Ο Ρήγας συνέθεσε τον δικό του παιάνα, τον ονόμασε «Θούριο», λέξη την οποία
δανείστηκε από τους Αττικούς ποιητές: Αναφέρεται από τον Αισχύλο και τον Αριστοφάνη. Στον Όμηρο, απαντάται το «θούρος» για τον Άρη. Η λέξη «Θούριος» είναι επίθετο και σημαίνει ορμητικός, μαινόμενος, πολεμικός.
Στην εποχή του Ρήγα δεν ήταν σε χρήση ο όρος «θούριος». Ο Ρήγας το 1796 χρησιμοποίησε τον όρο, δείγμα και αυτό της μελέτης του των αρχαίων κλασσικών κειμένων. Έτσι η λέξη «θούριος» εισάγεται πλέον στο νεοελληνικό λεξιλόγιο και γίνεται συνώνυμος με την επανάσταση.
Μάλιστα ο ίδιος επεξηγεί την σημασία του όρου «Θούριος, «ήτοι ορμητικός Πατριωτικός ΄Υμνος πρώτος, εις τον ήχον “Μία προσταγή μεγάλη”».
.
Για να τραγουδηθεί ο Θούριός του, «Ως πότε παλληκάρια», ο Ρήγας δεν έβαλε μουσικά σύμβολα, νότες., αλλά ως ηγέτης αποτελεσματικός και προνοητικός που ήταν, για να διαδοθεί πλατιά, γράφει να το τραγουδούν στο σκοπό ενός πολύ γνωστού και διαδεδομένου τραγουδιού της εποχής του «Μια προσταγή μεγάλη», που αναφερόταν στα κατορθώματα του Λάμπρου Κατσώνη, που εκείνα τα χρόνια είχε αναθερμάνει τις ελπίδες των σκλαβωμένων για την απόκτηση της ελευθερίας τους με τη βοήθεια της Ρωσίας.
Στον επαναστατικό του παιάνα ο Ρήγας συνδύασε ακόμη το τραγούδι με το χορό. Ο Θούριος χορεύεται στο συρτό χορό της γενέτειράς του. Ταιριασμένα μαζί, χορός και τραγούδι, ωθούν τους σκλαβωμένους στη μέθεξη της επανάστασης. Ο ίδιος άλλωστε στις συγκεντρώσεις των συντρόφων του στα σπίτια της Βιέννης συνήθιζε μετά το φαγητό και τραγούδαγε τον Θούριο με την φλογέρα του και συνάμα χόρευε. Σημειώνεται χαρακτηριστικά στα ανακριτικά έγγραφα: «Κατά τον Σεπτέμβριον του έτους τούτου (του 1797) ο Ρήγας Βελεστινλής έψαλεν εν τη οικία του Αργέντη, παρισταμένου τούτου και του Έλληνος Θεοχάρη, ύμνον ελευθερίας και δήχορεύων περί την τράπεζαν».
Ο Ρήγας γνώριζε πολύ καλά πως επανάσταση ενάντια στην τυραννία του Σουλτάνου δε γίνεται με στιχουργήματα. Μόνο με παιάνες, με επαναστατικά ορμητικά τραγούδια επιτυγχάνεται το ξεσήκωμα του λαού.
Πράγματι, όσοι “ραγιάδες” έκτοτε άκουγαν του Ρήγα τον Θούριο ένοιωθαν ν’ αλλάζει για αγώνα και θυσία η ψυχή τους. Ο Κολοκοτρώνης, ο Γέρος του Μωριά, χαρακτηριστικά ομολογεί: «Εφύλαξα πίστιν εις την παραγγελίαν του Ρήγα, και ο Θεός με αξίωσεν και εκρέμασα φούντα εις το Γένος μου, ως στρατιώτης του. Χρυσή φούντα δεν εστόλισε ποτέ το σπαθί μου, όταν έπαιρνα δούλευσιν εις ξένα κράτη», ακολουθώντας ο Κολοκοτρώνης κατά γράμμα τη διακήρυξη του Ρήγα,
«Κάλλιο για την πατρίδα κανένας να χαθή
ή να κρεμάση φούντα για ξένον στο σπαθί»,
Θούριος, στίχ. 57-58.
Ακόμη οι επαναστάτες του Αλέξανδρου Υψηλάντη (1792-1828) τραγουδώντας τον Θούριο ξεκίνησαν την επανάστασή τους το 1821. Και οι Σουλιώτες του Μπότσαρη με τους ήχους των ασμάτων του Ρήγα στις μάχες εφορμούσαν. Παρόμοια, ο ΄Ανθιμος Γαζής στη διακήρυξή του προς τον λαό της Θετταλομαγνησίας το 1821, παραθέτει στίχους από τον Θούριο, τονίζοντας επί πλέον πως θα πρέπει σύμφωνα με τις «Διδαχές» του Ρήγα, δηλ. το Σύνταγμά του, να συγκροτηθεί το κράτος μετά την Επανάσταση.
