Tι ήταν το υγρό πυρ

Με τις ονομασίες υγρόν πυρ, ή ελληνικό πυρ, ή θαλάσσιον πυρ, ή σκευαστον

πυρ, ή λαμπρόν πυρ, είναι γνωστό το μείγμα εμπρηστικών υλών (σε υγρή ή στερεά μορφή) που χρησιμοποιούνταν ήδη από την Πρωτοβυζαντινή περίοδο, κυρίως για την πυρπόληση εχθρικών πλοίων, αλλά και σε περιπτώσεις πολιορκίας. Διάφορες εμπρηστικές ύλες, που χρησιμοποιούνταν για πολεμικούς σκοπούς, αναφέρονται ήδη κατά την αρχαιότητα.

Ο Όμηρος κάνει λόγο για το ακάματον πυρ(Όμηρος, Ιλιάς, Π 122-124: «εμβαλοv [ενν. Τρώες] άκάματοv πυρ/vηί θοή της δ’ αίψα κατ’ άσβέστη κέχυτο φλόξ/ως τηv μεv πρύμvηv πύρ άμφεπεv») των Τρώων, εύφλεκτο υλικό, το οποίο πολύ γρήγορα κατέκαυσε πλοίο των Αχαιών, αρχίζοντας την καταστρεπτική δράση του από την πρύμνη.
Έκτοτε, ήταν ποικίλα τα εμπρηστικά μείγματα (Τα διάφορα εμπρηστικά μείγματα, που χρησιμοποιούνταν από την Ομηρική εποχή και εξής και πρέπει να είχαν ως κύριο συστατικό την νάφθα, εξετάζει ο R.J. Forbes, More Studίes in Early Petroleum History, Leiden 1959, 70 κ. εξ) που χρησιμοποιούνταν για την πυρπόληση εχθρικών στόχων.
Η σύνθεση του υγρού πυρός ήταν όπως φαίνεται μυστική. Οι πηγές είναι φειδωλές και συχνά ασαφείς για το θέμα αυτό, ενώ οι νεότεροι ερευνητές, παρά τις επίπονες προσπάθειές τους, δεν έχουν οδηγηθεί σε ασφαλή συμπεράσματα και προσπαθώντας να παρακάμψουν την απουσία πληροφοριών, κατέληξαν στη διατύπωση δύο θεωριών αντίθετων μεταξύ τους.
Όσοι υποστηρίζουν την πρώτη θεωρία, φρονούν, ότι ο Ελληνικής καταγωγής Καλλίνικος ο Ηλιοπολίτης (Θεοφάνης, 354, 13-17:«Τότε Καλλίνικος αρχιτέκτων από Ηλιουπόλεως Συρίας προσφυγών τοίς Ρωμαίοις [= Βυζαντινούς] πύρ θαλάσσιον κατασκευάσας τα των Αράβων σκάφη εvέπρησε και σύμψυχα κατέκαυσεv και ούτως οι Ρωμαίοι [= Βυζαντινοί] μετά νίκης υπέστρεψαν και το θαλάσσιοv πύρ εύρον».
Η μαρτυρία του Θεοφάνη δεν είναι απόλυτα ακριβής, καθώς το υγρό πυρ προϋπήρχε του Καλλίνικου. Φαίνεται ότι εδώ ο Καλλίνικος το χρησιμοποίησε, αλλά πιθανόν βελτίωσε τη σύνθεση του εμπρηστικού μείγματος, ή και τον τρόπο εκτόξευσής του, ευρισκόμενος στην περιοχή της Ηλιούπολης στην Συρία (σημερινό Baalbek) όπου κατόρθωσε να παρασκευάσει ένα αποτελεσματικότερο εμπρηστικό μείγμα, στο οποίο κύριο συστατικό ήταν το νίτρο, το οποίο δεν χρησιμοποιούνταν μέχρι τότε (δηλαδή μέχρι την πρώτη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Άραβες, τα έτη 674-678).
Πιθανόν, ο Καλλίνικος πέτυχε να τελειοποιήσει το σύστημα εκτόξευσης του υγρού πυρός, επειδή όπως αναφέρεται ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Δ’ (668-685) για την αντιμετώπιση του Αραβικού κινδύνου, διέταξε να ναυπηγήσουν «δρόμωνας σιφωvοφόρους», δηλαδή ταχύπλοα σκάφη που διέθεταν σίφωvες (σωλήνες) με τους οποίους γινόταν η εκτόξευση του εμπρηστικού μείγματος (βλ. και την παρατήρηση της καθηγήτριας Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή ιστορία, Β’1, 305: «θεωρώ πιθανόν, ότι [η συμβολή του Καλλινίκου] συνίστατο εις την τελειοποίησιν του μηχανισμού εκτοξεύσεως, δεδομένου ότι ο χρονογράφος παραλλήλως προς την μνείαv του κατασκευαστού μηχανικού και της παρασκευής τού υγρού πυρός αναφέρει την vαυπήγησιν ειδικών πλοίων προς εκτόξευσιν αυτού»).
Σύμφωνα με τον χημικό Μ. Berthelot, ο οποίος είχε ασχοληθεί συστηματικά με τη μελέτη της σύνθεσης των διαφόρων εμπρηστικών μιγμάτων που παρασκεύαζαν οι Βυζαντινοί, οι Άραβες και οι Κινέζοι, το μυστικό συστατικό με το οποίο εμπλουτίσθηκε το νέο μείγμα του Καλλίνικου, ήταν το νίτρο (Μ. Berthelot, «Les compositions incendiairies dans l’ antiquite et au moyen age. Le feu gregeois et les origins de la poudre a canon», RDM 106 (1891), 786-822 του ίδιου, La chίmίe au moyen age, Paris 1893).
Ο Berthelot βασίζει τη θεωρία του σε χωρίο τωνΝαυμαχικώv (Λέων, Ναυμαχικά, 1, 59: «Οίον το εσκευασμένοv πυρ μετά βροντής και καπνού προπύρου μετα τών σιφώνωv πεμπόμενοv και καπνίζοv αυτα [ενν. πλοία]») στο οποίο γίνεται λόγος για καπνό και βροντή που συνόδευαν την εκτόξευση του υγρού πυρός και που προκαλούνταν εξαιτίας του νίτρου.
