Της Μάριαμ Farman – Συρέγγελα
Νύχτα μαύρη, ούτε φεγγάρι. Θάλασσα αχνή. Άμμος, βότσαλα, κοχύλια, φύκια, θαλασσιά μπιχλιμπίδια, πάνω οι φωνές κι η μουσική. Καθόταν μόνος. Ξάφνου:
-Α, εδώ είσαι συ;
Πούθε είχε έρθει τώρα αυτή;
– Όχι δεν είμαι.
-Τι λες βρε μωρό μου, αφού εδώ είσαι.
-Θα προτιμούσα να μην ήμουν.
-Έλα τώρα. Είναι νύχτα θαυμάσια, καλοκαιρινή, ήσυχη. Ρομαντική.
-Ήσυχη; Είσαι σοβαρή; Κι αυτό επάνω; Απεχθή κλαπατσίμπαλα αντί για μουσική.
-Βρε, είναι γιορτή.
-Γιορτή δεν είναι. Είναι γάμος κι άρα δεν υπάρχει τίποτα ρομαντικό.
-Εγώ το βλέπω ρομαντικό. Δυο άνθρωποι….
-Εσύ έχεις πιει.
-Έχω. Κρασί. Κιλά.
-Εξ’ ου και της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά.
-Αμάν πια! Λες κι είμαστε παντρεμένοι. Πώς κάνεις έτσι;
-Ευτυχώς δεν είμαστε καθόλου παντρεμένοι. Μπορείς να σηκωθείς από πάνω μου;
-Θέλω να κάνουμε έρωτα.
-Πόσο εύγλωττα το λες όταν το θες.
Έρωτας, δέσποτας απόλυτος, ζητιάνος και ξυπόλυτος.
-Έχεις πιει και δεν ξέρεις τι λες.
-Έχω πιει κι άρα ξέρω ακριβώς τι λέω. Αυτά που δεν λέω όταν δεν έχω πιει.
– Δηλαδή; Τι; Πες μου.
– Ο έρωτας τι είναι; Έχεις σκεφτεί;
– Μια απρόσμενη καταστροφή;
-Είναι πάθος, όχι αγάπη, που σύντομα θα εξαντληθεί, θα λήξει
με μια απιστία ίσως ή ένα ψέμα,
ξάφνου, όπως ήρθε, ακάλεστος, φλόγα μες απ’ ένα βλέμμα.
Βίζιτα αρμενική, μένει έως ότου σου τα πάρει όλα.
Σε μεθάει, σε τρελαίνει, σε πηδάει, σε ξεμωραίνει,
σ’ αφήνει, σε ξεχνά και σε πικραίνει.
Ολέθριος παράδεισος και εν αιθρία άβυσσος.
Και στο τέλος τι απομένει; Ο γκρεμός κι εσύ γυμνός;
Και μια αθέατη πληγή, μια τοσοδούλα αμυχή;
– Δηλαδή;
– Ίσως ο δρόμος προς την καρδιά και την ψυχή-
πού θες να ξέρω γω μωρή;
– Θες να πεις ότι τα παιδιά δεν αγαπιούνται;
– Τώρα αγαπιούνται. Αύριο παντρεύονται. Του χρόνου θα πηδιούνται;
– Είσαι κυνικός
– Ποσώς. Είμαι παντρεμένος. Σήκω.
– Φοβάσαι μην κατέβει η γυναίκα σου;
– Κι εσύ θα ‘πρεπε να φοβάσαι-κολλητή σου είναι. Και νυστάζω.
– Είσαι σιχαμένος.
– Μεσήλικας είμαι και κουρασμένος.
– Άστα αυτά. Κάποια άλλη θα πηδάς!
– Γλυκόλαλη όπως πάντα. Σταμάτα για λίγο να μιλάς.
– Αγαπάς άλλη;
– Άλλη; Ούτε τον εαυτό μου σ αυτό το χάλι.
– Είσαι τρελός! Φεύγω!
– Για να πούμε την αλήθεια, τώρα τελευταία
η λογική και η αγάπη κάνουν ελάχιστη παρέα.
Αν και πάντα έτσι ήταν. Έφυγε επιτέλους.
