Στην Ελληνική Μυθολογία υπάρχει μια ιστορία για την Άρτεμη, τη θεά του κυνηγιού.
Η Άρτεμη ήταν η καλύτερη κυνηγός γιατί ο τρόπος που κυνηγούσε ήταν φυσικός και αβίαστος. Ικανοποιούσε εύκολα όλες της τις ανάγκες και ζούσε σε τέλεια αρμονία με το δάσος. Όλα τα ζώα την αγαπούσαν και το να τα κυνηγήσει η θεά αποτελούσε τιμή.
Η Άρτεμη δεν φαινόταν ποτέ πως κυνηγά. Ό,τι είχε ανάγκη ερχόταν μόνο του σε κείνη. Γι΄αυτό ήταν η καλύτερη κυνηγός, αλλά αυτό ήταν που την έκανε και το δυσκολότερο θήραμα. Όταν έπαιρνε τη μορφή ζώου, γινόταν ένα μαγικό ελάφι που ήταν σχεδόν αδύνατον να το πιάσει κανείς. Η Άρτεμη ζούσε σε τέλεια αρμονία με το δάσος, μέχρι που μια μέρα ένας βασιλιάς διέταξε τον Ηρακλή, τον αήττητο γιο του Δία που αποσκοπούσε να γίνει θεός, να κυνηγήσει το μαγικό ελάφι της Άρτεμης. Εκείνος δέχτηκε και πήγε στο δάσος για να κυνηγήσει το ελάφι.
Όταν το ελάφι είδε τον Ηρακλή, δεν φοβήθηκε. Τον άφησε να πλησιάσει, αλλά με το που εκείνος προσπάθησε να το πιάσει άρχισε να τρέχει. Δεν υπήρχε περίπτωση να το πιάσει αν δεν γινόταν καλύτερος κυνηγός από την Άρτεμη. Ο Ηρακλής ζήτησε από τον Ερμή, τον αγγελιαφόρο των θεών και ταχύτερο όλων, να του δανείσει τα φτερωτά του σανδάλια. Τώρα ο Ηρακλής ήταν γρήγορος σαν τον Ερμή και σύντομα το θήραμα βρισκόταν στα χέρια του. Μπορείτε να φανταστείτε την αντίδραση της Άρτεμης.
Την είχε κυνηγήσει ο Ηρακλής και φυσικά ήθελε να τον εκδικηθεί. Ήθελε να τον κυνηγήσει και έκανε ό,τι μπορούσε για να τον αιχμαλωτίσει, αλλά τώρα το δυσκολότερο θήραμα ήταν ο Ηρακλής. Ο Ηρακλής, ήταν τόσο ελεύθερος που, όσο κι αν προσπαθούσε η Άρτεμη, δεν μπορούσε να τον αιχμαλωτίσει. Στην πραγματικότητα, η Άρτεμη δεν χρειαζόταν τον Ηρακλή. Ένιωθε έντονη επιθυμία να τον πιάσει, αλλά, φυσικά, αυτό ήταν μια απλή ψευδαίσθηση. Πίστευε ότι ήταν ερωτευμένη μαζί του και ήθελε να τον κάνει δικό της. Το μόνο που είχε στο νου της ήταν να πιάσει τον Ηρακλή. Της έγινε εμμονή, μέχρι που έπαψε να είναι ευτυχισμένη.
Η Άρτεμη άρχισε να αλλάζει. Δεν ήταν πια σε αρμονία με το δάσος, γιατί τώρα πια κυνηγούσε για την ικανοποίηση που ένιωθε όταν έπιανε τη λεία της. Παραβίασε τους ίδιους της τους κανόνες και μετατράπηκε σε αρπακτικό. Τα ζώα τη φοβούνταν και το δάσος άρχισε να την απορρίπτει, αλλά δεν την ένοιαζε. Δεν έβλεπε την αλήθεια. Το μόνο που είχε στο νου της ήταν ο Ηρακλής.
Ο Ηρακλής είχε πολλούς άθλους να κάνει, αλλά μερικές φορές πήγαινε στο δάσος για να δει την Άρτεμη. Κάθε φορά, εκείνη έκανε ό,τι μπορούσε για να τον αιχμαλωτίσει. Όταν ήταν με τον Ηρακλή, ένιωθε μεγάλη χαρά, αλλά επειδή ήξερε ότι εκείνος θα φύγει ένιωθε ζήλεια και κτητικότητα. Κάθε φορά που ο Ηρακλής έφευγε, η Άρτεμη πληγωνόταν και έκλαιγε. Μισούσε τον Ηρακλή, αλλά συγχρόνως τον αγαπούσε.