Τη θεωρία αυτή αποδέχθηκαν ο Η. Diels και ο C. Zenghelis [Η. Diels, Antίke Technίk, Leipzig & Berlin 1914, 98′ C. Zenghelis, «Le feu gregeois et les armes a feu des byzantins», Byz. 7 (1932), 277. Ανάλογη άποψη έχει και ο LW. Barnard, «The Emperor Cult and the Origin of the Iconoclastic Controνersy», Byz. 43 (1973), 13- 29, ο οποίος γράφει (σελ. 22) ότι κατά την δεύτερη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Άραβες (717-718) ο αυτοκράτορας Λέων Γ’ είχε εφοδιάσει τον πολεμικό στόλο «με το θανατηφόρο υγρόν πυρ, τον πρόδρομο του σημερινού τηλεβόλου»]
Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της δεύτερης θεωρίας, το νέο μείγμα, που φέρεται ότι εφηύρε ο Καλλίνικος, περιείχε άσβεστο[Άσβεστος (ενν. τίτανος) είναι η τίτανος που δεν σβήνεται στο νερό (Διοσκουρίδης, 5, 133· Πλούταρχος, Ευμένης, 16). Κατά τον Ησύχιο: «τίτανος και κονία άσβεστος»· Ευστάθιος, Σχόλια είς την Όμήρου Ιλιάδα, 333-334: «τίτανοv δε κυρίως την κοvίαν φαμέν, το ιδιωματικώς λεγόμενον άσβεστοv» στο ίδιο, 382, 36: «Όμηρος μεν κοvίην λέγει την απλώς κόνιν οι δε μεθ’ Όμηρον την τίτανοv».
Επομένως, η άσβεστος επί του προκειμένου (κονιορτοποιημένη) πρέπει να ήταν το εύφλεκτο στοιχείο που σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές υπήρχε στο εμπρηστικό μείγμα του Καλλίνικου] εξαιτίας της οποίας το μείγμα αναφλεγόταν όταν ερχόταν σε επαφή με νερό, δηλαδή με τη θάλασσα. Πρώτος διατύπωσε τη σχετική θεωρία ο Άγγλος H.W.L. Hime, που παρατήρησε, ότι ο ασβέστης θερμαίνεται πολύ, μόλις βραχεί.
Η θερμοκρασία του μπορεί να αυξηθεί στους 150° C, ενώ όταν αναμιχθεί με νάφθα και θειάφι, προκαλεί αμέσως εξάτμισή τους και δημιουργία αερίων, τα οποία, μόλις ενωθούν με το οξυγόνο, παράγουν ένα ιδιαίτερα εκρηκτικό μείγμα, κατάλληλο για καύση κάθε εχθρικού στόχου που βρίσκεται στη θάλασσα (H.W.L Hime, Gunpowder and Ammunίtίon, their Orίgίn and Progress, London 1904, 39).
Την θεωρία αυτή υποστήριξε και ο Ε.Ο. νοn Lippmann (Zur Geschίchte des Schiesspulvers, Leipzig 1906, 131) ο οποίος, έχοντας πραγματοποιήσει αρκετά πειράματα, κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι οι παραγόμενοι ατμοί του πετρελαίου αναφλέγονται, ενώ ταυτόχρονα προκαλούνται πολλές εκρήξεις, με εκκωφαντικούς κρότους και πυκνό καπνό.
Περίπου πέντε δεκαετίες αργότερα, ένας άλλος Γάλλος ερευνητής, ο Μ. Mercier (Μ. Mercier, Le feu gregeoίs: les feux de guerre depuίs l’antίquίte, Ζα poudre ά canon, Paris 1952) διατύπωσε την άποψη, ότι το υγρό πυρ αποτελούνταν από νάφθα, νίτρο και ασβέστη.
Από τα συστατικά αυτά το πρώτο είχε διεισδυτική ικανότητα, με αποτέλεσμα να κατακαίει τα πάντα, ενώ τα δύο άλλα μπορούσαν να αυξήσουν γρήγορα τη θερμοκρασία του μείγματος και έπειτα να προκαλέσουν την ανάφλεξή του. Όπως απέδειξε η μακροχρόνια και συστηματική έρευνα, υπήρχαν αρκετοί τύποι του υγρού πυρός, δηλαδή ποικιλίες σύνθεσης εύφλεκτων υλικών.
Άλλοι ερευνητές, που ασχολήθηκαν επίσης με τη σύνθεση του υγρού πυρός, κατέληξαν στο συμπέρασμα, ότι βασικό συστατικό του ήταν η νάφθα με μορφή αργού, ή πιθανώς αποσταγμένου (καθαρού) πετρελαίου, το οποίο γινόταν πιο εύφλεκτο και παχύρρευστο με την προσθήκη ρητίνης.
Όλες αυτές οι θεωρίες δέχθηκαν την κριτική διαφόρων επιστημόνων, καθένας από τους οποίους προσπάθησε με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία να προσεγγίσει το δυσεπίλυτο πρόβλημα της σύνθεσης του υγρού πυρός, καθώς οι σχετικά λίγες μαρτυρίες των πηγών κρατούν ακόμη το μυστικό τους.
Τρόποι χρήσης του υγρού πυρός για πολεμικούς σκοπούς
Εξίσου αινιγματικό είναι και το ζήτημα της χρήσης αυτού του όπλου………..με ποιους τρόπους δηλαδή οι Βυζαντινοί εκτόξευαν το υγρό πυρ εναντίον του εχθρού. Οι ερευνητές έπρεπε να μελετήσουν την πυροδότηση του εμπρηστικού μείγματος, καθώς και το βεληνεκές του. Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά ήταν δυνατό να δοθούν στο πλαίσιο της Μηχανικής και της Χημείας, καθώς οι πληροφορίες που παρέχουν οι πηγές της εποχής είναι αποσπασματικές και σε μεγάλο βαθμό, ασαφείς.