Και τώρα; Τώρα πώς δεν περνά η ώρα;
Δεν το μπορεί μια μέρα ήλιος να κρυφτεί;
Σου λέει ύστερα ο άλλος πως ειν’ ο χρόνος σχετικός.
Εμένα μου λες, άστεγος, πεισματάρης και στριφνός,
αφήνει τα ίχνη του παντού: στα χαλάσματα, στων αιώνων
τις ρωγμές, στα χρόνια, σε ρυτίδες και μέσα στις καρδιές
ενώ αυτός, αντίθετα, δεν ξεφτίζει,
μόνο καταστρέφει- ολοκληρωτικά -ό,τι αγγίζει.
Σιχτίρι πια!
Σου λέει ύστερα ο άλλος πως ειν’ ο χρόνος σχετικός.
Εμένα μου λες, άστεγος, πεισματάρης και στριφνός, αφήνει τα ίχνη του παντού: στα χαλάσματα, στων αιώνων τις ρωγμές, στα χρόνια, σε ρυτίδες και μέσα στις καρδιές ενώ αυτός, αντίθετα, δεν ξεφτίζει, μόνο καταστρέφει- ολοκληρωτικά -ό,τι αγγίζει.
Κοίταξε τα άστρα πάνω και γύρω του, ριγμένες βελόνες ασημένιες που τίποτα δεν τις άγγιζε εκτός από τη νύχτα- κι αυτό φαινομενικό: από μακριά, βλέπουμε το όλον κι η ιδέα της ολότητας μας παραπέμπει σε εικόνα νηνεμίας. Βλέπουμε τα άστρα φεγγοβολά δίχως τις συντριπτικές εκρήξεις μέσα τους, δίχως τις μεταξύ τους ολέθριες συγκρούσεις. Όμως, στη γη, η αποστασιοποίηση είναι δύσκολη, «Και πίνω, γιατί; Τι θ’ αλλάξει;» κι ο νους του γλίστρησε αργά απ’ το συνειδητό μες το χάσμα του ύπνου, το ποτήρι έγειρε απ’ τη πλήμμη του κι έπεσε στην άμμο.
Αέρας. Φύλλο πράσινο και χώμα. Δάσος, σκιές και βρύα και βάτα πλεγμένα διάσπαρτα, δαιδαλώδη μες το φωτεινό και σκοτεινό, το παντού πυκνό, αδιάβατο. Ήξερε τον δρόμο τώρα, ήξερε ότι η σπηλιά και μετά η λίμνη ήταν μπροστά του, ότι ο βαρκάρης θα περίμενε χαμογελαστός με την κουκούλα κατεβασμένη μέχρι τα μάτια του, προφυλαγμένος απ’ την υγρασία. Ανατρίχιασε τρέμοντας: προσμονή και φόβος. Ποιος λέει ότι δεν φοβόμαστε αυτό που προσμένουμε όταν συχνά πάνε χέρι-χέρι, το ‘να σπρώχνοντας το άλλο, επιτείνοντας το; Το χτυποκάρδι είναι το ίδιο, διαφέρει όχι ποσοτικά αλλά ποιοτικά, ενώ η δυναμική της προσμονής καλύπτει εσκεμμένα τον φόβο προκειμένου να τον αποτρέψει.
Η σπηλιά τον δέχτηκε μ’ ανοικτό το στόμα: ανάσα υγρή, υπόγεια, γήινη. Ούτε τον καλωσόρισε, ούτε τον έδιωξε, η φύση είναι αυτό που είναι, έμβια δίχως συναισθήματα, μια αλυσίδα από αποτελέσματα αίτιων. Και προχώρησε μέσα της μαζί με την ηχώ των βημάτων του λες και προχωρούσαν κάποιοι άλλοι πιο μπροστά του. Τα τοιχώματα έσταζαν έναν ιδρώτα κρύο ενώ, κάπου, μέσα τους, έτρεχε το ποτάμι, άκουγε την ροή πίσω απ’ τα σκοτεινά βράχια, το νερό που σκαμπανέβαζε μες την πελώρια κοιλία του βουνού πριν χυθεί στη λίμνη. Κι οι νυχτερίδες χόρευαν γύρω του, ξεκολλώντας απ’ το θόλο της σπηλιάς που στένεψε, έγινε διάδρομος και στο άνοιγμα της η λίμνη απλώθηκε άδεια και ήσυχη και μελαγχολική. Ο βαρκάρης, σκιά πάνω στη βάρκα του, τον κοίταξε ειρωνικά:
– Ορίστε κι ο περιπλανώμενος πότης.
