π. Γεώργιος Δορμπαράκης
Δεν έφευγε από τον νού και την καρδιά του αυτό που είχε ακούσει, στην πραγματικότητα κρυφακούσει, καθισμένος σε μια γωνιά του δωματίου, μικρό παιδί σαν ήτανε, από έναν Γέροντα σοφό που είχε καταλύσει ένα βράδυ στο σπίτι των γονιών του.
«Υπάρχει ένα μυστικό βασίλειο, αδέλφια μου,», είχε πεί ο Γέροντας, «το μεγαλύτερο στον κόσμο, που έχει μέσα όλα τα καλά του Θεού. Και δεν μιλάμε για τα μικρά, τα υλικά και τα επίγεια, αλλά για όλες τις σοφίες και τους πνευματικούς θησαυρούς που μπορεί κανείς να ποθήσει και να ονειρευτεί… Δεν θα υπάρχει μάλιστα μακαριότερος άνθρωπος, απ’ όσους έχουν γεννηθεί μέχρι τώρα, αλλά και απ’ όσους πρόκειται να έλθουν, από εκείνον που θα μπορέσει να ανακαλύψει το βασίλειο αυτό, να το βρεί και να περάσει την κλεισμένη θύρα του… Γιατί έχει μία τεράστια θύρα, βαριά κι ασήκωτη, που όσο και να επιχειρήσει κανείς να την ανοίξει, δεν πρόκειται ποτέ να καταφέρει τίποτε. Το μόνο που την ανοίγει και σε πηγαίνει σε όλους τους θησαυρούς είναι ένα κλειδί. Ένα κλειδί που όποιος το βρεί γίνεται θα λέγαμε ο κατακτητής του βασιλείου αυτού. Ναί, μακάριος ο άνθρωπος που θα πατήσει το ποδάρι του στον ευλογημένο αυτόν τόπο…». Είχε κουνήσει το κεφάλι του ο Γέροντας στοχαστικά, λέγοντας τα τελευταία λόγια του, ενώ τα μάτια του, αστραπόμορφα, χάνονταν στο βάθος ενός ορίζοντα που μόνον εκείνος έβλεπε…
Είδε τα κατάπληκτα μάτια των γονιών του, είδε τη λαχτάρα του ίδιου του Γέροντα, και τόσο καρφώθηκε η εικόνα του κλειδιού αυτού και του κρυμμένου βασιλείου στη σκέψη του, ώστε δεν άκουσε πιά τίποτε άλλο από τα λεγόμενα του ανθρώπου. Αποκοιμήθηκε μάλιστα εκεί, στη γωνιά που καθότανε, βλέποντας στον ύπνο του ότι βρίσκεται σ’ ένα μεγάλο και πυκνό δάσος κι ότι μαζί με τους γονείς του ψάχνουν για το μυστικό πέρασμα, για το θαυμαστό μονοπάτι που θα τους πάει στη βαριά και εξωτική θύρα του βασιλείου…
Από τότε δεν ξανάδε τον Γέροντα ούτε κι άκουσε ποτέ να μιλάει κανείς γι’ αυτόν. Αλλά και οι γονείς του, σαν να θεώρησαν αλαφροίσκιωτο τον Γέροντα, δεν ξαναμίλησαν για το βασίλειο και το μυστήριο κλειδί του, ενώ όσες φορές έφερε ο ίδιος την κουβέντα στο θέμα αυτό, εκείνοι τον αποπήραν, λέγοντάς του ότι αυτά είναι λόγια της φαντασίας ενός αλλοπαρμένου γέρου, που απλώς έτυχε να τον φιλοξενήσουν μια κρύα βραδιά του χεμώνα… «Μην ασχολείσαι μ’ αυτά που είναι όνειρα», του είπε ο πατέρας του. «Πάτα γερά στη γη και κοίτα αυτήν να κατακτήσεις. Ο,τι είναι στα μάτια σου μπροστά, αυτό ν’ αναζητείς».