Ο Hime θεωρεί, ότι ο σίφωv (όρος που χρησιμοποιούν οι πηγές σχετικά με το θέμα της εκτόξευσης) ήταν μία αντλία, με την οποία εκτόξευαν το μείγμα, που περιείχε επιπλέον ασβέστη με νερό. Έτσι επιτυγχανόταν όχι μόνο η εκτόξευση, αλλά και η πυροδότηση του μείγματος, λόγω της επαφής του νερού με τον ασβέστη.17 Όπως όμως παρατηρεί ο Θ. Κορρές (βλ. «Ύγρον πυρ». Ένα όπλο της βυζαντινής ναυτικής τακτικής, Θεσσαλονίκη 1995, 33-36) ο ερευνητής δεν εξηγεί τη δομή του μηχανήματος, με το οποίο ήταν εφικτή η εκτόξευση.
Παρόμοια είναι όσα γράφει για το ίδιο θέμα και ο Ε.Ο. von Lippmann επικαλούμενος χωρίο του Βιτρούβιου (Βιτρούβιος, XVII) όπου περιγράφεται κατασκευή μιας τέτοιας αντλίας από τον Κτησίβιο, περίπου το 200 π.Χ.
Τρίτος ερευνητής, ο J.R. Partington, υποστηρίζει και αυτός ότι το υγρό πυρ εκτοξευόταν με αντλία, χωρίς όμως να αναφέρει πώς λειτουργούσε και ποιο ήταν το εύρος των δυνατοτήτων ως προς την εκτόξευση του εμπρηστικού μείγματος εναντίον των εχθρικών στόχων.
Χειροβομβίδες που γεμίζονταν με υγρό πυρ. Φρούριο των Χανίων, 10ος και 12ος αι. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα_
Σύμφωνα με τον C. Zenghelis, το υγρό πυρ εκτοξευόταν μέσω σιφώνων, αλλά στην εκτόξευση συνέβαλε το πρόπυροv, δηλαδή πολύ εύφλεκτο μείγμα που γρήγορα μετατρεπόταν σε αέριο και όταν εκρήγνυτο με μεγάλο κρότο, εκτόξευε το υγρό πυρ.
Ο ίδιος ερευνητής ερμηνεύει τον όρο στρεπτά ως σκανδάλη, που πυροδοτούσε το μείγμα και ταυτόχρονα εμπόδιζε το παραγόμενο αέριο να διαφύγει από το οπίσθιο μέρος των σιφώνων, όπως περίπου το ουραίο που υπάρχει στα σύγχρονα όπλα. Επομένως, το πρόπυροv δημιουργούσε την ωστική δύναμη, μέσω της οποίας εκτοξευόταν το εμπρηστικό μείγμα.
Παρόμοια είναι και η άποψη του Μ. Mercier, ο οποίος ερμηνεύει τον όρο εσκευασμέvοv πύρ ως εμπρηστικό μείγμα που είχε συσκευασθεί σε σωληνοειδή, κυλινδρικά ή σφαιρικά δοχεία με πολύ ανθεκτικά τοιχώματα.
Θεωρεί, ότι ήταν φυσίγγια που πυροδοτούνταν στο οπίσθιο μέρος του σίφωνα, διέτρεχαν το εσωτερικό του και εκτοξεύονταν, ενώ ταυτόχρονα παραγόταν τρομερός θόρυβος.
Αυτές οι ιδιότυπες «ρουκέτες» κατέληγαν στο κατάστρωμα των εχθρικών πλοίων, όπου είχαν ήδη εκτοξευθεί εμπρηστικά μείγματα σε υγρή μορφή, συντελώντας έτσι στην ταχύτερη πυρπόληση των πλοίων.
Η Ε. Davidson διατυπώνει μία διαφορετική θεωρία, σύμφωνα με την οποία το υγρό πυρ, έχοντας ως βασικό στοιχείο την νάφθα, δεν εκτοξευόταν με αντλία, ή από τη χημική αντίδραση που προκαλούσε η πρόσμειξη του νίτρου με τον ασβέστη.
Η θεωρία αυτή βασίζεται στον βρασμό του υγρού πυρός, εξαιτίας του οποίου ήταν δυνατή η εκτόξευσή του. Συγκεκριμένα, η ερευνήτρια δέχεται, ότι το υγρό πυρ έβραζε μέσα στους σωλήνες, δηλαδή στους σίφωνες, των οποίων το στόμιο ήταν σφραγισμένο με ρητίνη, η οποία έλιωνε λόγω της υψηλής θερμοκρασίας. Πυροδοτούνταν τότε το ήδη βρασμένο εμπρηστικό μείγμα και με μεγάλο κρότο εκτοξευόταν εναντίον του εχθρού.
Στην διατύπωση της θεωρίας η Davidson φαίνεται επηρεασμένη από τις μαρτυρίες μιας Σουηδικής πηγής, ενός χειρογράφου του 1350-1400 με τίτλο Yngvar’s Saga (ο μύθος του Ίνγκβαρ).
Το κείμενο αναφέρεται στον Σουηδό πρίγκιπα Ίνγκβαρ και στις περιπέτειές του, μία από τις οποίες ήταν το μακρύ ταξίδι του μέχρι τα παράλια του Βυζαντίου και η «ναυμαχία» του με πολεμικό πλοίο των Βυζαντινών, το οποίο κατέκαυσε με ύσκαπου είχε την «ευλογημένη φωτιά».
Στην περιγραφή του χειρογράφου γίνεται λόγος για ύπαρξη εστίας στο κατάστρωμα του βυζαντινού πλοίου, χάρη στην οποία θερμαινόταν ένας σίφων, από το στόμιο του οποίου εκτινάχθηκε πυρ ως φωτεινό, τεράστιο βέλος με φοβερό θόρυβο.
Η ύσκα, μέσω ενός βέλους του Ίνγκβαρ, εισήλθε στο στόμιο του σίφωνα, προκαλώντας αμέσως έκρηξη και πυρπόληση του πολεμικού σκάφους των Βυζαντινών.
Η τελευταία θεωρία, που αφορά τη διαδικασία εκτόξευσης του υγρού πυρός, έχει διατυπωθεί από τους J. Haldon (ιστορικό) καιΜ. Byrne (φυσικό).
Οι δύο επιστήμονες πιστεύουν, ότι το υγρό πυρ ήταν αργό πετρέλαιο, που συλλεγόταν από πολλές πηγές«έξω τού κάστρου Ταμάταρχα […] άφθαv αvαδιδούσαι»(Κωνσταντίνος Ζ’ ο Πορφυρογέννητος, Προς τον ίδιον υίοv ‘Ρωμαvόv, 53, 495 κ.εξ. Πρόκειται για τη σημερινή πόλη Trnutorakan, στα ΒΑ. παράλια του Εύξεινου Πόντου. βλ. σχετικά: Haldon – Byrne, ό.π., 92.).
