Mια από τις μεγάλες μορφές
του κλεφταρματολισμού ήταν ο καπετάν Ανδρίτσος, πατέρας του αγωνιστή της επανάστασης του ’21, Οδυσσέα Ανδρούτσου, ο οποίος είχε παρόμοιο τέλος με τον γιο του.
Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, γεννήθηκε το 1750 στο χωριό Λιβανάτες της Λοκρίδας στην περιοχή της Αταλάντης. Ορισμένοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι το πραγματικό του όνομα ήταν Βαρούσης, ενώ ο Ιωάννης Φιλήμων ανέφερε ότι ονομαζόταν Μουτσανάς. Ωστόσο, έγινε γνωστός ως «Ανδρίτσος» λόγω του βαπτιστικού ονόματος «Ανδρέας» και της σωματικής του διάπλασης. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ήταν ψηλός, γεροδεμένος και είχε περήφανο βλέμμα. Ο Ανδρίτσος μεγάλωσε στη Λειβαδιά και την Αταλάντη και συχνά δημιουργούσε προβλήματα στους Τούρκους που ζούσαν στην περιοχή. Σε ηλικία 16 ετών δολοφόνησε τον μπέη της Αταλάντης και βγήκε στα βουνά για να αποφύγει τη σύλληψη. Τότε εντάχθηκε στο ένοπλο σώμα κλεφταρματολών του Βλαχοθανάση, ο οποίος είχε γίνει σύμβολο αντίστασης στις ορεινές περιοχές του Παρνασσού. Χάρη στις ικανότητές του, ανέβηκε γρήγορα στην ιεραρχία και έγινε πρωτοπαλίκαρο του Βλαχοθανάση, ο οποίος όταν αποσύρθηκε τον έχρισε διάδοχό του. Έτσι, μόλις 25 ετών, ο Ανδρίτσος έγινε επικεφαλής σώματος 300 ανδρών, που δρούσαν στην ορεινή Βοιωτία και Λοκρίδα. Το 1775, επιτέθηκε στον μπέη της Ναύπακτου, Μουχτάρ Πασά, ο οποίος καταπίεζε τους χριστιανούς της περιοχής και προκάλεσε μεγάλες απώλειες στους Οθωμανούς. Ο Ανδρίτσος και οι άντρες του έγιναν φόβος και τρόμος των Τούρκων και είχαν ως ορμητήριο το μοναστήρι του Οσίου Λουκά στον Ελίκωνα. Όταν το έμαθαν οι Τούρκοι, έστειλαν μεγάλη οθωμανική δύναμη, η οποία περικύκλωσε το μοναστήρι και παγίδεψε τον Ανδρίτσο ο οποίος, μαζί με 72 κλέφτες του, βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στο μοναστήρι. Επί τέσσερα βράδια, οι κλέφτες απέκρουαν τις επιθέσεις των Οθωμανών. Την τέταρτη νύχτα, οι Τούρκοι έστησαν κανόνια έξω από το μοναστήρι για να το ανατινάξουν.
Τότε, με εντολή του Ανδρίτσου πραγματοποίησαν έξοδο. Ακολούθησαν μάχες σώμα με σώμα. Οι Έλληνες του Ανδρίτσου κατάφεραν να αποφύγουν τους Τούρκους, μετρώντας μόλις 5 απώλειες. Η πυρπόληση στη Λειβαδιά Το 1784, ο Ανδρίτσος με ορισμένους άντρες του έβαλαν φωτιές στα ξύλινα σπίτια του τουρκομαχαλά της πόλης. Όσοι Οθωμανοί έβγαιναν από τα σπίτια τους για να γλιτώσουν από τη φωτιά έπεφταν στα χέρια των κλεφτών, οι οποίοι τους πυροβολούσαν. Εκείνο το βράδυ έχασαν τη ζωή τους εκατοντάδες Οθωμανοί και ο Ανδρίτσος θεωρήθηκε από τους πιο επικίνδυνους εχθρούς. Από την επίθεση στη Λειβαδιά τραυματίστηκε στο πόδι και κατέφυγε στην Πρέβεζα. Τότε, γνωρίστηκε με την Ακριβή, μοναχοκόρη του Ταρλαμπά, την οποία παντρεύτηκε και πήγαν στην Ιθάκη. Το 1790 γεννήθηκε ο γιος του, τον οποίο βάπτισε ο Λάμπρος Κατσώνης, δίνοντάς του το όνομα Οδυσσέας από τον ομηρικό βασιλιά του νησιού. Ο Ανδρίτσος είχε γνωριστεί με το φόβητρο των θαλασσών που