Ο Ηρακλής δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε στο μυαλό της Άρτεμης. Δεν είχε προσέξει ότι τον κυνηγούσε. Στο μυαλό του δεν ήταν ποτέ η λεία. Ο Ηρακλής αγαπούσε και σεβόταν την Άρτεμη, αλλά εκείνη ήθελε περισσότερα. Ήθελε να τον κάνει κτήμα της. Ήθελε να τον κυνηγήσει και να τον αιχμαλωτίσει σαν αρπακτικό. Φυσικά, όλα τα πλάσματα του δάσους πρόσεξαν την αλλαγή της Άρτεμης, εκτός από την ίδια. Στο μυαλό της ήταν ακόμη η θεά του κυνηγιού. Δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι είχε εκπέσει. Δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι ο παράδεισος του δάσους είχε γίνει κόλαση, γιατί με την πτώση της έπεσαν και οι υπόλοιποι κυνηγοί. Έγιναν όλοι αρπακτικά.
Μια μέρα ο Ερμής πήρε μορφή ζώου και, τη στιγμή που η Άρτεμη ήταν έτοιμη να τον σκοτώσει, ξαναπήρε την κανονική του μορφή και την έκανε να ανακαλύψει πάλι τη σοφία που είχε χάσει. Την έκανε να συνειδητοποιήσει ότι είχε εκπέσει και με αυτή την επίγνωση πήγε στον Ηρακλή για να του ζητήσει συγγνώμη. Η αλαζονεία της ήταν που είχε προκαλέσει την πτώση της. Μιλώντας με τον Ηρακλή, συνειδητοποίησε ότι δεν την είχε προσβάλει ποτέ, γιατί δεν είχε καταλάβει τι συνέβαινε στο μυαλό της. Ύστερα κοίταξε γύρω της το δάσος και είδε τι του είχε κάνει. Ζήτησε συγγνώμη από κάθε λουλούδι και από κάθε ζώο, μέχρι που ξανακέρδισε την αγάπη τους. Έτσι, η Άρτεμη ξανάγινε η θεά του κυνηγιού.
Σας είπα αυτή την ιστορία για να σας τονίσω ότι όλοι μας είμαστε κυνηγοί και θηράματα. Όλα τα όντα είναι και τα δύο. Τι κυνηγάμε; Να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας. Μίλησα για τις ανάγκες του σώματος και τις ανάγκες του νου. Όταν ο νους πιστεύει ότι είναι το σώμα, οι ανάγκες είναι σκέτες αυταπάτες και δεν μπορούν να ικανοποιηθούν. Όταν κυνηγάμε αυτές τις ανάγκες του νου που είναι ψεύτικες, γινόμαστε αρπακτικά – κυνηγάμε κάτι που δεν μας χρειάζεται.
Οι άνθρωποι κυνηγούν την αγάπη. Θεωρούμε ότι τη χρειαζόμαστε, γιατί πιστεύουμε ότι δεν την έχουμε, επειδή δεν αγαπάμε τον εαυτό μας. Ψάχνουμε την αγάπη στους άλλους, ελπίζοντας ότι θα μας την προσφέρουν, ενώ βρίσκονται κι εκείνοι στην ίδια κατάσταση. Ούτε εκείνοι αγαπούν τον εαυτό τους, άρα πόση αγάπη μπορούν να δώσουν σε εμάς; Κι έτσι, δημιουργούμε μια μεγαλύτερη ανάγκη, που δεν είναι αληθινή. Συνεχίζουμε να κυνηγάμε και να κυνηγάμε, αλλά στο λάθος μέρος, γιατί οι άλλοι δεν έχουν την αγάπη που χρειαζόμαστε.
Όταν η Άρτεμη συνειδητοποίησε την πτώση της, ξανάγινε ο εαυτός της, επειδή όλα όσα χρειαζόταν βρίσκονταν μέσα της. Το ίδιο ισχύει για όλους μας, επειδή όλοι μας είμαστε σαν την Άρτεμη μετά την πτώση και πριν τη λύτρωση. Κυνηγάμε την αγάπη, τη δικαιοσύνη, την ευτυχία. Κυνηγάμε το Θεό, αλλά ο Θεός είναι μέσα μας.
«Μαθαίνοντας την αγάπη» Don Miguel Ruiz εκδόσεις Διόπτρα