όμως η μοίρα του έπαιξε ένα πολύ άσκημο παιχνίδι, λες και βάλθηκε να δοκιμάσει τις αντοχές του και τις αξίες του και σαν άνθρωπος και σαν ιερέας… Και ενώ το κοριτσάκι ήταν 2-3 χρόνων ξέφυγε κάποια στιγμή από την επιτήρηση της παπαδιάς και έπεσε σε ένα ασβεστόλακο που υπήρχε κοντά στο σπίτι του. Οι φωνές της μάνας ξεσήκωσαν τον Κουσέ… Το παιδί σώθηκε, αλλά ο ασβέστης που έσβησε το φως του. Έκλεισαν τα ματάκια του… Τυφλώθηκε! Ο παπάς μόνο που δεν τρελάθηκε από τη στενοχώρια του. Θεωρούσε υπεύθυνη την παπαδιά του και μάλιστα της είπε ότι αν δεν ήταν ιερέας θα τη χώριζε…
Η παπαδιά ζούσε το δικό της Γολγοθά καθώς περνούσε ο καιρός, έχοντας από τη μια ένα τυφλό παιδί στο σπίτι, τις τύψεις και τις ενοχές και βέβαια το θυμό του παπά Ιωάννη, που δεν έλεγε να κοπάσει… Και που δεν το πήγε το παιδί… Στους γιατρούς πρακτικούς και μη της εποχής, αλλά κανένας δεν μπόρεσε να το βοηθήσει. Πήγε και σε πολλές εκκλησίες, προσευχόταν καθημερινά, να γίνει το θαύμα, να δει το παιδί της ξανά το φως του… Αυτή η προσπάθεια κράτησε καιρό, χωρίς η παπαδιά να χάνει την πίστη της, αλλά και χωρίς να απαλαίνει ο θυμός του ιερέα. Συνέχισε να προσεύχεται και να ανέχεται τις προσβολές του συζύγου του…
Ένα καλοκαιρινό βράδυ στον ύπνο βλέπει μια γυναίκα να της λέει:
– Παντού το πήγες το παιδί σου για να γίνει καλά, αλλά σε μένα δεν το έφερες…
– Και ποια είσαι εσύ, ρώτησε με απορία η παπαδιά!
– Η Αγία Άννα…
Την άλλη μέρα το πρωί σηκώνεται, παίρνει το παιδί και ανηφορίζει στην εκκλησία της Αγίας Άννας που τότε χτιζόταν (μετά την επανάσταση του 1866) για να παρακαλέσει την προστάτιδα του χωριού για το κοριτσάκι της. Φτάνοντας στην πόρτα της εκκλησίας, καταλαβαίνει ότι δεν είχε πάρει κάρβουνα μαζί της για να θυμιάσει. Αφήνει το τυφλό της παιδί να καθίσει στην πόρτα της εκκλησίας και πηγαίνει γρήγορα γρηγορα στο σπίτι της και παίρνει τα κάρβουνα σε μια κουτάλα… Φτάνοντας στην εκκλησία βλέπει το παιδί της να σηκώνεται και να της φωνάζει:
– Μα, ε μα…
Τρέχει κοντά του και τι να δει… Στα μάγουλα του παιδιού υπήρχαν δυο άσπρα δάκρυα και τα γλυκά ματάκια του παιδιού του την κοίταζαν πλέον ανοιχτά… Η Αγία Άννα είχε κάνει το θαύμα της και η κορούλα της είχε γίνει καλά. Οι φωνές της ξεσήκωσαν πάλι το χωριό, αλλά για άλλο λόγο αυτή τη φορά… Η καμπάνα της Αγίας Άννας χτυπούσε ασταμάτητα διαλαλώντας το θαύμα σε όλη την περιοχή. Άνθρωποι από το Σίβα και το Πετροκεφάλι, ακούγοντας την καμπάνα και νομίζοντας ότι υπήρχε φωτιά έτρεξαν στο χωριό… Η εκκλησία άνοιξε και ο κόσμος ευχαριστούσε την Αγία Άννα για το θαύμα της…
Το μικρό αυτό κοριτσάκι έγινε παπαδιά στις Μέλαμπες, απ΄ όπου και διασώθηκε αυτή η ιστορία και την κατέγραψα όπως μου τη διηγήθηκε η κ. Μαρία Λενακάκη από το Μαγαρικάρι και που η παπαδιά από τις Μέλαμπες ήταν προγιαγιά της…