– Ο υποφαινόμενος. Θα με πας απέναντι.
– Δεν ‘ναι λιμάνι εδώ. Δεν κάνουμε δρομολόγια κατά τις προτιμήσεις των περαστικών.
Είσαι παλαβός;
– Μπα; Έχετε πελατεία που έρχεται δω οικιοθελώς;
– Και ειρωνεία! Μια συμβουλή θες να σου δώσω;
– Να λείπει. Άλλωστε έχω να πληρώσω.
– Και αλαζονεία. Εδώ η ηλικία δεν έχει σημασία. Είναι δημοκρατικός ο Άδης.
Τσαλαβούτησε μες στα νερά και σκαρφάλωσε κακήν-κακώς στη βάρκα, κουνώντας την επικίνδυνα.
– Κι εσύ ‘σαι βαρκάρης. Τα κουπιά.
– Ανυπόμονε! θα με ρίξεις. Θα μείνεις εκεί ή θα γυρίσεις;
– Αυτό δεν είναι βάρκα, είναι σκυλοπνίχτης. Θα γυρίσω κι όχι μόνος.
– Πάμε: εγώ, εσύ κι ο φόβος.
Γέλασε ο βαρκάρης κυλώντας το κουπί μες στο θολό, μαύρο νερό, σπρώχνοντας τη βάρκα μακριά απ’ τη στεριά.
– Για ποιον περνάς την λίμνη; Είναι θάρρος ή ανοησία;
– Είναι, φίλε, έρωτας και πάθος.
– Δηλαδή ονειροφαντασία; Το μαγαζί εδώ δεν αναγνωρίζει λάθος.
Ό,τι λάθη αναγνωρίζονται, μόνο μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου,
δηλαδή σαν είσαι νεκρός και πλέον μακριά.
Κατ’ εξαίρεσην, σπανίως, και στον θάνατο κοντά.
– Εγώ μια φορά, θα κατέβω,
θα την βρω, θα την ξυπνήσω,
απ’ τη σκιά θα την σηκώσω
και θα την αναστήσω, κι έξω θα τη σύρω
μες την αγκαλιά μου θα την κλέψω
και θα την φιλέψω με φιλιά –
– Κοίτα δω τον μεσόκοπο εραστή!
– Σιωπή! Να η ακτή. Φτάσαμε.
– Πρόσεχε, να βρεις αυτό που ψάχνεις είναι επικίνδυνο.
– Όπως βλέπεις σε αγνοώ.
Πήδηξε σβέλτα απ’ τη βάρκα, ταρακουνώντας, σηκώνοντας τα κύματα .
– Μην πιεις απ’ τη λίμνη προτού φτάσεις!
– Γιατί;
– Διότι ό,τι ξέρεις, θα το ξεχάσεις.
Ευθεία, στο τρίτο δεξιά θα στρίψεις
και θα την βρεις στου Άδη,
στη φυλλωσιά και στη σκιά του φυλάει το κοπάδι.
Η βάρκα ακούμπησε στην άμμο, λεπτή, μακρόστενη πιρόγα, στερεά, ανάλαφρη, ένα με τη λίμνη. Στάθηκε λίγο να συνηθίσουν τα μάτια του στο ημίφως. Δεν ήταν νύχτα, ούτε μέρα, μα εκεί που δεν υπήρχε χρόνος-διότι κανείς δεν τον μετράει-ούτε τόπος-διότι δεν υπάρχουν διαφορές, όλα είναι ένα, όχι το ίδιο, απλά, ένα. Και άρχισε με προσοχή να προχωρεί πάνω σε αυτήν την παράξενη άναρχη γη: ατελείωτο, συνεχιζόμενο, ερημικό, επαναλαμβανόμενο τοπίο οπού κάθε βήμα ήταν απαράλλακτο με το προηγούμενο, οπού πραγματικότητα και όνειρο δεν είχαν όριο ή σύνορο. Έτρεμε απ’ το κρύο.
