Θυμάμαι μια συνέντευξη
που είχα κάνει με τον Στυλιανό Παττακό, όταν του είχα απευθύνει μια ερώτηση για τον Εμφύλιο πόλεμο. Μόλις άκουσε τη λέξη «εμφύλιος», ανασηκώθηκε από την καρέκλα, πλησίασε προς την κάμερα σα να ήθελε να μου εμπιστευθεί κάτι και αναφώνησε αφοπλιστικά «συμμοριτοπόλεμος, όχι εμφύλιος».
Του Κώστα Βαξεβάνη
Για τον Στυλιανό Παττακό, οι αριστεροί και οι συνοδοιπόροι τους, ήταν απλώς συμμορίτες. Και αφού ήταν συμμορίτες, είχαν δικαίωμα να τους κάνουν ό,τι θέλουν, Να τους εξορίσουν, να τους βασανίσουν, να τους σκοτώσουν. Δεν χρειαζόταν καμιά άλλη εξήγηση, πέρα απ το ότι ήταν συμμορίτες ή ληστοσυμμορίτες ή κομμουνιστοσυμμορίτες.
Είναι γνωστή και κοινή πρακτική στα συστήματα προπαγάνδας, η προσπάθεια να ενοχοποιείται ο αντίπαλος με βαρύ προσδιορισμό που δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας για το πόσο κακός είναι. Οι Μπους είχαν ονομάσει τον Σαντάμ Χουσείν «άξονα του κακού» , καθιέρωσαν τον όρο και στη συνέχεια τις εντυπώσεις γύρω από τον όρο. Οι Παττακοί και οι συνεργάτες των Γερμανών, ενοχοποίησαν ολόκληρο πολιτικό χώρο που είχε παλέψει για να απελευθερώσει τη χώρα από τους Ναζί, βαφτίζοντάς τους συμμορίτες.
Ποιος θα περίμενε πως δεκαετίες μετά, τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου, θα έκαναν πολιτικό βέλος ξανά τον όρο του συμμορίτη. Για συμμορίτες μιλάει ο Σαμαράς, για συμμορίτες και ο Λοβέρδος , τη συμμορία χτυπάει και ο Βενιζέλος. Μόνο ο Άδωνις μιλάει για υγρασία στο σπίτι της ανέχειας που το συκοφάντησαν όμως και αυτό οι συμμορίτες.
Ποιοι όμως είναι οι συμμορίτες; Οι μάρτυρες πάνω απ όλα. Μετά οι Εισαγγελείς και οι Δικαστές, αλλά πάνω και από αυτούς η κυβέρνηση και οι δημοσιογράφοι.
Η σύλληψη είναι απλή και δοκιμασμένη: δεν χρειάζεται να λες τι έκανες ή τι δεν έκανες εσύ, αλλά πως οι άλλοι είναι συμμορίτες. Και γιατί είναι συμμορίτες; Γιατί πάντα τέτοιοι ήταν, αυτό πίστευε και ο Σαμαράς και ο Λοβέρδος και όλη η φάρα τους αλλά δεν τους επέτρεπε να το αναφωνήσουν ο καθωσπρεπισμός τους.
Δεν ήρθαν σε ανάγκη μεγάλη και σε αδιέξοδο. Έτσι μπορούσαν να στρογγυλεύουν τις λέξεις, να δείχνουν ανεκτικοί και δημοκράτες, να κάνουν και τη χάρη στην άλλη άποψη αρκεί να μην ήταν κυρίαρχη και να μην τους απειλούσε. Η Αριστερά μπορούσε να είναι διαμαρτυρόμενη, θεωρητικά ανατρεπτική και πάνω απ όλα μειοψηφική. Αν παρέμενε έτσι μπορούσαν να λένε κανένα καλό λόγο και να δείχνουν δημοκρατικοί απέναντί της, αφού η δημοκρατία που όριζαν δεν είχε απειλή.
Οι καλοί τρόποι και η δημοκρατική ανοχή χάθηκαν, όταν χάθηκε η ελπίδα να επιβιώσουν με τον τρόπο που επιβίωναν. Τότε θυμήθηκαν πως οι αριστεροί είναι συμμορίτες. Και μαζί οι συνοδοιπόροι τους, όσοι δηλαδή τολμούν να λένε «ως εδώ και μη παρέκει με τη Novartis και το γλέντι». Τότε η Δημοκρατία έπαψε να είναι ταυτόχρονα και σύστημα ελέγχου και Δικαιοσύνης και έγινε εμφύλιος. Οι Αριστεροί θέλουν εμφύλιο και αναταραχή. Όχι να αποδοθεί Δικαιοσύνη και να καταδειχθούν ευθύνες. Απειλούν την ηρεμία, την ομαλότητα, τον τρόπο με τον οποία κυλούσαν τα πράγματα για να βρουν τον τέντζερη της διεφθαρμένης τους πορείας.
Πάνε κατά διαόλου και οι καλοί τρόποι, και το σαβουάρ βιβρ της πολιτικής. Άρχισαν να βρίζουν, να απειλούν και να κάνουν μηνύσεις. Τσαλακώθηκαν οι γραβάτες, ίδρωσαν τα σιδερωμένα πρόσωπα, έσπασε το μακιγιάζ και τινάχτηκε στον αέρα η εικόνα. Εδώ που φτάσαμε τι να έκαναν; Επιστράτευσαν λοιπόν τους συμμορίτες του Παττακού και του Γεωργαλά, του Μανιαδάκη και του Μήτσου. Οι εντερπρένερ, οι επενδυτές, οι μενουμευρώπηδες συνοφρυώθηκαν και αλυχτούν για να υπερασπίσουν τον Λοβέρδο και το Στουρνάρα. Όχι δεν ζούμε περίοδο εμφυλίου. Ζούμε απλώς περίοδο που η Novartis κάνει χρυσές δουλειές πουλώντας ηρεμιστικά στα άλλοτε αγαπημένα της παιδιά που φαρμάκωσαν την Ελλάδα για να πλουτίσουν.
Αν τους βολεύει μπορούν να το ονομάζουν όπως θέλουν. Άλλωστε είναι (για πρώτη φορά) απολογούμενοι. Κρίμα που η Novartis δεν έχει και χάπια για την άμβλυνση της φαντασίας και αναγκάζονται να λειτουργούν πολιτικά με μεθόδους και φαντασία Παττακού.