Η παρακάτω ιστορία συνέβη
εδώ και αρκετά χρόνια. Την ιστορία αυτή μού τη διηγήθηκε ο καλός μου φίλος πατήρ Δημήτριος εφημέριος του ναού του Αγίου Βασιλείου στο Πειραιά στην οδό Σαχτούρη. Παραθέτω την ιστορία αυτή όπως μου τη διηγήθηκε όπως την έζησε ο ίδιος:
Ένα πρωί μετά τη θεία Λειτουργία πήγα στο Γραφείο του Ναού. Εκεί ήρθε να με δει ένας κύριος περίπου 50 ετών. Δεν τον ήξερα. Ούτε και τον είχα ξαναδεί στην εκκλησία. Μού μίλησε για ένα άνθρωπο 42 ετών που νοσηλευόταν σε Πειραϊκό Νοσοκομείο. Είχε τη παλιό αρρώστια!
Ο καρκίνος είχε κάνει μετάσταση και έφθασε ως τον εγκέφαλο του. Οι γιατροί τον είχαν ξεγράψει.Τα φάρμακα τα έπαιρνε με τη «χούφτα» μα δεν του έδιναν την υγεία.
Ο άνθρωπος αυτός ήταν στενός συγγενής του αρρώστου. Μου ζήτησε να πάω να κοινωνήσω τον άρρωστο.
Πράγματι! Πήγα στο Νοσοκομείο κρατώντας ευλαβικά την Άγια Κοινωνία.
Όταν πήγα στο θάλαμο που νοσηλευόταν ο ασθενής πράγματι βρισκόταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Όπως με ενημέρωσε άλλο στενό συγγενικό του πρόσωπο ο καρκίνος με ραγδαίες μεταστάσεις είχε προσβάλει κα τον εγκέφαλο. Δεν είχε πια ζωή. Οι μέρες του ήταν μετρημένες.
Ήταν μόνος στο θάλαμο. Το διπλανό κρεβάτι ήταν άδειο. Σε μια στιγμή συνήλθε από το κώμα. Άνοιξε τα μάτια του.
Με είδε και άρχισε να μου μιλάει με κάποια δυσκολία. Μου είπε λοιπόν τα ακόλουθα: Οι δικοί μου με έφεραν εδώ στο θεραπευτήριο πριν από 35 μέρες. Δίπλα μου νοσηλευόταν ένας άλλος ασθενής που ήταν περίπου 80 ετών. Αυτός ο άρρωστος είχε προσβληθεί από καρκίνο των οστών. Ο καημένος είχε και αυτός φοβερούς πόνους. Παρά τους πόνους του αναφωνούσε συνεχώς: «Δόξα σοι ο Θεός! Δόξα σοι ο Θεός!». Κατόπιν έλεγε διάφορες προσευχές. Εγώ ήμουν άθεος.
Πρώτη μου φορά τις άκουγα. Εγώ ποτέ μου δεν είχα πατήσει το πόδι μου στην εκκλησία. Έβλεπα με έκπληξη ότι ο διπλανός μου άρρωστος μετά τις προσευχές του ηρεμούσε… Τον έπιανε για δύο-τρείς ώρες ένας γλυκός ύπνος. Μα πάλι ξυπνούσε και μούγκριζε από τους αφόρητους πόνους. Τότε ξανάρχιζε πάλι να προσεύχεται: Δόξα σοι ο Θεός!!!… Εγώ που υπέφερα φρικτά από τους πόνους μούγκριζα ενώ αυτός ο γέρος παρά τους πόνους του δοξολογούσε το Θεό. Εγώ από τα νεύρα μου και τους πόνους μου βλασφημούσα το Χριστό και τη Παναγία. Αντίθετα ο γέρος παρά τους πόνους του ευχαριστούσε το Θεό για το καρκίνο που του έδωσε. Τον άκουγα μέσα στους πόνους μου και αγανακτούσα.
Αυτός ο γέρος σχεδόν κάθε μέρα ζητούσε να κοινωνήσει. Εγώ ο άθλιος τον έβριζα. Σκάσε του έλεγα. Σκάσε επιτέλους! Δεν βλέπεις πως Αυτός ο Θεός που εσύ τον δοξολογείς μας βασανίζει τόσο σκληρά με την επάρατη αυτή αρρώστια; Ποιος Θεός; Δεν υπάρχει Θεός! Ο γέρος με άκουγε και ήρεμα μου απαντούσε: Υπάρχει παιδί μου. Υπάρχει Θεός και είναι στοργικός πατέρας. Με τους πόνους της αρρώστιας που μας έδωσε μας καθαρίζει από τις πολλές αμαρτίες…
Όμως οι απαντήσεις του γέρου με εκνεύριζαν ακόμα περισσότερο. Άρχιζα και πάλι και βλασφημούσα Θεούς και δαίμονες. Άρχιζα τις φωνές και έλεγα: Δεν υπάρχει Θεός. Δεν πιστεύω σε τίποτα. Ούτε στο Θεό, ούτε στη Βασιλεία του Θεού στον άλλο κόσμο! Τότε ο γέρος με ήρεμο τρόπο μου απάντησε:
Περίμενε και θα δεις με τα μάτια σου πώς χωρίζεται η ψυχή από το σώμα του χριστιανού που πιστεύει. Είμαι αμαρτωλός. Αλλά το έλεος Του θα με σώσει. Περίμενε να δεις και θα πιστέψεις!
Τον έβλεπα συνεχώς να δοξολογεί το Θεό και τη Παναγία. Έλεγε μια προσευχή που επαναλάμβανε το Χαίρε για τη Παναγία. (Χαιρετισμοί). Έψελνε «Θεοτόκε Παρθένε»… και «Άξιον Εστίν ως αληθώς». Σε μια στιγμή σταμάτησε Τον άκουσα να λέει: Καλώς τον Άγγελο μου Σε ευχαριστώ που ήρθες με τόση λαμπρά συνοδεία να παραλάβεις τη ψυχή μου! Εγώ έκπληκτος άνοιξα τα μάτια μου να δω τους επισκέπτες του γέρου. Ο γέρος έκαμε το σταυρό του. Σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του και άφησε τη τελευταία του πνοή!
Ξαφνικά ο θάλαμος του νοσοκομείου πλημμύρισε από ένα δυνατό φως!
Σα να μπήκαν μέσα δέκα ήλιοι! Εγώ ο άπιστος. Ο Άθεος. Ο Υλιστής είδα με τα μάτια του αυτό το ΘΑΥΜΑ. Μια ωραιότατη μυρουδιά απλώθηκε!
Έμεινα «κόκκαλο». Ο γέρος είχε δίκιο. Κάλεσα τους γονείς μου και τους είπα όλα όσα είδα και έζησα! Τους μάλωσα που ποτέ τους δεν μου μίλησαν για την ύπαρξη του Θεού. Κάλεσα τους φίλους και συγγενείς δίπλα μου. Παρακάλεσα να μου μιλήσουν για τα θέματα αυτά που ως τότε δεν είχα διδαχθεί από κανένα.
Πάτερ μου πίστεψα ότι πράγματι υπάρχει Θεός. Γι’ αυτό θέλω να με εξομολογήσεις και να με κοινωνήσεις!
Πράγματι αυτή η διήγηση με συγκλόνισε!