Αλλά ήταν εκεί. Όρθια, με το ραβδί του βοσκού στο χέρι, όρθια , δίπλα στο κοπάδι απ’ τα βουβάλια που έβοσκαν με τα κεφάλια χαμηλωμένα, σα να προσεύχονταν. Όγκοι τεράστιοι, υπέροχα μαμούθ ενός άλλου κόσμου, απαράμιλλα, με κέρατα απλωτά που άνοιγαν πάνω απ’ τα κεφάλια τους σα μπράτσα διάπλατα, διχαλωτά, μυτερά στις άκρες σα τουρκικά γιαταγάνια, άυλα, κοφτερά σπαθιά. Ήταν όρθια σα μέσα σε ομίχλη, όρθια ανάμεσα απ’ αυτά τα τέρατα που στριμώχνονταν κοντά της λες κι ένοιωθαν ασφάλεια εκεί, περνώντας δίπλα της σύριζα, δίχως να την αγγίζουν ή να την σπρώχνουν, γυροφέρνοντας την σαν να την προστάτευαν.
Τα κεφάλια τους σηκώθηκαν προς το μέρος του φιλήσυχα, η ανάσα τους λευκή, ομίχλη, αχλή γύρω του. Η σιλουέτα της υψωνόταν αγέρωχη πάνω απ τις γιγάντιες ράχες τους, λίγο θαμπή σαν πηγή που κρατεί το φως μέσα της, αυτόφωτη σαν τον ήλιο αλλά δίχως την έξοχη αγριάδα του. Τα βουβάλια μουγγρίσαν, ήχοι αβυσσαλέοι, συντριπτικοί και, βαριά, πράα, άνοιξαν μες στην απεραντοσύνη έναν διάδρομο στολισμένο, κατά μήκος, με εβένινα κέρατα που έσκιζαν αργά τον αέρα καθώς κουνούσαν τα κεφάλια τους μηρυκάζοντας.
– Σε ψάχνω στη λίμνη, στο δάσος βαθιά,
στον ουρανό, σε όνειρο, στου Άδη τη φωλιά.
Έλα, πάμε γρήγορα να φύγουμε, πάμε στο φως!
Τον κοίταξε τόσο αγνή.
– Μα το ίδιο είναι κι εδώ. Απλά είναι αλλιώς.
– Αλλιώς; Εδώ ναι ο θάνατος,
του Άδη το αδυσώπητο έρεβος και το σκοτάδι.
Τι δουλειά έχεις εσύ μ’ αυτόν;
Χαμογέλασε κι η ομίχλη έσπασε:
– Μην ζηλεύεις.
– Ήρθα από πέρα. Να σε σώσω κι εσύ με κοροϊδεύεις;
– Να με σώσεις από τι; Από ζωή που δεν αναγνωρίζεις
διότι είναι άλλη η θέα της και τα μέτρα;
-Εδώ δεν υπάρχει τίποτα το ζωντανό.
Ούτε δέντρο, ούτε δάσος, ούτε βουνό, ούτε μια πέτρα.
-Υπάρχουν όλα. Υπάρχω εγώ,
μια όχθη και το ατελείωτο.
Απλά, ό,τι αλλιώτικο φαίνεται τρομακτικό.
Λίγο όπως στα παραμύθια:
μες στο ψέμα είναι κρυμμένη κι η αλήθεια.
– Έλα. Σε παρακαλώ.
– Τι έχεις εκεί που δεν έχει εδώ;
– Τον ήλιο, τον θόλο τ’ ουρανού,
τα πρωινά, χιονισμένα μονοπάτια του βουνού,
ένα ρόδο, τη βροχή και της θάλασσας το κύμα,
ένα χάδι, στάλα κρασί κι απ’ τ’ αμπέλι ένα ποίημα.
Και θα κλέψω απ’ τις μέλισσες το χρυσαφένιο μέλι,
να σε ταΐσω θυμάρι και ρετσίνι από πεύκο μαγικό
κι από φύλλο θα σου δώσω, διάφανο, βρόχινο νερό.
