«Μικρό και αδύναμο, χωρίς πίστη και εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Έτσι με θυμάμαι. Ζούσα στο
μεγάλο δάσος περιτριγυρισμένο από ψηλά έλατα και θεόρατα κυπαρίσσια. Έτσι τουλάχιστον φάνταζαν μπροστά στα μάτια μου. Με ζάλιζε το ύψος και η δύναμη τους. Εγώ ένιωθα τις ρίζες μου ίσα να ακουμπούν στη γη.
Ήμουν ένα αδύναμο κλαράκι που το έσερνε ο άνεμος. Ακολουθούσα πιστά τις επιθυμίες των άλλων δέντρων και ξεχνούσα τα δικά μου όνειρα. Ήθελα να ταξιδέψω σε ένα άλλο δάσος μακρινό.
Που όλα τα δέντρα θα με υπολόγιζαν και θα με σέβονταν. Θα γινόμουν ένα δέντρο δυνατό με βαθιές ρίζες που θα άντεχε τις θύελλες, τις καταιγίδες και την βαρυχειμωνιά.
Πίστευα ότι τη δύναμη θα μου την χάριζαν οι άλλοι. Όμως όσο περνούσαν τα χρόνια έμαθα. Την είχα βαθιά κρυμμένη στη ψυχή και στο μυαλό μου. Ήταν η πίστη και η αγάπη στον εαυτό μου.
Η αποδοχή της ύπαρξης μου με όλες τις ατέλειες αλλά και τις δυνατότητες μου. Τα μάτια μου άρχισαν ν’ ανοίγουν διάπλατα όταν άρχισα να «με βλέπω». Να συνειδητοποιώ το ύψος μου, τις ρίζες και την αντοχή μου.
Έπαψαν πια τα άλλα δέντρα να με παρασύρουν στα δικά τους θέλω. Άρχισα να επιτρέπω στον εαυτό μου να ονειρεύεται. Να χαράζει την πορεία του χωρίς να φοβάται να πει όχι και να διαφωνήσει.
Ο τοίχος της αυτοεκτίμησής μου είχε πια αρχίσει να χτίζεται λιθαράκι – λιθαράκι. Και ας υπήρχαν μέρες που ένιωθα ότι θα καταρρεύσω από την αγωνία και το φόβο.
Η ψυχή μου είχε αρχίσει να μεγαλώνει και ήταν εκείνη που έδωσε ρίζες στα πόδια και στο μυαλό να αντέχω τα χιόνια και τους παγετούς. Και τότε ήρθε η ώρα των μεγάλων αποφάσεων.
Άρχισα να ακούω τον εαυτό μου. Να τον φροντίζω και να διώχνω από δίπλα μου όλα εκείνα τα δέντρα που τόσα χρόνια τρεφόταν από τις δικές μου ρίζες χωρίς εγώ να το αντιλαμβάνομαι.
Ένιωθα θυμό που δεν είχα ¨ξυπνήσει¨νωρίτερα αλλά καταλάβαινα όμως κιόλας ότι ήθελα χρόνο. Το δικό μου χώρο και χρόνο που θα συντονιζόταν με το μυαλό και την ψυχή μου για να αρχίσω το ταξίδι στα πιο κρυφά μου μονοπάτια.
Εκείνα όμως μου έδωσαν το φως όταν μπόρεσα να ξεκλειδώσω τα σεντούκια μου και να αφήσω τον εαυτό μου γυμνό από ψεύτικα περιτυλίγματα που περιστασιακά με γέμιζαν με χαρά και ικανοποίηση.
Τώρα πια έχω ξεκινήσει το ταξίδι μου σε ένα δάσος και μου έχω επιτρέψει να σκάψω βαθιά μέσα στα έγκατα της γης. Οι ρίζες μου καθημερινά αναπνέουν και εξελίσσονται.
Δεν τις σταματάει η φλυαρία και τα σχόλια των άλλων δέντρων αλλά είναι συντονισμένες με τα σχέδια της καρδιάς και του μυαλού μου. Μεγάλωσαν πια τα κλαδιά μου, θέριεψαν και άρχισα να βγάζω άνθη που καρποφόρησαν.
Είμαι ένα δέντρο γεμάτο ζουμερά κόκκινα ρόδια, έτοιμα να απολαύσουν τη ζωή που ξεδιπλώνεται μπροστά τους.»