Αυτό τελικά αναζήτησε στη ζωή του. Τον λόγο του πατέρα του τον άκουσε, απλά σκέφτηκε ότι θα ‘ταν προτιμότερο να κατακτήσει τη γη μ’ έναν εύκολο και άκοπο γι’ αυτόν τρόπο: κλέβοντας το βιός του συνανθρώπου του, αρπάζοντας ο,τι εύρισκε μπροστά του. Κι είναι αλήθεια ότι τα κατάφερνε καλά. Δεν χρειαζότανε να πολυδουλέψει. Τα μάτια του ήτανε πάντα ανοιχτά σ’ ο,τι του φάνταζε ωραίο κι επιθυμητό, κι έβρισκε τρόπους, χωρίς να τον πάρει κανείς είδηση, τελικά να το κάνει δικό του. Τι ‘ταν όμως τούτο που του συνέβαινε κατά καιρούς και τον έκανε τότε να βλέπει εφιάλτες στον ύπνο του; Μια θλίψη βάραινε την καρδιά του, μια πέτρα ασήκωτη του πλάκωνε τα σωθικά, κι έπαιρνε η πέτρα τη μορφή μιάς θύρας που υψωνότανε ολόρθη και θεόρατη μπροστά του. «Να ‘βρω το κλειδί… το κλειδί…», σαν να ‘κουγε τότε τα χείλη του να σιγοψιθυρίζουν… Και ξυπνούσε μούσκεμα στον ιδρώτα, κοιτώντας τα χέρια του μήπως κρατούσε κάνα κλειδί… Μέχρι να ξημερώσει παρέμενε ξάγρυπνος, φέρνοντας στη μνήμη του την αχνή μορφή του περίεργου Γέροντα στο πατρικό του σπίτι και φτιάχνοντας εικόνες για το κρυφό βασίλειο και το κλειδί που θα ‘νοιγε τη βαριά κλεισμένη θύρα του…
Δεν μπόρεσε να κρύβεται για πάντα από την εξουσία της εποχής. Του ‘στησαν καρτέρι μια βραδιά μετά από ληστρική και πάλι επίθεσή του – κι έγινε εύκολο αυτό, γιατί ένας συνεργός του άρχισε τις αποκαλύψεις, μετά το πιοτό σ’ ένα καπηλειό – τον συνέλαβαν και τον καταδίκασαν στον πιο ατιμωτικό θάνατο της εποχής: να πεθάνει πάνω σε σταυρό. Όπως έκαναν για τους μεγαλύτερους κακούργους…Που έπρεπε όχι μόνο να φύγουν από τη ζωή αυτή, αλλά και με τη μεγαλύτερη ταπείνωση!
Του είπαν ότι δεν θα είναι μόνος! «Θα είναι και άλλοι δυό σαν τα δικά σου μούτρα», του σφύριξε χασκογελώντας με μίσος ένας ρωμαίος στρατιώτης. «Αυτή θα είναι η… παρηγοριά σου. Ο ένας μάλιστα είναι και… βασιλιάς! Βασιλιάς, ακούς;» Το συρτό κοροιδευτικό γέλιο παρέμεινε για ώρα στα αυτιά του.
Τον είδε! Ήταν δίπλα του καρφωμένος κι Αυτός στον σταυρό! Μια επιγραφή στην κορυφή έλεγε περιπαικτικά ότι ήταν ο βασιλιάς των Ιουδαίων… Η οδύνη ήταν ζωγραφισμένη στα μάτια Του. Μια οδύνη όμως – έτσι του φάνηκε – που δεν ήταν ίδια με τη δική του ή του άλλου συσταυρωμένου κι αυτού ληστή. Διαισθανόταν, παρ’ όλο τον πόνο και τη δυσκολία που είχε στην αναπνοή του, μια ιερότητα που τον «μπέρδευε». Τον άκουσε κάποια στιγμή να μιλάει σε κάποιους κάτω από τον Σταυρό: μια γυναίκα με δάκρυα στα μάτια και έναν νεαρό άνδρα. Κάτι άκουσε να λέει ότι είναι μάνα Του. Τον άκουσε επίσης να λέει ότι διψάει… και να φωνάζει τον Ηλία… Δεν δέχθηκε το ξίδι που Του πρόσφεραν κάποιοι στρατιώτες.