Έτεινε το χέρι του, τα δάκτυλα ανοικτά, τεντωμένα. Εάν έφτανε ένα της δάκτυλο θα την τραβούσε μαζί του. Το χέρι του πέρασε μες απ’ το δικό της, δάκτυλα που πλέχτηκαν και ξεπλέχτηκαν, που πέρασαν διάφανα και ξανάσμιξαν σε ύλη.
– Ονειρεύομαι;
– Δεν μπορείς να ξέρεις. Έτσι δεν είναι; Το όνειρο που τελειώνει.
– Τι έχεις εκεί που δεν έχει εδώ;
– Τον ήλιο, τον θόλο τ’ ουρανού, τα πρωινά, χιονισμένα μονοπάτια του βουνού, ένα ρόδο, τη βροχή και της θάλασσας το κύμα, ένα χάδι, στάλα κρασί κι απ’ τ’ αμπέλι ένα ποίημα. Και θα κλέψω απ’ τις μέλισσες το χρυσαφένιο μέλι, να σε ταΐσω θυμάρι και ρετσίνι από πεύκο μαγικό κι από φύλλο θα σου δώσω, διάφανο, βρόχινο νερό.
Κοίταξε γύρω του. Όλα αχνά, μισοφαίνονταν, μισομαντεύονταν, αποκυήματα του νου που έπαιρναν μορφή και διαλύονταν ευθύς, ξεφεύγοντας απ’ το μάτι όπως οι αντικατοπτρισμοί των ερήμων που δεν είναι παρά παιχνίδι ενός άυλου φωτός: Εδώ οι πέντε αισθήσεις ήταν άχρηστες, εδώ ήταν ο νους που κυριαρχούσε κι οι εικόνες που έφτιαχνε προέρχονταν, κατάλαβε, απ’ τα βάθη της καρδίας, ασώματες έννοιες κρυμμένες καλά, σφραγισμένες χρόνια, ξεχασμένες, πλέον άγνωστες, που τώρα ξέφρενα ανέτειλαν. Και γύρω του είδε ξάφνου μυριάδες μορφές να ξυπνούν ολόφωτες κι αναρωτήθηκε αν ήταν αυτός που είχε ξυπνήσει απ’ τον ύπνο του.
– Είναι καλύτερος ο θάνατος;
– Είναι αλλιώς. Ο θάνατος είναι μια λέξη, αντικατάσταση άγνοιας.
Δεν είναι ύλη ή μορφή,
είναι μια άλλου τύπου ζωή.
– Τι είναι Περσεφόνη τελικά; Θα μου πεις;
– Απλά, είναι το μετά. Ίσως κι αυτό κάποια στιγμή τελειώνει.
Κανείς δεν γνωρίζει….. πρέπει να φύγεις.
– Θέλω να μείνω. Δεν έχω τίποτα ‘κει πίσω να με περιμένει
– Έχεις νομίζω, ό,τι δεν έχεις αρχίσει και που σε δένει.
– Τίποτα δεν έχω! Θάλασσα και άμμο.
– Έχεις ένα γάμο.
Σήκωσε τα χέρια του να σκορπίσει τις λέξεις στον αέρα, να τις σβήσει. Τα βουβάλια μουγκάνισαν ενοχλημένα, κτυπώντας τις οπλές τους, τα ρουθούνια τους φλογισμένα.
– Ένα γάμο! Που δεν αντέχω!
– Λίγο θάρρος. Άλλωστε είσαι κι ο κουμπάρος.
– Κι εσύ μου το θυμίζεις λες κι είναι χαρά.
– Η συνένωση δυο ανθρώπων δεν είναι γεγονός χαρμόσυνο και ιερό;
– Να σου θυμίσω ότι είμαι παντρεμένος εγώ;
Ότι καταντάει ο γάμος βαρετός, άψογα συμβατικός;
Ένα συμβόλαιο κοινωνικό, παράλογο, που αποσκοπεί πραγματικά σε τι;
Πέρα απ’ το γνωστό, καθημερινό και αποδεκτό που επαναλαμβάνεται,
μια συνήθεια στερημένη και κλειστή, δίχως ανάσα
να μπορεί ν αλλάξει, να εξελιχθεί.