Το εν λόγω πετρέλαιο μπορούσε να καταστεί πολύ αποτελεσματικό με τη θέρμανσή του και έτσι αποφευγόταν η διύλισή του, που με τα τεχνικά δεδομένα της εποχής εκείνης αποτελούσε δύσκολη και χρονοβόρα διαδικασία. Το θερμαινόμενο πετρέλαιο ήταν δυνατόν να εκτοξευθεί μέσω μιας συσκευής που κατασκεύασαν οι δύο ερευνητές, πιστεύοντας ότι οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν ανάλογο εκτοξευτήρα.
Η συσκευή αυτή ήταν τριμερής, δηλαδή αποτελούνταν από μεταλλικό σίφωνα (καταθλιπτική αντλία κατά τους δύο επιστήμονες) από περιστρεφόμενο σωλήνα, μέσω του οποίου εκτοξευόταν το υγρό πυρ και από εστία που θέρμαινε το εμπρηστικό μείγμα, το οποίο ήταν συσκευασμένο σε ανθεκτικούς λέβητες κατασκευασμένους από ορείχαλκο.
Όταν το πετρέλαιο είχε θερμανθεί πολύ και είχε αυξηθεί η πίεσή του, επειδή η καταθλιπτική αντλία λειτουργούσε συνεχώς, το υγρό πυρ εκτοξευόταν με ορμή μέσω του περιστρεφόμενου σίφωνα.
Παρά όλες αυτές τις προσπάθειες που έχουν καταβάλει οι επιστήμονες και τις θεωρίες που έχουν διατυπώσει για την εκτόξευση του υγρού πυρός, δεν είναι δυνατό να σχηματισθεί πλήρης εικόνα για τη λειτουργία των σιφώνων και για τον τρόπο που εκτόξευαν τα διάφορα είδη του εμπρηστικού αυτού μείγματος (Κορρές, ό.π., 121 κ. εξ., όπου μνημονεύεται η κατασκευή βαλλίστρας, στην οποία τοποθετήθηκε σίφων).
Στοιχεία για το υγρό πυρ
Διάφορες εμπρηστικές ύλες, που είναι δυνατό να χαρακτηρισθούν ως προδρομική μορφή του υγρού πυρός των Βυζαντινών, ήταν γνωστές πολύ πριν από τον 7ο αι., όταν οι βελτιώσεις του Καλλίνικου συντέλεσαν στην επίτευξη της εξελιγμένης μορφής του μείγματος.
Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, αναφερόμενος στον Μιθριδατικό πόλεμο, το έτος 74 π.Χ., γράφει για εμπρηστική ύλη με κύριο συστατικό την νάφθα και παρέχει την πληροφορία, ότι οι κάτοικοι της πόλης Σαμόσατα, την οποία πολιορκούσαν οι Ρωμαίοι, προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν τον εχθρό χρησιμοποιώντας εύφλεκτο και λασπώδες υλικό που ονομαζόταν μάλθα.
Γράφει ακόμη, ότι το νερό καθιστούσε το υλικό πιο εύφλεκτο, ενώ μόνο το χώμα μπορούσε να σταματήσει την φθοροποιό δράση της εμπρηστικής αυτής ύλης.
Σε μεταγενέστερη φάση αυτού του πολέμου, το 69 π.Χ., όταν οι Ρωμαίοι υπό τον Λεύκιο Λούκουλοπολιορκούσαν τα Τιγρανόκερτα της Αρμενίας, οι πολιορκούμενοι κατόρθωσαν με «άσφαλτώδες […] φάρμακοv και διάπυρον»,ρίχνοντας βέλη πυρφόρα να καταστρέψουν τις πολιορκητικές μηχανές του εχθρού (Δίων Κάσσιος, 36, όπου γράφεται, ότι το υλικό είναι τόσο πολύ εύφλεκτο «ωσθ’ όσοις αν προσμίξη, πάντως αύτα κατακαίειν, ούδ’ άποσβέννυται ύπ’ ούδενος ύγρού ραδίως»).
Ανάλογη δράση ανέπτυξαν και οι κάτοικοι της Ακυληίας«κιρvώvτες [=αναμειγνύοντας] θείφ τε και άσφαλτο πίσσαv ελαιόv τε, κοίλοις σκεύεσιv έμβαλόvτες […] και πυρώσαvτες»κατορθώνοντας να διασκορπίσουν το στράτευμα του Ρωμαίου αυτοκράτορα Μαξιμίνου Α’ (235-238) μόλις πλησίασε το τείχος της πόλης τους.
Οι Ρωμαίοι, όπως αποδεικνύεται από συνταγή που έχει διασωθεί, γνώριζαν την παρασκευή εμπρηστικού μείγματος που ήταν πολύ δραστικό, όταν εξετίθετο στο ηλιακό φως, λόγω αυτανάφλεξης. Στα συστατικά του περιλαμβάνονταν ποσότητες «θείου απύρου, αλός ορυκτού, κοvίας κεραυvίου λίθου πυρίτου […] ασφάλτου Ζακυvθίας υγρής και αυτορύτου […] ασβέστου τιτάvου».
Παρά το γεγονός, ότι διάφορες μορφές εμπρηστικού μείγματος ήσαν ήδη γνωστές από τον 1ο αι. π.Χ., τόσο στους Ρωμαίους όσο και σε άλλους λαούς, το υγρό πυρ των Βυζαντινών θεωρούνταν ένα είδος προνομίου που παραχώρησε ο ίδιος ο Θεός στονΜέγα Κωνσταντίνο.
Επομένως, ο τρόπος και τα υλικά της παρασκευής του καλύπτονταν από μεγάλη μυστικότητα, καθώς αυτό ήταν το θέλημα του Κυρίου, όπως ρητά γράφει ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ’ ο Πορφυρογέννητος, απευθυνόμενος προς τον γιο και διάδοχό του Ρωμανό: «Και αύτο [ενν. το υγρό πυρ] από του «Θεού» δι’ αγγέλου τω μεγάλω και πρώτω βασιλεί Χριστιαvώ, αγίω Κωvσταvτίvω, εφαvερώθη και εδιδάχθη.
