Ο Νίκος Ξανθόπουλος γεννήθηκε στις 14 Μαρτίου του 1934, στον προσφυγικό συνοικισμό της Νέας Ιωνίας. Οι γονείς του ήταν Πόντιοι και η οικογένεια αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, όπως σχεδόν το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, εκείνη την εποχή. Ο πατέρας του έκανε διάφορες δουλειές, από ψαράς μέχρι τσαγκάρης και αυτές όταν ήταν κοντά στην οικογένειά του, γιατί έλειπε συχνά από το σπίτι. Ήταν αντιστασιακός και συνήθιζε να εξαφανίζεται για αρκετό καιρό, ώστε να αποφύγει τη σύλληψη. Δεν ήταν όμως μόνος ο ίδιος στο στόχαστρο, αλλά και όλη η οικογένεια, η οποία δεν κατάφερε να γλιτώσει. Όταν ο Νίκος ήταν 9 ετών, συνελήφθη μαζί με τη μητέρα του από τους Γερμανούς και οδηγήθηκε στη φυλακή, εμπειρία που δεν ξέχασε ποτέ. Από παιδί είχε μεγάλη αγάπη στα λογοτεχνικά βιβλία και ήθελε να γίνει φιλόλογος. Την περίοδο εκείνη δεν ήταν εύκολο για ένα παιδί φτωχής οικογένειας να διαβάζει λογοτεχνία, καθώς τα βιβλία αποτελούσαν είδος πολυτελείας και κόστιζαν πολύ ακριβά. Ο Ξανθόπουλος όμως ήταν «προνομιούχος», επειδή είχε γείτονα έναν τυπογράφο, ο οποίος του δάνειζε βιβλία. Η άλλη του αγάπη ήταν ο αθλητισμός. Από μικρή ηλικία έκανε στίβο και είχε καλές επιδόσεις στο τριπλούν και το τρέξιμο μετ΄ εμποδίων. Το 1952 έπαιζε στην αγαπημένη του ΑΕΚ. Ο Ξανθόπουλος ηθοποιός και τραγουδιστής Τελικά δεν έγινε ούτε φιλόλογος, ούτε αθλητής. Το 1963 αποφοίτησε από τη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου και ξεκίνησε τη θεατρική του πορεία στην παράσταση «Βιργινία». Έκτοτε, πήρε μέρος σε πολλές παραστάσεις και δοκίμασε το ταλέντο του, ακόμη και στην επιθεώρηση. Ο πρώτος του κινηματογραφικός ρόλος ήταν μικρός. Εμφανίστηκε στην ταινία «Το εισπρακτοράκι», πλάι στους Αυλωνίτη και Ρίζο. Από το 1964 έως το 1971 είχε αποκλειστική συνεργασία με την ΚΛΑΚ φιλμ του Απόστολου Τεγόπουλου.
Εκεί ξεκίνησε τους δραματικούς ρόλους με την ταινία «Αγάπησα και πόνεσα», όπου παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο κοινό ως «λαϊκό παιδί». Ο κόσμος τον λάτρεψε και ταυτίστηκε μαζί του. Τα κινηματογραφικά του βάσανα δεν απείχαν πολύ από την ταλαιπωρία των πολιτών, σε μια κοινωνία στην οποία δεν λειτουργούσε τίποτα και η επιβίωση αποτελούσε καθημερινή μάχη. Οι ουρές για να δουν τις ταινίες του ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Ο σεβασμός και η αγάπη στη μάνα που υπάρχει σε κάθε ταινία του συγκινούσε το κοινό, σε μια εποχή που οι περισσότεροι νέοι, είχαν εγκαταλείψει τα χωριά και τους γονείς τους για να βρουν μεροκάματο στις πόλεις.
Η πορεία στο τραγούδι
Παράλληλα με την επιτυχημένη πορεία στον κινηματογράφο, ο Νίκος Ξανθόπουλος ξεκίνησε καριέρα και στο λαϊκό τραγούδι. Έχοντας ως καθοδηγητές τον συνθέτη Απόστολο Καλδάρα και τη στιχουργό Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, έκανε τα πρώτα του βήματα στη δισκογραφία, για να καθιερωθεί τελικά ως τραγουδιστής, κυκλοφορώντας συνολικά 9 ολοκληρωμένους δίσκους και 55 σινγκλς. Ως τραγουδιστής μάλιστα, έκανε μεγάλες περιοδείες στο εξωτερικό, όπου ο κόσμος τον αποθέωνε, αφού τον γνώριζε από τον κινηματογράφο.
Έχει δηλώσει ότι την περίοδο εκείνη, το τραγούδι ήταν η βασική δουλειά από την οποία κέρδιζε χρήματα. Συνολικά, ηχογράφησε περίπου 330 τραγούδια. Ωστόσο, δεν σταμάτησε ποτέ να διαβάζει μετά μανίας βιβλία και πολλοί που τον έχουν επισκεφθεί στο σπίτι του, λένε ότι διαθέτει μια από τις μεγαλύτερες ιδιωτικές βιβλιοθήκες. Το 1970 σχημάτισε δικό του θίασο και ανέβασε αρκετές παραστάσεις. Στην τηλεόραση έκανε επιλεγμένες εμφανίσεις, με πρώτη στη σειρά «Αγρίμια» το 1973. Στην προσωπική του ζωή, ο Ξανθόπουλος παντρεύτηκε δύο φορές – έχει τέσσερα παιδιά και πέντε εγγόνια. Όταν αποσύρθηκε δήλωσε αγρότης και πλέον ασχολείται με το κτήμα του. Το 2014 ανάρτησε στη σελίδα του στο facebook: «Ποτέ δεν φανταζόμουνα ότι θα φτάσω 80 ετών. Για δες, λέω, Νικολάκη, τα κατάφερες. Είδες που φοβόσουν, όταν 9 χρονών σε είχαν φυλακή οι Γερμανοί κι έτρεμες μήπως σε στείλουν να γίνεις σαπούνι. Ογδόντα χρόνια δεν είναι λίγα, μακάρι να τα φτάνανε κι άλλοι. Τώρα όπως είμαι απάνω-απάνω στο τελευταίο σκαλοπάτι και κοιτάζω κάτω, λέω: Μην απογοητεύεσαι για την κατάσταση. Δεν πιστεύω να κάνεις καμιά κουτουράδα διάβολε, έχεις παιδιά, εγγόνια, σύνελθε. Ο πλούτος σου είναι τα παιδιά σου»