Όνομα: Καλαμπόκι
Επιστημονική ονομασία: Αραβόσιτος ο κοινός ή Ζέα η μαΰς – Zea Mays
Οικογένεια: Ποωειδή
Άλλα ονόματα: Αραποσίτι, σίταρος ή σιταροπούλα στην Κύπρο
Περιγραφή
Το γνωστό σε όλους μας φυτό του καλαμποκιού, είναι μονοετές, με όρθιους ψηλούς βλαστούς, με μεγάλα λογχοειδή φύλλα εναλλάξ και άνθη τα οποία συλλέγονται την άνοιξη.
Από το καλαμπόκι χρησιμοποιούνται οι στήμονες και οι στύλοι των θηλέων ανθέων του καθώς και η φούντα του καρπού. Οι στύλοι, οι κλωστές δηλαδή που είναι προέκταση του υπέρου, του κεντρικού εκείνου τμήματος του θηλυκού άνθους που περιέχει την ωοθήκη, και που ονομάζονται κοινά γένια ή μαλλιά έχουν μήκος 10-20 εκατοστά και αποτελούν το δραστικό μέρος του καλαμποκιού, που χρησιμοποιείται φαρμακευτικά. Συλλέγονται λίγο πριν την επικονίαση. Καλό είναι να χρησιμοποιούνται φρέσκα γιατί χάνουν ένα μέρος της δραστικότητάς τους με το χρόνο.
Το καλαμπόκι που είναι σήμερα ένα από τα βασικά διατροφικά είδη σε παγκόσμια κλίμακα, καλλιεργείτο εδώ και αιώνες από διάφορους λαούς της Αφρικής, της Ασίας και της Αμερικής. Κατάγεται από τη Νότια και Κεντρική Αμερική ενώ η άγρια μορφή του που κατάγεται από την τροπική Αμερική, σήμερα, δεν είναι πλέον γνωστή. Η Ελληνική ονομασία του, «αραβόσιτος», σημαίνει «ο σίτος των Αράβων» και εισήχθη στην Ελλάδα το 1600 από τη βόρεια Αφρική. Η ετυμολογία της λέξης «καλαμπόκι» παραμένει ακόμα αβέβαιη.
Οι ΗΠΑ έχουν τη μεγαλύτερη παραγωγή στον κόσμο με 285 εκατομμύρια τόνους ετησίως και ακολουθούν η Κίνα, η Βραζιλία και το Μεξικό.
Το καλαμπόκι χρειάζεται εύφορα εδάφη, ελαφρά και καλά σκαμμένα, χωρίς λιμνάζοντα νερά αλλά με δυνατότητα άρδευσης. Τα ποτίσματα είναι απαραίτητα, ιδιαίτερα όταν το φυτό αναπτύσσεται, δηλαδή όταν ήδη έχει αποκτήσει το μεγαλύτερο ύψος του και η εποχή βρίσκεται στην πιο ζεστή της περίοδο (από 30 περίπου ημέρες μετά τη σπορά έως και 10 μετά την εμφάνιση της φούντας). Φτάνει σε ύψος τα 3-4 μέτρα, με άκαμπτο στέλεχος και φύλλα ένα σε κάθε κόμπο.
Συστατικά που βρίσκουμε στο καλαμπόκι
Το καλαμπόκι περιέχει πρωτεΐνες, άμυλο (που εξάγεται και πωλείται ως καλαμποκάλευρο), βιταμίνες Α, Β, Β1, Β5, C, Ε και Κ, φώσφορο, ψευδάργυρο, μαγνήσιο, σίδηρο, χαλκό, κάλιο, νιασίνη και μέταλλα, αμινοξέα και λιπαρά οξέα όπως το λινελαϊκό. Είναι πηγή παντοθενικού οξέος το οποίο είναι απαραίτητο και περιέχει τους απαραίτητους υδατάνθρακες, καθώς και λιπίδια για το σωστό μεταβολισμό του οργανισμού μας. Περιέχει επίσης, πολύτιμα ιχνοστοιχεία όπως είναι το σελήνιο.
Οι σπόροι του περιέχουν ένα εξαιρετικό βρώσιμο έλαιο, πλούσιο σε βιταμίνη Ε. Το στέλεχός του είναι πλούσιο σε σάκχαρο (δεξτρόζη). Τα στίγματα του καλαμποκιού περιέχουν μαννίτη (μια λιπαρή ουσία) και μια ουσία παρόμοια με εκείνη της εργοτίνης (που είναι συστατικό των μυκήτων που φυτρώνουν στα στάχια της σίκαλης, σαν αρρώστια).
Περιέχουν ασβέστιο, γλυκίδες, στερόλες, κερί, συστατικά που τα κάνουν διουρητικά, και ακόμα σάκχαρα, σαπωνίνες, μέταλλα, τανίνες και αλλαντοΐνες, ενώ οι τροπικές μορφές περιέχουν και ένα αλκαλοειδές.
Ιστορία και Παράδοση
Πολλοί πληθυσμοί της αμερικανικής ηπείρου, κυρίως της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής, είχαν θεοποιήσει το καλαμπόκι, ενώ υπάρχουν πολλοί θρύλοι και μύθοι σχετικά με αυτό και τις ιδιότητές του. Στην Αμερικανική Ήπειρο, οι Ίνκας, οι Μάγια και οι Αζτέκοι καλλιεργούσαν ήδη το καλαμπόκι, πριν από 5.500 χρόνια.
Σπόροι άγριου καλαμποκιού ηλικίας 80.000 ετών, βρέθηκαν σε ανασκαφές που έγιναν στην πόλη του Μεξικού. Μετά τα ταξίδια του Χριστόφορου Κολόμβου στην Αμερική, το καλαμπόκι μεταφέρθηκε στην Ισπανία το 1519 (πριν ήταν άγνωστο στην Ευρώπη) και έως το 1575 η καλλιέργειά του είχε εξαπλωθεί στη Γαλλία, την Ιταλία και μέσω αυτής σε όλη την Οθωμανική, τότε, αυτοκρατορία.
Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια μέχρι να αναγνωριστεί η αξία του αραβόσιτου, τον οποίο αρχικά χρησιμοποιούσαν σαν ένα παράξενο εξωτικό φυτό κατάλληλο για τους κήπους των αρχόντων και όχι ως φυτό γεωργικού ενδιαφέροντος.