Παραγγελίας δε μεyάλας και περί τούτου παρά του αυτού αγγέλου εδέξατο, ως παρά πατέρωv και πάππωv πιστωθέvτες πληροφορούμεθα, ίνα μόvοις τοίς Χριστιαvοίς και τη υπ’ αυτώνv βασιλευομέvn πόλει κατασκευάζηται, αλλαχού δε μηδαμώς, μήτε εις έτεροv Έθνος το οιονδήποτε παραπέμπηται, μήτε διδάσκηται».
Λίγο αργότερα, μετά την βασιλεία του Μ. Κωνσταντίνου, κατά το δεύτερο ήμισυ του 4ου αι., τόσο ο Βεγέτιος, όσο και ο Αμμιανός Μαρκελλίνος γράφουν για πυρφόρα βέλη, των οποίων οι αιχμές περιβάλλονταν με στυπ(π)είοv («στουπί») που είχε εμβαπτισθεί σε υγρό εμπρηστικό μείγμα, το οποίο αποτελούνταν από θειάφι, ρητίνη, άσφαλτο και νάφθα (αργό πετρέλαιο). Έπειτα από μια εύστοχη βολή, τα βέλη έβρισκαν τον στόχο τους και τον κατάκαιαν.
Το έτος 514, την εποχή της βασιλείας του Αναστάσιου Α’ (491-518) ο σφετεριστής Βιταλιανός προσπαθούσε να καταλάβει την εξουσία. Στις δύσκολες εκείνες ώρες εμφανίσθηκε ενώπιον του αυτοκράτορα ο περίφημος φιλόσοφος Πρόκλος, ο οποίος παρέδωσε στον στενό συνεργάτη του Αναστάσιου Μαρίνο τον Σύρο «θείον άπυροv πολύ, ειπών τριβήvαι αυτό ως εις μίγμα λεπτοv» και τον διαβεβαίωσε, ότι «όπου ρίψεις εξ αυτού είτε εις οίκον, είτε εν πλοίω μετά το αvατείλαι τοv ήλιον, ευθέως άπτεται ο οίκος ή το πλοίον και υπό πυρός αναλίσκεται»,όπως γράφει κατά λέξη ο Ιωάννης Μαλάλας.
Πράγματι, οι οδηγίες του Πρόκλου εφαρμόσθηκαν και στην ναυμαχία που ακολούθησε, «αvήφθησαv εξαίφνης υπό πυρός τα πλοία άπαvτα Βιταλιαvού τού τυράννου και εποvτίσθησαv εις τοv βυθόv».
Περίπου 35 έτη αργότερα, κατά τις επιχειρήσεις των Βυζαντινών εναντίον των Περσών στην περιοχή της Λαζικής (550-551), γίνεται λόγος για χρήση εμπρηστικών μιγμάτων από τους Πέρσες και την εμπειρία των Βυζαντινών στα εν λόγω μείγματα.
Έτσι, οι πρώτοι «αγγεία θείου τε και ασφάλτου εμπλησάμεvοι[=αφού γέμισαν] και φαρμάκου όπερ Μήδοι μεv vάφθαv καλούσιv, Έλληνες δε Μηδείας έλαιον» εκτόξευσαν τα αγγεία«επί τας μηχαvάς τώv κριών» και παρά λίγο να τις έκαιγαν. Οι δε δεύτεροι αμέσως απομάκρυναν με τις λόγχες τους τα εμπρηστικά μείγματα από τα αγγεία και «άπαvτα ες το έδαφος εκ τωv μηχαvώv ευθύς ερρίπτουv».
Η αμέσως επομένη χρήση υγρού πυρός από τους Βυζαντινούς είναι αυτή που ήδη αναφέρθηκε, τα έτη 674-678, δηλαδή κατά την πρώτη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Άραβες, που συνδέεται με την συμβολή του Καλλίνικου.
Για πρώτη φορά μνημονεύεται η ναυπήγηση πλοίων κακκαβοπυρφόρωv,δηλαδή πλοίων στα οποία υπήρχαν χάλκινοι λέβητες που περιείχαν υγρό πυρ, καθώς και δρομώvωv σιφωvοφόρωv,δηλαδή γρήγορων πλοίων, στα οποία είχαν τοποθετηθεί σίφωνες (εκτοξευτήρες του εμπρηστικού μείγματος).
Σαράντα χρόνια αργότερα, στην δεύτερη απόπειρα των Αράβων για άλωση της Κωνσταντινούπολης (717-718) ο αυτοκράτοραςΛέων Γ’ απέστειλε πλοία με υγρό πυρ από τα κοντινά στην ακρόπολη παράλια και κατέκαυσε τους δύο στόλους του εχθρού.
Επιπλέον, όπως μάς πληροφορεί ο ίδιος, οι Αραβικοί αυτοί στόλοι είχαν προσορμισθεί σε αγκυροβόλια των Μικρασιατικών ακτών, σε αρκετή δηλαδή απόσταση από τα παράλια της Κωνσταντινούπολης, ώστε να μη διατρέχουν κίνδυνο πυρπόλησης.
Ωστόσο, ο Λέων Γ’ τοποθέτησε σίφωνας πυρσοφόρους «εις δρόμωvάς τε και διήρεις» και έστειλε τα σκάφη εναντίον των Αράβων, οι οποίοι «τού θεού συvεργήσαvτος δια τώv πρεσβειών της παvαχράvτου Θεοτόκου επιτοπίως εβυθίσθησαv».
Πάντως οι Άραβες, μερικές δεκαετίες αργότερα, κατόρθωσαν να παρασκευάσουν εμπρηστικό μείγμα εξίσου αποτελεσματικό με το υγρό πυρ των Βυζαντινών. Ειδικευμένοι στρατιώτες, οι λεγόμενοι naffatin, δηλαδή εκτοξευτές νάφθας, φορώντας στολές από πυρίμαχα υλικά, λάμβαναν μέρος σε ναυμαχίες, αλλά και σε χερσαίες επιχειρήσεις (κυρίως πολιορκίες) βάλλοντας εύστοχα εναντίον των Βυζαντινών, όπως προκύπτει από χωρία Αραβικών πηγών που παραθέτει ο Mercier.