Είναι αφόρητα στενή αυτού του είδους η ζωή.
Η Περσεφόνη γέλασε, ήχος βροχής, καθάριος, νερό γλυκό χαρούμενο πάνω σε βότσαλα λεία, και χαμογέλασε άθελα του βλέποντας την σχισμή των χειλιών της.
– Πήγαινε, έχεις ένα χρέος να εκτελέσεις.
– Ναι, μη χάσω βεβαίως!
Η ειρωνεία είναι συχνά πικρία για την επερχόμενη αποδοχή. Πριν την αποδοχή, το πρώτο στάδιο είναι ο θυμός:
Η ειρωνεία είναι συχνά πικρία για την επερχόμενη αποδοχή. Πριν την αποδοχή, το πρώτο στάδιο είναι ο θυμός:
-Κατέβηκα στον Άδη να σε βρω, πέρασα τη γη
απ’ άκρη σ’ άκρη κι εσύ με διώχνεις δίχως φιλί ή δάκρυ.
Προτιμάς λοιπόν αυτόν; Τον θάνατο από…
-Από αυτό που λες εσύ ζωή; Μια φευγαλέα επαφή;
Υπάρχει λες διαφορά πέρα απ’ αυτήν την λέξη
που το νόημα της δεν γνωρίζουμε; Την πραγματικότητα
κι ό,τι λέμε ότι υπάρχει, πού τα στηρίζουμε;
Πες, όταν βηματίζουμε με ψυχή κλειστή;
Τι λες κι εσύ που ‘σαι γιατρός;
Ζωή και θάνατος εφήμερα περνούν μες στα χέρια σου,
και την ιατρική που χει γίνει- σχεδόν-
ανιαρό κι ανίερο εμπόριο σωμάτων και ψυχών.
Δεν βλέπεις; Ένα πράγμα είναι όλο, δίχως όριο κανένα.
Δεν είναι αυτό που νομίζεις η ζωή:
Είναι μόνο του αιώνιου η πρόσκαιρη στιγμή.
Το μακρύ, ατσάλινο ραβδί έλαμψε στα χέρια της, μια κίνηση πλάγια, λεπίδα και χαιρετισμός, κίνηση αβίαστη πολεμιστή, έκοψε το σκοτάδι σε φως και τα βουβάλια κινήθηκαν ανάμεσα τους, όγκοι αμύθητοι, ήσυχοι σαν τους αιώνες, τα κέρατα τους σπαθιά ιερατικά, ανάλαφρα, σχεδόν σα φτερά και γύρω του ξαφνικά φτερούγισαν , χάδια που άγγιξαν το πρόσωπο του και κάθιδρος τινάχτηκε να τα αποφύγει και βρέθηκε κάτω, να ατενίζει την θάλασσα όπου βούιζαν τα πρωινά κύματα αφρίζοντας ίσα-ίσα στις κορφές τους με στρόγγυλο, κατάλευκο, νεαρό αφρό.
Στο βάθος, μακριά, είδε μια ψαρόβαρκα να τραμπαλίζεται και τον ψαρά όρθιο, σκιά που υψώνονταν αψηφώντας τον ήλιο, να μελετάει τον ορίζοντα.
-Γαμώτο! Θυμός, η επιφάνεια της λύπης, συμπυκνωμένος και εγκλωβισμένος τον έπνιξε όπως φράζει ο άνεμος στις ερήμους τον λαιμό.
Το στόμα του κολλούσε και σηκώθηκε να τιναχτεί, ν’ ανέβει σαν αιχμάλωτος στο σπίτι της ακρογιαλιάς, να πλυθεί, ν’ αλλάξει, σαν ετοιμοθάνατος καλά να ντυθεί, να δέσει την όμορφη γραβάτα, να βάλει με προσοχή το άσπρο, νεαρό τριαντάφυλλο στο πέτο και να κατέβει πάλι κάτω στην ολοστόλιστη βεράντα, ν’ αναλάβει τα καθήκοντα του με τρεμάμενα πόδια απ’ το μεθύσι, με τρεμάμενα χέρια να τακτοποιήσει τις χρυσές βέρες βαθιά στην τσέπη και με τρεμάμενη καρδιά να περιμένει.
