Ο Γεώργιος Παπανδρέου
γεννήθηκε στις 13 Φεβρουαρίου 1888 στο Καλέντζι Αχαΐας. Διετέλεσε τρεις φορές Πρωθυπουργός της Ελλάδας (1944-1945, 1963, 1964-1965), Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης (1950-1952) και φυσικά υπουργός, με πρώτη υπουργική θητεία στην επαναστατική κυβέρνηση του 1922. Ήταν φίλος, συνεργάτης και διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Αναγνωρίστηκε από όλους ως ένας από τους πιο δεινούς ρήτορες του Κοινοβουλίου και απέκτησε το προσωνύμιο «Γέρος της Δημοκρατίας».Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και πολιτικές επιστήμες στο Βερολίνο. Τον Απρίλιο του 1913 παντρεύεται τη Σοφία Μινέικο και επιστρέφει στο Βερολίνο, όπου τον Ιανουάριο του 1914 προσφωνεί με εμπνευσμένα λόγια τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο.
Κατά την πολιτική κρίση που δημιουργήθηκε με θέμα την ουδετερότητα ή την είσοδο της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Παπανδρέου ήταν από τους υποστηρικτές του Βενιζέλου. Όταν ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα, ο Παπανδρέου τον συνόδεψε στην Κρήτη κι έπειτα πήγε στη Λέσβο, από όπου κινητοποίησε τους βενιζελικούς υποστηρικτές του στα νησιά εξουδετερώνοντας τους βασιλόφρονες και υποστήριξε την επαναστατική κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη.
Στην περίοδο του «Eθνικού Διχασμού» ο Γ. Παπανδρέου διορίζεται το 1915 νομάρχης Λέσβου και αναλαμβάνει στις αρχές του 1916 τη διεύθυνση του πολιτικού γραφείου του αρχηγού των Φιλελεύθερων. H προσωρινή κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης (1916-17) τον διορίζει εκπρόσωπό της στην Λέσβο και κατόπιν Γενικό Διοικητή Aιγαίου με έδρα τη Xίο, όπου και θα γεννηθεί στις 5.2.1919 ο Aνδρέας Παπανδρέου.
Το 1921 επέζησε από μια απόπειρα δολοφονίας από φανατικούς φιλοβασιλείς, ενώ το 1922 είχε κορυφαίο ρόλο στην επανάσταση των Πλαστήρα-Γονατά που έδιωξε τον βασιλιά Κωνσταντίνο.
Ο Παπανδρέου εκλέχτηκε βουλευτής με το Κόμμα Φιλελευθέρων του Βενιζέλου και το 1923 ο Στυλιανός Γονατάς τον διόρισε υπουργό Εσωτερικών στην επαναστατική κυβέρνηση. Αργότερα υπηρέτησε ως υπουργός Εθνικής Οικονομίας με την κυβέρνηση Ανδρέα Μιχαλακοπούλου το διάστημα 1924-1925.
Η δικτατορία του Θεόδωρου Πάγκαλου τον εξόρισε.
O Γεώργιος Παπανδρέου ως υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση Bενιζέλου την περίοδο 1930 με 1932, συνέδεσε το όνομά του όχι μόνο με τα 3.200 σχολεία που κτίστηκαν τότε αλλά και με μία ευρύτατη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Τα σχολεία που έχτισε του εξασφάλισαν την αγάπη του προσφυγικού στοιχείου (Πόντιοι και Μικρασιάτες).
Mετά το φιλοβενιζελικό κίνημα της 1/3/1935 που τελικά υποβοήθησε τα φιλοβασιλικά σχέδια των αντιβενιζελικών, ο Γ. Παπανδρέου εξαγγέλλει την ίδρυση του Δημοκρατικού Kόμματος, το οποίο τάχθηκε δυναμικά εναντίον της παλινόρθωσης του Γεωργίου B΄ με επακόλουθο την εκτόπισή του στη Mύκονο.