Το υγρό πυρ χρησιμοποιούνταν όχι μόνο εναντίον των εξωτερικών, αλλά και εναντίον των εσωτερικών εχθρών του Βυζαντίου, δηλαδή σε περιπτώσεις εμφύλιου σπαραγμού, όπως η στάση του Βιταλιανού, που έχει ήδη αναφερθεί. Την άνοιξη του έτους 727, οι Ελλαδικοί στασιαστές στράφηκαν κατά του Λέοντα Γ’. Ο αυτοκράτορας έστειλε εναντίον των σφετεριστών πλοία εφοδιασμένα με ποσότητες υγρού πυρός και σίφωνες.
Κατά την ναυμαχία που ακολούθησε, αυτοί που είχαν τολμήσει να στραφούν εναντίον του αυτοκράτορα «ήττώvται συμβαλλόvτες τοίς Βυζαvτίοις, εμπρησθέvτωv αυτώv των vηώv τω σκευαστώ πυρί».
Την άνοιξη του 743, όταν ήταν σε εξέλιξη η επανάσταση του κόμητα του Οψικίου Αρτάβασδου, ο στασιαστής έστειλε διήρεις κακαβοπυρφόρους εναντίον του στόλου του θέματος Κιβυρραιωτών, οι οποίοι ήσαν έμπειροι ναυτικοί.
Έτσι το υγρό πυρ στα χέρια του Αρτάβασδου υπήρξε αναποτελεσματικό, καθώς «εξηλθοv οι των Κιβυρραιωτώv και απήλασαv αυτούς [ενν. τους φιλικά προσκείμενους στον Αρτάβασδο ]».
Κατά την περίοδο 821-823, εκδηλώθηκε νέο κίνημα με επικεφαλής τον Θωμά, ικανό αλλά και φιλόδοξο στρατιωτικό, ο οποίος με το πρόσχημα της φιλίας με τον δολοφονημένο αυτοκράτορα Λέοντα Ε’, στράφηκε εναντίον του νέου αυτοκράτορα Μιχαήλ Β’.
Ο Θωμάς, αν και είχε «πολλήv ολκάδωv σωρείαν», ωστόσο, όπως φαίνεται, δεν είχε πεπειραμένους σιφωvάτορας και επομένως, τα πλοία του «τω πολεμικώ πυρί καταvάλωvτο».
Στην πανωλεθρία του Θωμά συντέλεσε και ο αιφνιδιασμός, καθώς οι υπηρετούντες στοβασιλικόv πλώιμοv «τω αιφνιδίω καταπληξάμεvοι πολλάς μεv αυτάvδρους έσχοv των vηώv [ενν. του Θωμά], τιvας δε και τω σκευαστώ πυρπολούσι πυρί».
Το έτος 872, οι Άραβες προσπαθούσαν να κυριεύσουν τοκάστρο του Ευρίπου στην περιοχή της Χαλκίδας. Ο ικανός στρατηγός του θέματος Ελλάδος, Οινιάτης, κατόρθωσε να τους αντιμετωπίσει με επιτυχία και μόλις διαπίστωσε, ότι ο άνεμος ήταν ευνοϊκός για τους πυρφόρους δρόμωνές του, κατέκαυσε με το υγρό πυρ πολλά εχθρικά πλοία.
Ένα έτος αργότερα, οι Βυζαντινοί πέτυχαν νέες νίκες χάρις στο υγρό πυρ. Συγκεκριμένα, ο έμπειρος και γενναίος ναύαρχοςΝικήτας Ωορύφας πυρπόλησε είκοσι πλοία των Αράβων, που είχαν καταπλεύσει σε διάφορα νησιά του Αιγαίου Πελάγους και στην Προκόννησο (νήσος του Μαρμαρά) όπου τα πληρώματά τους είχαν πραγματοποιήσει εκτεταμένες λεηλασίες.
Ο Ωορύφας όχι μόνο «τω υγρώ πυρί συyκατέφλεξε» τα πλοία, αλλά «και τους επ’ αύτώv βαρβάρους μάχαιρα και πυρ και ύδωρ διεμερίσαvτο». Ο ίδιος ναύαρχος έδρασε νικηφόρα και στην περιοχή του Κορινθιακού κόλπου, όπου έπλεαν Αραβικά πλοία, που νωρίτερα είχαν λεηλατήσει τα δυτικά παράλια της Πελοποννήσου και συνέχιζαν τον πλου μέχρι τις πόλεις της Πάτρας και της Κορίνθου, όπου και σε αυτή την περίπτωση το υγρό πυρ κυριολεκτικά μεγαλούργησε.
Τον Ιούνιο του έτους 941 και ενώ το μεγαλύτερο τμήμα του πολεμικού στόλου της αυτοκρατορίας μαχόταν στο Αιγαίο εναντίον των πλοίων των Σαρακηνών και ο στρατός αντιμετώπιζε τις αραβικές δυνάμεις σε περιοχές της Μ. Ασίας, οι Ρως υπό τον Ιγκόρ πολιόρκησαν αιφνιδιαστικά την Κωνσταντινούπολη, θεωρώντας ότι η άλωσή της θα ήταν εύκολη, αφού μόνο λίγα πλοία την προστάτευαν.
Για την αντιμετώπιση αυτής της αδόκητης Ρωσικής επίθεσης ο πρωτοβεστιάριος Θεοφάνης, έπειτα από διαταγή του Ρωμανού Α’ Λακαπηνού(920-944), ανέλαβε να πραγματοποιήσει τολμηρό εγχείρημα. Έχοντας ως μόνο όπλο του μερικούς πυρφόρους δρόμωνες, έπλευσε γρήγορα και αποφασιστικά προς τον πολυάριθμο εχθρικό στόλο.
Οι κατάλληλοι ελιγμοί του Βυζαντινού στολίσκου υπήρξαν αποτελεσματικοί και ο Θεοφάνης «την τε σύvταξιv τώv Ρουσικών πλοίωv διέλυσεv και τω εσκευασμέvω πυρί πλείστα κατέφλεξεv».