κατέστρεφε τον στόλο των Τούρκων, Λάμπρο Κατσώνη, στην Ιθάκη και αποφάσισαν να συνεργαστούν. Μονή Οσίου Λουκά στον Ελικώνα Ο Ανδρίτσος με 800 άντρες επάνδρωσε τα πλοία του Κατσώνη και έκαναν επιθέσεις στον οθωμανικό στόλο, λεηλατώντας και καταστρέφοντας τα πλοία τους. Η δράση τους προκάλεσε την οργή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία έστειλε μεγάλο στόλο από τουρκικά πλοία στη Μάνη, όπου ο Ανδρίτσος είχε οχυρωθεί με τον Λάμπρο Κατσώνη, στο Πόρτο Κάγιο. Η μάχη που ακολούθησε, διήρκεσε αρκετές ημέρες και οι άντρες του Ανδρίτσου κατάφεραν να εξοντώσουν 2.000 Οθωμανούς, ενώ οι Έλληνες μετρούσαν απώλειες 200 αντρών. Οι Τούρκοι συνέχισαν να τους πολιορκούν, με τον Κατσώνης να διαφεύγει μέσω θαλάσσης και τον Ανδρίτσο δια ξηράς. Ο Ανδρίτσος με τους άντρες του διέσχισαν ολόκληρη την Πελοπόννησο διωκόμενοι από χιλιάδες Τούρκους. Ο Κατσώνης αποχαιρετά τον Ανδρίτσο Ανέβηκαν τα αρκαδικά βουνά και πέρασαν από τα παράλια της Αχαϊας στη Ναύπακτο. Η πορεία που ακολούθησαν από το νότιο άκρο της Πελοποννήσου στο βόρειο, ονομάστηκε από τους Δυτικούς «ξενοφώντεια». Αρχικά, ο Ανδρίτσος κατέφυγε στην Πρέβεζα, όπου έστειλε τη γυναίκα και τον γιο του στην Πάργα. Στη συνέχεια, μαζί με 5 έμπιστους άντρες του, επιβιβάστηκε σε πλοίο και απέπλευσαν προς την Αδριατική, όπου συνελήφθη από τους Βενετούς. Οι Βενετοί τους αιχμαλώτισαν στις φυλακές Ζάρας όπου παρέμειναν για ένα χρόνο. Στο μεταξύ, οι Βενετοί είχαν ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τους Ρώσους και τους Τούρκους για την παράδοση τους. Παρά τις πιέσεις των Ρώσων, οι Βενετοί τους παρέδωσαν στους Τούρκους. Όταν του ανακοινώθηκε η απόφαση, ο Ανδρίτσος έστειλε γράμμα στη γυναίκα του, στο οποίο της έγραφε: «Ακριβή μου, σου φανερώνω την ανέλπιστη δυστυχία μου να μας παραδώσουν στους Τούρκους. Αν ίσως μάθεις που μας εθανάτωσαν, σε παρακαλώ, στο ψωμί που εφάγαμεν, να μου κάνεις τα καλά της ψυχής μου». Στις 24 Αυγούστου 1793, ο Ανδρίτσος και οι άντρες του παραδόθηκαν στους Οθωμανούς και οδηγήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Τους φυλάκισαν στα κάτεργα του ναυστάθμου του οθωμανικού στόλου, όπου βασανίσθηκαν. Στη συνέχεια, τους ανακοίνωσαν την εκτέλεση τους, η οποία τελικά ματαιώθηκε ύστερα από ρωσική παρέμβαση. Ο Ανδρίτσος παρέμεινε πέντε χρόνια στα μπουντρούμια του ναυστάθμου, όπου άφησε την τελευταία του πνοή τα Χριστούγεννα του 1797. Μερικοί ιστορικοί υποστήριξαν ότι πέθανε από ευλογιά αλλά η επικρατέστερη εκδοχή είναι ότι οι Τούρκοι τον στραγγάλισαν και πέταξαν το πτώμα του Βόσπορο. Λίγα χρόνια αργότερα, ο γιος του, Οδυσσέας Ανδρούτσος, θα ακολουθούσε το παράδειγμά του και θα πολεμούσε γενναία τους Τούρκους στην επανάσταση του ’21. Μάλιστα, θα είχε το τραγικό τέλος του πατέρα του, καθώς στραγγαλίστηκε, ενώ ήταν φυλακισμένος στα κάτεργα της Ακρόπολης και πέταξαν το πτώμα του στα βράχια. Η διαφορά ήταν ότι ο Ανδρίτσος δολοφονήθηκε από τους εχθρούς, ενώ ο γιος του από τους συμπατριώτες του….