Και για να εμψυχώσει τους πολεμιστές τους συγκεντρωμένους για του πολέμου τον αγώνα, μοιράζει του Θουρίου τους στίχους για να τραγουδηθεί. Κι’ ύστερα οι αγωνιστές έμπλεοι ενθουσιασμού και διάθεσης για θυσία, για τον ιερό σκοπό της ελευθερίας, εφόρμησαν κατά των Τούρκων της γενέτειρας του Ρήγα, του Βελεστίνου όπου προς τιμήν του Ρήγα συγκλήθηκε και η Συνέλευση των επαναστατών, η «Βουλή της Θετταλομαγνησίας».
Ο λόγιος ιατρός και συγγραφέας Στέφανος Κανέλλος μαζί με τους φίλους του, τραγουδώντας τον Θούριο σε οικογενειακή σύναξη στην Κωνσταντινούπολη, ορκίζονται στο όνομα του εθνεγέρτη Ρήγα για αγώνα κατά των τυράννων:
«Στην γνώμη των τυράννων να μήνελθώ ποτέ
Μήτε να τους δουλεύω, μήτε να πλανηθώ
Εις τα ταξιματά τους, για να παραδοθώ.
Εν όσω ζώ στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
Για να τους αφανίσω, θε να’ ναι σταθερός»,
Θούριος, στίχ. 32-36.
Και σύμφωνα με τον Λαρισσαίο δάσκαλο του Γένους Κων. Κούμα «Μικροί και μεγάλοι και αυταί αι γυναίκες έψαλλαν την του Ρήγα ωδήν εις πάν συμπόσιον και εις πάσαν συντροφίαν. Μ΄ όλον οτι κατ’ αρχάς εψάλλετο ως εύμορφον τραγούδι, ήρχισεν όμως κατ΄ ολίγον να ενεργή ψυχικώς».
Ο Γεώργιος Τερτσέτης, γραμματέας του Κολοκοτρώνη, χαρακτήρισε τον Θούριο ως «το ιερότερον άσμα της φυλής μας» . Μάλιστα τόνιζε ότι τα τραγούδια του Ρήγα «Ως σάλπιγγες εις την Ιεριχώ εγκρέμισαν τα τείχη της Τριπολιτσάς, ετίναξαν εις τον αέρα με τους αλλοφύλους τα φρούρια της Μονεμβασιάς, του Ναυπλίου, των Αθηνών και τα τρικάταρτα του εχθρού».
Λίγα, δυστυχώς, αντίτυπα από την έκδοση της Βιέννης διέφυγαν από την Αυστριακή Αστυνομία. Ήδη όμως ο Θούριος διαδίνονταν σε χειρόγραφη μορφή σε όλα τα Βαλκάνια.
΄Εχει βρεθεί σε πέντε παραδοσιακές μουσικές παραλλαγές, δηλωτικό πως πλατιά διαδόθηκε σε διάφορα μέρη του Ελληνικού χώρου και οι μελωδίες του προσαρμόζονταν στα μουσικά ιδιώματα της κάθε περιοχής . Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί τα όσα γράφει ο Γάλλος φιλέλληνας Φωριέλ, ο οποίος στα χρόνια του Αγώνα, το 1824, κυκλοφόρησε στο Παρίσι το βιβλίο του με τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Σ’ αυτά εντάσσει και τον Θούριο, ενώ δεν είναι δημοτικό τραγούδι, διότι δημιουργός του ήταν ο Ρήγας.
Τον συμπεριέλαβε στα δημοτικά λόγω της πλατιάς διάδοσής του, που είχε γίνει κτήμα του λαού. Επί πλέον μνημονεύει και την επίδρασή που ο Θούριος ασκούσε στο λαό. Σημειώνει ένα χαρακτηριστικό γεγονός, το οποίο διαδραματίσθηκε το 1815 σε χάνι της Ηπείρου. Ένα παλικάρι από το χάνι πλησιάζει τον ταξιδευτή, που είχε καταφθάσει.
Βγάζει απ’ τον κόρφο του ένα χειρόγραφο και τον παρακαλεί παράμερα να του το διαβάσει. Κι’ όσο ο ταξιδιώτης διάβαζε το χειρόγραφο, τόσο η όψη του παλικαριού μεταμορφωνόταν, μεταρσιωνόταν, φούντωνε, βούρκωνε και δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του. Άκουγε τον Θούριο. Κι΄ όταν ρωτήθηκε αν για πρώτη φορά ακούει το Ως πότε παλληκάρια, απάντησε, ότι κάθε φορά, που άνθρωπος γραμματισμένος περνά από το χάνι, το χειρόγραφο από τον κόρφο του βγάζει για να ακούσει του Θουρίου τις προσταγές.