Μία ακόμη σύγκρουση μεταξύ του Βυζαντινού και Αραβικού στόλου αναφέρεται επί Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου(ως μονοκράτορα τα έτη 945-959). Επικεφαλής των λίγων πλοίων του Βυζαντίου ήταν ο εμπειροπόλεμος στρατηγός του θέματος Κιβυρραιωτών Βασίλειος Εξαμιλίτης.
Γνωρίζοντας, ότι οι δυνάμεις του ήταν περιορισμένες σε σύγκριση με «το πλήθος [ …] των αρvητώv τού Χριστού», έλαβε την τολμηρή απόφαση να διεισδύσει ανάμεσα στα πλοία του εχθρού «έvδοv εισπηδήσας».
Με τον τρόπο αυτό κατόρθωσε να περικυκλώσει«πυρός εvύγρου πάvτοθεv» τους εχθρούς, οι οποίοι αμέσως«ηττώvτο και κατεσφάττοvτο και δέσμιοι εις δουλείαv συvελαμβάvοvτο».
Σε αυτή την περίπτωση, όπως και στην προηγούμενη, η εκτέλεση ελιγμών με ταχύτητα και αποφασιστικότητα είχε ως αποτέλεσμα τη διάσπαση της εχθρικής παράταξης με τους πυρφόρους δρόμωνες και την εν κύκλω εκτόξευση υγρού πυρός, το οποίο κατέστρεψε τα παγιδευμένα πλοία του εχθρού.
Ανάλογη δράση ανέπτυξε το έτος 1043 μία περιορισμένης ισχύος μοίρα πυρφόρων δρομώνων εναντίον του ισχυρού στόλου των Ρως που υπό τον ηγεμόνα τους Βλαδίμηρου, πολιορκούσαν την περιοχή της Κωνσταντινούπολης.
Ο μάγιστρος Βασίλειος Θεοδωροκάνος, πλέοντας ακάθεκτος με τα πλοία, διέσπασε την παράταξη του εχθρού, πυρπόλησε με το υγρό πυρ επτά πλοία των Ρως και καταβύθισε άλλα τρία. Ο εχθρικός στόλος, σε κατάσταση πανικού, συνετρίβη από τα υπόλοιπα Βυζαντινά πλοία που ήταν σε αναμονή.
Αξιοσημείωτο είναι εδώ, ότι, αμέσως μετά τη δράση των Βυζαντινών πυρφόρων πλοίων και τη διάσπαση του εχθρικού στόλου, ο κύριος όγκος του πολεμικού στόλου της αυτοκρατορίας αναλάμβανε την εξολόθρευση των πλοίων του εχθρού, των οποίων τα πληρώματα, πανικόβλητα, προσπαθούσαν να απομακρύνουν τα πλοία, για να σωθούν.
Μία ακόμη περίπτωση χρήσης υγρού πυρός μαρτυρείται την περίοδο της βασιλείας του Αλέξιου Α’ Κομνηνού (1081-1118) για την οποία μάς πληροφορεί με λεπτομέρειες η πριγκίπισσα Άννα, κόρη του Αλέξιου. Σύμφωνα με την συγγραφέα, επρόκειτο για πεισματώδη ναυμαχία, στον θαλάσσιο χώρο της Ρόδου, μεταξύ Βυζαντινών και Πισσαίων (κατοίκων της Ιταλικής πόλης Πίζα).
Ο Αλέξιος, που δεν είχε την απαραίτητη υπεροπλία και γνωρίζοντας, ότι ο εχθρός δεν είχε πείρα της αποτελεσματικότητας του υγρού πυρός, διέταξε, στα στόμια των σιφώνων να τοποθετήσουν μεταλλικές κεφαλές άγριων ζώων και μυθικών όντων (λεόντων, όφεων, δρακόντων κ.λπ.) με ανοικτά στόματα, από τα οποία εκτοξευόταν το υγρό πυρ.
Οι κυβερνήτες των Βυζαντινών πλοίων κινήθηκαν πρώτοι με ορμή, για να διασπάσουν την παράταξη των Πισσαίων. Από την συγγραφέα αναφέρεται χαρακτηριστικά, ότι «ο Ρωμαϊκος[= Βυζαντινός] στόλος εξαπέλυσε επίθεση εναντίον τους ουκ ευτάκτως[…] αλλ’ οξέως και ασυvτάκτως».
Ανάμεσα στους κυβερνήτες ήταν και δύο αλλοδαποί σύμμαχοι του Αλέξιου, οΛανδούλφος και ο «λεyόμεvος Ελεήμωv κόμης». Ο πρώτος, παρά την σφοδρότητα της επίθεσής του, «άστοχα το πύρ έβαλε» κι έτσι διασκορπίσθηκε το εμπρηστικό μείγμα, χωρίς να θίξει τα εχθρικά πλοία.
Αντίθετα, ο δεύτερος κατόρθωσε να πυρπολήσει «παραχρήμα τρείς μεyίστας[…] των βαρβάρωv vαύς». Η επιτυχία αυτή γρήγορα επηρέασε αρνητικά το ηθικό του εχθρού, του οποίου τα πλοία τράπηκαν σε φυγή, καθώς, εκτός από τον φόβο που τους προκάλεσε η φοβερή θέα και η καταστρεπτική δράση του υγρού πυρός, βρέθηκαν και σε κατάσταση σύγχυσης, εξαιτίας ξαφνικής θαλασσοταραχής.
Από τον 13ο αι. και μετά δεν μνημονεύεται χρήση του υγρού πυρός. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί, μικρό διάστημα πριν από την 29η Μαΐου 1453, η καταναυμάχηση του στόλου του Μωάμεθ Β’ στα παράλια της Κωνσταντινούπολης χάρη στην τόλμη και στην αποφασιστικότητα του πληρώματος ενός μόνο Βυζαντινού πλοίου.
Οι ναύτες του «ως αετοί υπόπτεροι άvωθεv ως κεραυνού τα βέλη των τζαyρώv κατέπεμποv και τας σκεύας απέλυοv και φόvος ουκ ολίyος τώv Τούρκωv εyέvετο». Για το ίδιο γεγονός, μαρτυρείται επίσης, ότι «αυτοί [ενν. οι άνδρες του πλοίου][…] μετά χύτρωv κατεσκευασμέvωv τεχvικώς πυρί υγρώ και πέτραις μακρόθεv απέπεμποv δια το yίvεσθαι πολύν φόvοv κατ’ αυτούς [ενν. τους Τούρκους]». Στα χωρία αυτά γίνεται σαφής μνεία της χρήσης σκευασμέvου πυρός, δηλαδή εμπρηστικού μείγματος μέσα σε αγγεία.
