Ολόκληρη τη σαρακοστή νηστεύω. Νηστεύω, δηλαδή, από την Καθαρά Δευτέρα μέχρι τα ξημερώματα της Κυριακής του Πάσχα.
.
Κι έτσι, νηστευτής σημαίνει ύπαρξη προσανατολισμένη στο μέλλον. Το να νηστεύω σημαίνει όχι απλώς να δηλώνω, αλλά και να ζω με όλες τις διαστάσεις της ύπαρξής μου (πνευματικές και βιολογικές αξεχώριστα) το ότι ο κόσμος τούτος, ο βυθισμένος στη φθορά και στο άδικο, οφείλει να αλλάξει. Οφείλει να βιωθεί ως ένας κόσμος ο οποίος δεν μπορεί να χορτάσει τον άνθρωπο που διψά για ζωή. Κι όταν μιλάμε για αλλαγή του κόσμου, δε μιλάμε για κατάργηση ή εξάτμισή του ή αντικατάστασή του από κάποιο υπερπέραν.
Μέχρι τη θανάτωση του θανάτου, δηλαδή μέχρι τα ξημερώματα της Κυριακής του Πάσχα, μέχρι να ακουστεί η ιαχή «Χριστός Ανέστη!», έχουμε πόλεμο – όχι άραγμα, όχι ανεμελιά. Έχουμε μπροστά μας δρόμο που περνά από Γολγοθά, από το κόστος δηλαδή, του να αντιπολιτεύεσαι τον κόσμο τούτο.
Σαρακοστή, λοιπόν, σημαίνει άσκηση στη διάκριση.
Άσκηση στο να μην είμαι αδιάκριτος παμφάγος καταναλωτής ιδεών και καταστάσεων, αλλά πηδαλιούχος του εαυτού μου.
Ικανός στο να διακρίνω τι δέχομαι και τι αρνούμαι.
Η σαρακοστή, κοντολογίς, είναι πράξη βαθιά πολιτική και βαθιά θρησκευτική ταυτόχρονα. Και η πίστη στην Ανάσταση είναι πράξη για την Ανάσταση, στάση βαθιά πολιτική και βαθιά θρησκευτική ταυτόχρονα, η στάση όσων αρνούνται να αναγνωρίσουν το φασισταριό του θανάτου ως μοιραίο και αναπόφευκτο. Μεγάλη κουβέντα, και μακάρι να την αντέξουμε! Και γι’ αυτό οι ευχές την περίοδο αυτή είναι ευχές για κουράγια.
«Καλή Σαρακοστή» σημαίνει καλό δρόμο. Μα, «καλή Ανάσταση» σημαίνει πως ο δρόμος αυτός έχει ένα φτάσιμο: το καινούργιο που σπάζει τη μιζέρια και την υποτέλεια.