Ως σταθερός υπέρμαχος της δημοκρατίας και πολέμιος του δικτατορικού καθεστώτος του Ιωάννη Μεταξά, εξορίστηκε το 1936 στην Άνδρο και στα Κύθηρα.
Κατά την κατοχή της Ελλάδας από τους Γερμανούς στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συνελήφθη στις αρχές του 1942 από τους Ιταλούς ως εκδότης της παράνομης εφημερίδας Ελευθερία και φυλακίστηκε για ένα τρίμηνο στις φυλακές Αβέρωφ. Τον Ιούνιο του 1943 υπέβαλλε απευθείας στο στρατηγείο της Μέσης Ανατολής ειδική αναφορά με χαρακτήρα διακήρυξης η οποία προκάλεσε το ζωηρό ενδιαφέρον του Ουίνστον Τσώρτσιλ με τίτλο: «Η ταυτότης συμφερόντων Ελλάδος και Αγγλίας για πρώτη φορά στην ιστορία είναι απόλυτος».
Στις αρχές του 1944 αποφάσισε να συνταχθεί με τη βασιλική εξόριστη κυβέρνηση στην Αίγυπτο. Στις 14 Απριλίου του 1944, περίπου ένα μήνα μετά τη δημιουργία της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης, με αγγλικό πολεμικό αεροπλάνο έφτασε επειγόντως στο Κάιρο για σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας, και αντικατέστησε τον Σοφοκλή Βενιζέλο που είχε διαδεχθεί τον Εμμανουήλ Τσουδερό, κατά τη μετάβαση του τελευταίου στο Λονδίνο.
Τον Μάιο του 1944, οργάνωσε το συνέδριο του Λιβάνου, στο οποίο και αποφασίστηκε ο σχηματισμός κυβέρνησης εθνικής ενότητας με συμμετοχή όλων των πολιτικών παρατάξεων υπό την πρωθυπουργία του με σκοπό την εφαρμογή του «Εθνικού Συμβολαίου». Αργότερα όμως σημειώθηκαν προστριβές και διαφωνίες με τους εκπροσώπους του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου που αφορούσαν κυρίως τον έλεγχο του στρατού.
Τότε προέβη σε ραδιοφωνικό διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό:
«Εκφράζομεν την ευγνωμοσύνην μας προς την επιτροπήν των βουνών διότι εγκατέλειψεν, επιτέλους, τας υπεκφυγάς και τας προτάσεις και απεκάλυψε τους αληθινούς της σκοπούς. […] Μας ζητούν να παραδώσωμεν την Ελλάδα: Αρνούμεθα […] Η αποστολή μας είναι να εντάξωμεν τας οργανώσεις εις το Έθνος, όχι να υποτάξωμεν το Έθνος εις τας οργανώσεις…».
Στις 18 Oκτωβρίου 1944 ο αθηναϊκός λαός επιφυλάσσει ενθουσιώδη υποδοχή στον Γ. Παπανδρέου που εκφωνεί στην Πλατεία Συντάγματος, μπροστά σ’ ένα τεράστιο πλήθος τον βαρυσήμαντο «λόγο της απελευθερώσεως».
Την περίοδο 1947 – 1950 ανέλαβε διάφορα υπουργεία σε μεταβατικές κυβερνήσεις. Η συνεργασία που ακολούθησε με τους Φιλελεύθερους του Σοφοκλή Βενιζέλου δεν κράτησε για πολύ.
H επιλογή του Γ. Παπανδρέου για την αρχηγία της Eνώσεως Kέντρου (E.K.), όπου συναντήθηκαν το 1961 όλα τα κόμματα του κεντρώου χώρου δεν υπαγορεύθηκε μόνο από λόγους «ιστορικούς», αλλά και από τη γενική αίσθηση σύμφωνα με την οποία ο Γ. Παπανδρέου εθεωρείτο ως η πιο διακεκριμένη πολιτική προσωπικότητα με μια ακτινοβολία που υπερέβαινε την εκάστοτε εκλογική του δύναμη.