Τρέμοντας……
Τρέμοντας. Αμίλητος. Πήρε την θέση του μπρος-μπρος, ο πρώτος κι ο καλύτερος, ο φίλος ο έμπιστος, ο κουμπάρος, να περιμένει δίπλα στον άλλον, στον γαμπρό, στολισμένος κι αυτός, έτοιμος, πούλια και αυγερινός, χαμογελαστός, να του κλείνει το μάτι, ανίκητος, σχεδόν θεός. Και πιο κει ο κόσμος, οι καλεσμένοι, φίλοι και άσπονδοι εχθροί, συγγενείς, γείτονες, γονείς και η γυναίκα του, όλοι όσοι είθισται να παραβρίσκονται λόγω θέσης ή σχέσης ή πραγματικής ελπίδας σε τέτοιες εκδηλώσεις που συνήθως εξελίσσονται σε θορυβώδη πανηγύρια αντί πραγματικής γιορτής, όπου η τελετή χάνει κάθε ευγένεια και χάρη, την νεότητα και την αιωνιότητα της μες στα ακριβά ρούχα και τα πρόσκαιρα περήφανα λουλούδια κι οι όρκοι μόνο λόγια που βιάζονται να ειπωθούν, να τελειώσουν , κι οι θεοί, αν υπάρχουν , αποστρέφουν το βλέμμα τους διότι προτιμούν να μην τους απευθύνεσαι καθόλου απ’ το να τους απευθύνεσαι με αυτόν τον τρόπο και κλείνουν ερμητικά τ’ αυτιά τους σκεπτόμενοι ότι ίσως ήταν λάθος, ίσως ήταν αισιόδοξοι πολύ όταν εμπιστεύτηκαν τους ανθρώπους με την χροιά, το θρόισμα της ύπαρξης τους.
Τρέμοντας… και την είδε να μπαίνει. Χαμογελαστή, απλή, ίδια όπως πάντα, όπως παλιά και τώρα, πιο όμορφη από χθες, πιο όμορφη κι απ’ το όνειρο του διότι ο έρωτας ζωντανεύει μες στη ματιά μας και το πρόσωπο του άλλου είναι εκτυφλωτικό, κι είναι αυτό πρώτο που μας θέλγει αδυσώπητα…. τόσο όμορφη που έπρεπε να κρατηθεί από κάπου και στηρίχτηκε απ’ τα δάκτυλα του που σφίχτηκαν πάνω απ’ τις βέρες στη τσέπη του….. τρέμοντας…
Τον κοίταξε, η ματιά της ήρθε, τον κτύπησε και πέρασε μέσα του και βγήκε, προσπερνώντας τον όλον. Ποτέ δεν βλέπεις το βέλος που πετάει προς το μέρος σου, νοερά το ξέρεις αφού σ’ έχει τρυπήσει καθώς ατενίζεις κατάπληκτος την ανοικτή πληγή.
Ποτέ δεν βλέπεις το βέλος που πετάει προς το μέρος σου, νοερά το ξέρεις αφού σ’ έχει τρυπήσει καθώς ατενίζεις κατάπληκτος την ανοικτή πληγή.
Πλησίασε και η όραση του συρρικνώθηκε, μαζεύτηκε όλη πάνω της. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Το βλέμμα του γέμισε απ την όψη της και, όπως ό,τι είναι απρόσιτο, του φάνηκε σχεδόν, σχεδόν ιερή. Πάντα το ιερό είναι κοντά μας κι όμως δεν τολμάμε ούτε να το ψηλαφήσουμε με τα δάκτυλα μας. Ο κτύπος της καρδιάς του, σφυγμός στεγνός κι η θλίψη τον πλημμύρισε ολοκληρωτική, τον μούδιασε πλουτώνια και σαρωτική.
Ο πόνος μας γνωστοποιεί τα όρια μας. Η απώλεια μας τεμαχίζει και ίσως, για δευτερόλεπτα, βλέπουμε τον εαυτό μας ως είναι: ψήγματα που το άθροισμα τους δεν αποτελεί το όλον διότι το όλον είναι το αιώνιο.