Κάποια στιγμή Εκείνος γύρισε και τον κοίταξε. Τα μάτια τους διασταυρώθηκαν. Τέτοιο βλέμμα αγάπης και ειρήνης δεν είχε δεχτεί ποτέ επάνω του. Ένιωσε σαν να έχει στραφεί ο Ήλιος μόνον προς αυτόν και να τον χαιδεύει με τις ακτίνες του. Μια απροσδιόριστη δροσιά άρχισε να απλώνεται στο κορμί του· δροσιά που ανακούφιζε μ’ έναν μυστήριο τρόπο τους άφατους πόνους του· δροσιά που απάλυνε τα τραύματα της ψυχής του. Χωρίς να καταλαβαίνει το γιατί, αισθάνθηκε τα μάτια του να πλημμυρίζουν από δάκρυα. Κι ήταν τόσο παράδοξο αυτό που ζούσε: έβλεπε όλες τις αμαρτίες που είχε διαπράξει, έβλεπε τη σκιά στην οποία βρισκόταν όλα τα χρόνια της ζωής του, ζούσε την αμαρτωλότητά του, αλλά χωρίς απόγνωση και απελπισμό! Το φως που εξέπεμπαν τα μάτια του συσταυρωμένου βασιλιά λειτουργούσαν μέσα του σαν χάδι μητρικό: λες πράγματι κι ήταν βρέφος στην αγκαλιά της μάνας του! Όλα τότε γύρω του πήραν ν’ αλλάζουν: ο βασιλιάς στον Σταυρό πήρε τη μορφή του Γέροντα των παιδικών του χρόνων που φιλοξενήθηκε στο σπίτι τους· ο Σταυρός Του, επίσης, έγινε μια πελώρια θύρα γεμάτη από εξαίσια ευωδιά. Σαν να βρέθηκε σε έναν άγνωστο και υπερφυσικό χώρο, ο οποίος όμως δεν τον φόβιζε και δεν τον τρόμαζε καθόλου. Τα λόγια που άκουσε να ψιθυρίζει το δικό του στόμα βγήκαν μ’ έναν εντελώς αυθόρμητο τρόπο: «μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία Σου». Ναί, ο συσταυρωμένος μ’ αυτόν ήταν πραγματικός και αληθινός βασιλιάς. Δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία. Η απάντηση μάλιστα που του ‘δωσε στο δικό του «μνήσθητι» ακούστηκε σαν μουσική στ’ αυτιά του: «Αμήν, λέγω σοι, σήμερον μετ’ εμού έση εν τω Παραδείσω».
Το όνειρο των παιδικών του χρόνων έγινε πραγματικότητα. Ο,τι είχε καρφωθεί μέσα του για το κρυμμένο βασίλειο και το περίεργο κλειδί που ανοίγει τη μεγάλη θύρα του, το είχε εκεί μπροστά του. Το μυστήριο είχε βρεί τη λύση του: το κλειδί τελικά το ‘χε πάντοτε μέσα στα δικά του χέρια! Ήταν το ξέσπασμα της καρδιάς του μπροστά σ’ Αυτόν τον άγνωστο, μα και τόσο πολύ δικό του και γνωστό του που έλεγαν Χριστό· ήταν τα δάκρυα της μετάνοιάς του και το «μνήσθητι» που ψέλλισε· αυτά που μ’ έναν θαυμαστό τρόπο τον έφεραν στον χώρο του κρυμμένου βασιλείου κι άνοιξαν τη βαριά πύλη του…
«Κεκλεισμένας ήνοιξε τας πύλας, βαλών ο Ληστής κλείδα το μνήσθητί μου» (Άνοιξε τις κλεισμένες πύλες του Παραδείσου ο ληστής, αφού έβαλε σαν κλειδί το μνήσθητί μου) (στίχοι στο συναξάρι της εορτής του ευγνώμονος ληστού).
Από τότε και μετά θα μάθαινε ότι ο βασιλιάς, ο Κύριος και Θεός του, θα τον κατέβαζε συχνά απ’ τον σταυρό – σαν τότε που τον πρόσταξε να θεραπεύσει εκείνον τον άγιο επίσκοπο Πορφύριο της Γάζας – για να επουλώνει τα τραύματα των ανθρώπων, ψυχικά και σωματικά, όπως, ακόμη πιο θαυμαστά, το δικό του «μνήσθητι» θα γινόταν το αίτημα της καρδιάς των αληθινά πιστών της κάθε εποχής· το «μνήσθητι» που έχει τη δύναμη να μεταθέτει τον άνθρωπο από το πλάι της σκιάς στο φως του Σωτήρα Θεού!