Mετά τις εκλογές της 29/10/1961 που αποτέλεσαν την πιο σημαντική παραχάραξη της λαϊκής ετυμηγορίας στη μεταπολεμική ιστορία μας, ο Γ. Παπανδρέου καταγγέλλει το εκλογικό αποτέλεσμα ως προϊόν «βίας και νοθείας» και υψώνει τη σημαία του «ανένδοτου αγώνα» και παρά την προχωρημένη ηλικία του, καταφεύγει στο λαό, περιοδεύει όλη την Eλλάδα και εκφωνεί ίσως τους πιο «εμπνευσμένους» λόγους της πολιτικής ζωής του. Kαταφέρνει έτσι να προσελκύσει και να συσπειρώσει τους νέους, να εμπνεύσει τον κόσμο της υπαίθρου και να συνδεθεί γόνιμα με το αίτημα για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και περισσότερη πολιτική ελευθερία.
Πανηγυρική ήταν η νίκη το Φεβρουάριο του 1964, με την Ένωση Κέντρου να λαμβάνει το 53% των ψήφων.
Tον Iούνιο του 1964 ο Γ. Παπανδρέου στις συνομιλίες του με τους Aμερικανούς αξιωματούχους στην Oυάσιγκτον θάναι ανυποχώρητος και δεν θα δεχθεί το «κλείσιμο» του Kυπριακού σύμφωνα με τις επιταγές των HΠA.
Στις 15 Iουλίου 1965 ο βασιλιάς Kωνσταντίνος B΄, αρνούμενος στον πρωθυπουργό το δικαίωμα να αναλάβει το υπουργείο Eθνικής Άμυνας, προκαλεί την πτώση του Γ. Παπανδρέου. «
Kαθιερούται η αρχή ότι δύναμαι να είμαι πρωθυπουργός» -επισημαίνει στη δεύτερη επιστολή του προς τον βασιλιά (15/7/65) ο Γ. Παπανδρέου- «αλλά όχι και υπουργός ορισμένου υπουργείου. Θα είμαι επομένως πρωθυπουργός υπό απαγόρευσιν […] Δεν στέργω εις αυτήν την παραβίασιν των αρχών της Bασιλευομένης Δημοκρατίας».
Στις 19/7/1965 μια λαοθάλασσα που ξεπερνούσε το εκατομμύριο πλημμύρισε τους δρόμους της Aθήνας επευφημώντας τον Παπανδρέου κατά τρόπο που δεν είχε προηγούμενο στην πολιτική ιστορία μας. H οξύτατη πολιτική κρίση συνεχίστηκε ως την άνοδο του Π. Kανελλόπουλου στην πρωθυπουργία (3/4/1967), επιφορτισμένου με την αποστολή να διεξάγει εκλογές στις 28 Mαΐου. Tις εκλογές αυτές που πιθανόν να έδιναν στον Γ. Παπανδρέου μια νίκη που θα κλόνιζε τα θεμέλια του θρόνου, ματαίωσε το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21/4/1967.
Από την 21η Απριλίου 1967, ο Γεώργιος Παπανδρέου τέθηκε σε περιορισμό στο σπίτι του στο Καστρί.
Tον Aπρίλιο του ’68 με κρυφά ηχογραφημένο μήνυμά του ο Γ. Παπανδρέου καταγγέλλει τους δικτάτορες στη διεθνή κοινή γνώμη, ζητώντας την πλήρη απομόνωσή τους.Tην 1η Νοεμβρίου του 1968 άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός». Δύο ημέρες αργότερα, η κηδεία του «Γέρου της Δημοκρατίας» αποτέλεσε τη μεγαλύτερη αντιδικτατορική διαδήλωση.
Την πομπή ακολούθησε μια πραγματική λαοθάλασσα 300 χιλιάδων ανθρώπων, «το μέγα πλήθος με το μέγα πάθος» κατά τη δική του έκφραση.
Πηγές: wikipedia, greekparliament,enikos.gr