«Οι Ελληνικές διεκδικήσεις
για πολεμικές επανορθώσεις δεν έχουν παραγραφεί» υποστηρίζουν Γερμανοί ερευνητές σε βιβλίο που παρουσίασε η «SÜDDEUTSCHE ZEITUNG».
Στο θέμα των γερμανικών πολεμικών επανορθώσεων εστιάζει η SZ, με αφορμή το φετινό ιστορικό βιβλίο δύο Γερμανών ερευνητών, οι οποίοι τάσσονται υπέρ της αναγνώρισης της γερμανικής ευθύνης για καταβολή επανορθώσεων στην Ελλάδα και άλλες χώρες.
«Αθήνα και Βερολίνο: Ανοιχτός λογαριασμός, ανοιχτές πληγές», τιτλοφορεί το σχετικό δημοσίευμα στην ηλεκτρονική της έκδοση η εφημερίδα του Μονάχου, σχολιάζοντας το περιεχόμενο του βιβλίου που συνέγραψαν ο εκδότης και ιστορικός, Καρλ Χάιντς Ροτ και ο πολιτικός επιστήμονας και εκδότης, Χάρτμουτ Ρύμπνερ.
Το δημοσίευμα αναφέρει ότι «το κεντρικό μοτίβο του βιβλίου (σ.σ. «Το χρέος των επανορθώσεων. Υποθήκες της γερμανικής κατοχικής κυριαρχίας στην Ελλάδα και στην Ευρώπη» – Reparationsschuld. Hypotheken der deutschen Besatzungsherrschaft in Griechenland und Europa) είναι ότι μια συμμαχία ανάμεσα στις ΗΠΑ και τις “δυτικογερμανικές ελίτ εξουσίας” αγνόησε συστηματικά επί δεκαετίες τις ελληνικές διεκδικήσεις. Επίμαχο σε αυτό το σημείο δεν είναι τόσο το συμπέρασμα όσο η εξήγηση, όπου γίνεται αισθητός ο απόηχος ιστορικών συζητήσεων του παρελθόντος, στις οποίες οι Παγκόσμιοι Πόλεμοι του 20ού αιώνα συζητούνταν ως αποτέλεσμα συνομωσίας γερμανικών ελίτ.
Αδιαφιλονίκητη είναι πάντως η διπλωματική υπεροψία με την οποία η Γερμανία απέρριπτε επί δεκαετίες τις ελληνικές διεκδικήσεις».
Αυτό το γεγονός αποδεικνύεται κατά τον αρθρογράφο στα ιστορικά ντοκουμέντα που δημοσιεύονται μαζί με το βιβλίο των Γερμανών ερευνητών.
Επισημαίνεται, πάντως, ότι «η επιλογή των ντοκουμέντων περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε γερμανικά έγγραφα και ως εκ τούτου δεν μπορεί κανείς να αποκομίσει μια εικόνα για τα ενδότερα της ελληνικής διπλωματίας και το μερίδιο ευθύνης της για την αποτυχημένη πολιτική που αφορά στις επανορθώσεις. Η ελληνική κυβέρνηση επέμεινε για μεγάλο διάστημα σε μια ειδική σχέση με την Ομοσπονδιακή Γερμανία, η οποία όμως βασιζόταν σε ασύμμετρους συσχετισμούς δυνάμεων. Μέσα από αυτή τη διμερή οδό η Αθήνα αποκόμισε μόνον αποτυχίες, εκτός από μια αποζημίωση 115 εκατομμυρίων μάρκων το 1960, η οποία όμως κατέστη δυνατή μέσω κοινής δράσης με άλλα δυτικοευρωπαϊκά κράτη που ήταν αντίπαλοι της Γερμανίας στον πόλεμο».
Αρχικά πολύ νωρίς και μετά… πολύ αργά
«Ο Χέλμουτ Κολ πέτυχε την ένωση της Γερμανίας χωρίς να καταβάλει το τίμημα που προέβλεπε η ρύθμιση του ζητήματος των επανορθώσεων». Η SZ σημειώνει ότι από τότε που υπεγράφη η Συμφωνία του Λονδίνου για το γερμανικό χρέος το 1953, η Γερμανία συνέδεε διαρκώς το θέμα των επανορθώσεων με την εκκρεμούσα οριστική διευθέτηση του ζητήματος ειρήνευσης στη χώρα.
«Με τη γερμανική επανένωση αυτό το χρονικό σημείο φάνηκε να έχει έρθει. Ωστόσο, στη Συνθήκη 2+4 το 1990 ο Χέλμουτ Κολ πέτυχε την ένωση της Γερμανίας χωρίς να καταβάλει το τίμημα που προέβλεπε η ρύθμιση του ζητήματος των επανορθώσεων».
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο ιστορικός Καρλ Χάιντς Ροτ επισημαίνει εύστοχα ότι «ενώ (η) Βόννη (σ.σ. τότε πρωτεύουσα της Δυτικής Γερμανίας) πριν από τη Συνθήκη 2+4 υποστήριζε διαρκώς ότι οι διεκδικήσεις των επανορθώσεων είναι πρώιμες, μετά την υπογραφή της συνθήκης η αιτιολογία (σ.σ. για τη μη καταβολή επανορθώσεων) ήταν ότι ήταν πλέον πολύ αργά».
H εφημερίδα του Μονάχου αναφέρει ότι ο Καρλ Χάιντς Ροτ υπολογίζει το ύψος των επανορθώσεων που αντιστοιχούν σήμερα στην Ελλάδα σε περίπου 185 δισ. ευρώ, από τα οποία – όπως λέει – δεν έχει εξοφληθεί ούτε καν το 1%.
Παρότι στο δημοσίευμα εκφράζονται ενστάσεις για ορισμένα συμπεράσματα των Γερμανών ερευνητών, σημειώνεται ότι οι προτάσεις τους πρέπει «δικαίως» να θεωρηθούν αφορμή για συζήτηση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι πριν από ένα μήνα δημοσίευμα της εφημερίδας «Welt» επικαλείτο έρευνα ενός άλλου Γερμανού ιστορικού, με την οποία αμφισβητείται η ύπαρξη του κατοχικού δανείου της Ελλάδας προς το Γ’ Ράιχ.