Η ψυχή μου κι εγώ πήγαμε στη μεγάλη θάλασσα να λουστούμε. Όταν φτάσαμε στην παραλία
ψάξαμε για ένα κρυφό και μοναχικό μέρος. Καθώς περπατούσαμε, είδαμε έναν άνθρωπο να κάθεται πάνω σ΄ένα σταχτί βράχο. Και έπαιρνε χούφτες αλάτι από ένα σάκο και το έριχνε στη θάλασσα.
«Αυτός είναι ο απαισιόδοξος», είπε η ψυχή μου, «ας φύγουμε από το μέρος αυτό. Δεν μπορούμε εδώ να λουστούμε».
Περπατούσαμε ώσπου φτάσαμε σ΄έναν κόλπο. Εκεί είδαμε να στέκεται πάνω σ΄ένα άσπρο βράχο ένας άνθρωπος που κρατούσε ένα ολοστόλιστο κουτί. Απ΄εκεί έβγαζε ζάχαρη και την έριχνε στη θάλασσα.
«Κι αυτός είναι ο αισιόδοξος», είπε η ψυχή μου. «Δεν πρέπει ούτε κι αυτός να δει τα γυμνά μας σώματα». Προχωρήσαμε ακόμη. Και σε μια αμμουδιά είδαμε έναν άνθρωπο που σήκωνε τα νεκρά ψάρια και τρυφερά τα έβαζε πίσω στη θάλασσα.
«Ούτε μπροστά του μπορούμε να λουστούμε», είπε η ψυχή μου. «Αυτός είναι ο φιλάνθρωπος». Και τον προσπεράσαμε.
Ύστερα φτάσαμε κάπου που είδαμε έναν άνθρωπο που χάραζε τη σκιά του στην άμμο. Μεγάλα κύματα ερχόντουσαν και την έσβηναν. Αλλά εκείνος συνέχιζε να χαράζει πάλι και πάλι.
«Είναι ο μυστικιστής», είπε η ψυχή μου. «Ας τον αφήσουμε». Και περπατήσαμε ακόμη μέχρι που σε μια ήσυχη γωνιά είδαμε έναν άνθρωπο που μάζευε τον αφρό και τον έβαζε σ΄ένα αλαβάστρινο κύπελλο.
«Είναι ο ιδεαλιστής» είπε η ψυχή μου. «Σίγουρα δεν πρέπει να μας δει γυμνούς». Και συνεχίσαμε να περπατάμε. Ξαφνικά ακούσαμε μια φωνή να λέει. «Αυτή είναι η θάλασσα. Αυτή είναι η μεγάλη θάλασσα». Κι όταν φτάσαμε στη φωνή είδαμε έναν άνθρωπο με την πλάτη γυρισμένη στη θάλασσα να κρατά ένα κοχύλι και ν΄αφουγκράζεται το μουρμουρητό του.
Κι η ψυχή μου είπε: «Ας προσπεράσουμε. Αυτός είναι ο ρεαλιστής. Γυρίζει την πλάτη στο σύνολο, που δεν μπορεί να συλλάβει, και ασχολείται μ΄ένα κομματάκι».
Κι έτσι προχωρήσαμε. Και σ΄ένα χορταριασμένο μέρος, ανάμεσα στα βράχια ήταν ένας άνθρωπος με το κεφάλι θαμμένο στην άμμο. Και είπα στην ψυχή μου: «Μπορούμε να λουστούμε εδώ, γιατί αυτός δεν μπορεί να μας δει».
«Όχι «, είπε η ψυχή μου. «Γιατί αυτός είναι ο πιο επικίνδυνος απ΄όλους. Είναι ο πουριτανός». Τότε μια μεγάλη θλίψη σκέπασε το πρόσωπο της ψυχής μου και τη φωνή της.
«Ας φύγουμε από δω», είπε, «γιατί δεν υπάρχει έρημο και κρυφό μέρος όπου να μπορέσουμε να λουστούμε. Δεν θ΄αφήσω τον άνεμο τούτο να σηκώσει τα χρυσά μαλλιά μου ή να γυμνώσω το λευκό μου στήθος στον αέρα αυτόν, ούτε θα επιτρέψω στο φως να ξεκλειδώσει την ιερή μου γύμνια». Τότε αφήσαμε τη θάλασσα εκείνη, για ν΄αναζητήσουμε τη Μεγαλύτερη Θάλασσα.
«Ο τρελός» Χαλίλ Γκιμπράν εκδόσεις Πύρινος Κόσμος