Στεκόταν τρέμοντας, σα ζάρι πριν σταματήσει να κυλάει: αποφασισμένος, αναποφάσιστος, άρα αναποφάσιστος εν τέλει, μέχρι που στάθηκε δίπλα του και δίπλα στον άλλον, μεθυστική σαν ευτυχία. Υπέροχα ζεστή. Κι έκλεισε τα μάτια του να μην βλέπει, να σκορπίσει σκοτάδι: ό,τι δεν βλέπουμε δεν υπάρχει. Τα όνειρα υπάρχουν; Ποια είναι η διαφορά μεταξύ αυτών και των μη-ονειρικών καταστάσεων; Πόσα επίπεδα αισθήσεων; Πόσες ζωές που δεν γνωρίζουμε ζουν και πεθαίνουν μέσα μας; Διάττοντες αστέρες που δεν νοιώθουμε ούτε την αύρα τους;
Άκουσε την φωνή μπροστά του σχεδόν ψαλμωδική. Τα μαλλιά της ανέμιζαν, οι άκρες μεταξένιες, μαγικές τούφες πλεγμένες, γλυπτό η γωνιά του προσώπου της, καμπυλωτή ρόδινη πλαγιά το μάγουλο και μετά το στόμα της, σμιλεμένο μισό χαμόγελο, μεθυστικό, δηλητήριο, φρούτο και πιοτό. Εθιστικό. Δεν ήταν όμορφη, απλά ήταν αυτή. Η ομορφιά δεν είναι αντικειμενική, υπάρχει μέσα απ’ τα δικά μας μάτια, σχηματίζεται στην καρδιά μας πρώτα. Δεν αποτελεί γνώση του άλλου, αλλά δική μας που δεν μοιράζεται διότι οι λέξεις ποτέ δεν επαρκούν. Αναλαμπή αυτογνωσίας. Μόνο η καρδιά μας ξέρει από ομορφιά.
Τρέμοντας… αναποφάσιστος. Στο χείλος δυο συνειδήσεων. Στο χείλος των χειλιών του τα λόγια κυλούσαν, γλιστρούσαν…. τρέμοντας τα δοκίμαζε σαν σε πρόβα.
Κι η φωνή μπροστά του είπε τα λόγια: «Αν κάποιος έχει λόγο για τον οποίο οι δύο ετούτοι άνθρωποι δεν πρέπει να ενωθούν εις ένα, τώρα ας μιλήσει. Αλλιώς, αιωνία την σιωπή του ας κρατήσει».
Η αιωνιότητα είναι άχρονη. Καθαρή. Άφθαρτη. Σιγή. Σαν θωρηκτό που στέκει διότι ξέρει ότι τίποτα δεν το ταράζει. Σαν τον ουρανό. Σαν το καθάριο πνεύμα. Η σιγή έχει βάρος, είναι γεμάτη, εγκυμονούσα από εκείνα που δεν λέγονται. Μια σιγή, σπάνια είναι μόνο σιγή. Κουβαλάει μέσα της, σαν τα σύννεφα, τις μαινόμενες καταιγίδες της. Μια στιγμή, σπάταλη ή μη, δεν αλλάζει ποσοτικά την αιωνιότητα, την αλλάζει ποιοτικά. Το πριν και το μετά, κι ενδιάμεσα τους η στιγμή που τα ορίζει χρονικά.
Ήταν η στιγμή:
-Έχω κάτι να πω, είπε κάνοντας ένα βήμα μπροστά. Σκίστηκε η σιωπή, άλλαξε μορφή: απ’ το αναμενόμενο στην άφωνη κατάπληξη. Έπεσε στο κενό ελπίζοντας ότι ο αέρας θα του δάνειζε τα δικά του φτερά.
Είδε για μια στιγμή, ένα αποτύπωμα, το βήμα του στο χώμα-
Ήταν άρα ξύπνιος ή στον ύπνο του ακόμα;
Της Μάριαμ Farman – Συρέγγελα
http://enallaktikidrasi.com