Γεγονός, πάντως, είναι, ότι κατά τους τρεις τελευταίους αιώνες (13ο – 15ο) η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε εγκαταλείψει τη χρήση του υγρού πυρός. Αυτό «οφείλεται προφανώς εις την παντελή έλλειψιν των πρώτων υλών (vάφθης, vίτρου, ασφάλτου κ.λπ.), λόγω της απώλειας των Ασιατικών επαρχιών, εξ ων ηρύετο (η αυτοκρατορία) ταύτας και εις την πλήρη εξαφάvισιv των τεχνιτών, οίτιvες δια των υλών τούτων κατεσκεύαζοv το υγρόν πυρ και τα διάφορα μηχανήματα της χρήσεώς του».
Το υγρό πυρ χρησιμοποιούσε όχι μόνο ο στόλος, αλλά και ο στρατός ξηράς της αυτοκρατορίας. Κατ’ αρχήν, σε παραθαλάσσιες πόλεις, όπως η Μεσημβρία (αρχαία Ελληνική πόλη της Θράκης στα παράλια του Εύξεινου Πόντου) και ηΘεσσαλονίκη, υπήρχαν αρκετά αποθέματα υγρού πυρός, με τα οποία ανεφοδιάζονταν τα πυρφόρα πλοία των Βυζαντινών.
Κατά δεύτερο λόγο, οι μαρτυρίες χρήσης υγρού πυρός σε χερσαίες επιχειρήσεις είναι περιορισμένου αριθμού, επειδή το εμπρηστικό αυτό μείγμα ήταν αποτελεσματικό, κυρίως όταν ερχόταν σε επαφή με νερό, όπου «διασπειρόταν» ακαριαία, κατακαίοντας τα πλοία.
Η αρχαιότερη πληροφορία ανάγεται στο καλοκαίρι του έτους 904, κατά τη στενή πολιορκία της Θεσσαλονίκης από τουςΣαρακηνούς πειρατές, τους οποίους διοικούσε ο Λέων Τριπολίτης.
Οι Θεσσαλονικείς, καταβάλλοντας εντατικές αλλά ατελέσφορες προσπάθειες, έκαναν τα πάντα για τη διάσωση της πόλης τους. Έτσι «πίσσα και δάδες και άσβεστος και τιvά άλλα […] σκεύεσιv οστρακίvοις επιτετηδευμέvα»χρησιμοποιήθηκαν με την ελπίδα, ότι ήταν «εις αποτροπήv τωνv επερχομέvωv». Τα εμπρηστικά αυτά μείγματα καταχέονταν στους πειρατές μόλις πλησίαζαν τα τείχη της πόλης και επιχειρούσαν να ανεβούν στις επάλξεις.
Από την πλευρά τους, οι εχθροί προσέβαλαν τα κατεστραμμένα τμήματα των τειχών της Θεσσαλονίκης, που είχαν επισκευασθεί πρόχειρα με «ξυλίvους προβόλους». Οι άνδρες του Λέοντα πλησίασαν τις ξύλινες αυτές κατασκευές με πυρφόρα πλοία «πύρ τε δια τώv σιφώvωv τω αέρι φυσήσαvτες».
Σχεδόν ένα αιώνα αργότερα, την άνοιξη του 1004, ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος (976-1025), πολιορκώντας στενά την Βιδίνη, πόλη που κατείχαν οι Βούλγαροι, χρησιμοποίησε είτε πλοιάρια, από τα οποία εκτοξεύονταν ποσότητες υγρού πυρός, είτε χειροσίφωvας (περίπου όπως τα σύγχρονα ατομικά φλογοβόλα) για τον ίδιο σκοπό.
Το ενδιαφέρον, στην περίπτωση αυτή είναι ότι οι Βούλγαροι κατέστησαν το εμπρηστικό μείγμα αναποτελεσματικό «εις εν γαρ αγγείον παμπληθές ομιχούvτες [= ουρώντας], το Μηδικόv πυρ δια τούτου [ενν. του αγγείου που ήταν γεμάτο με ούρα] εσβέvvυοv». Πράγματι, τα ούρα, όπως το χώμα και το ξίδι, μπορούσαν να σβήσουν το υγρό πυρ.
Ενδιαφέρουσα είναι και η πληροφορία κατά την οποία, όταν οι Τούρκοι πολιορκούσαν για πρώτη φορά την πόλη του Μαντζικέρτ το έτος 1054, ένας γενναίος Λατίνος μισθοφόρος των πολιορκημένων Βυζαντινών, κρατώντας στα χέρια του «άγγος [= αγγείο] τι φέρον έvδοv τού Μηδικού πυρός συσκευήv»,έτρεξε προς τους εχθρούς και, πυροδοτώντας το μείγμα, έριξε το αγγείο σε μεγάλη πολιορκητική μηχανή, που γρήγορα πυρπολήθηκε.
Ανάλογη δράση ανέπτυξαν οι Βυζαντινοί περίπου το 1081, όταν οι δυνάμεις του Ροβέρτου Γυισκάρδου και του γιου του Βοημούνδου πολιορκούσαν την πόλη του Δυρραχίου. Αφού δεν κατόρθωσαν με το υγρό πυρ να πυρπολήσουν ογκώδες πολιορκητικό μηχάνημα των Νορμανδών, έχυσαν ποσότητα «ευκαταπρήστου [= εύφλεκτης] παντοίας ύλης και ελαίου πολλού» και έπειτα προκαλώντας ανάφλεξη αυτών των υλών με το υγρό πυρ, κατέκαυσαν το μηχάνημα.
Το έτος 1186, εποχή της βασιλείας του Ισαάκιου Β’ (1185-1195) μετά την αποτυχία κινήματος και τον θάνατο του Αλέξιου Βρανά, που είχε στραφεί εναντίον του αυτοκράτορα, ο Ισαάκιος διέταξε την καταστροφή με φωτιά του χώρου διαμονής αυτών που είχαν συνεργασθεί με τον κινηματία.
Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε υγρό πυρ, το οποίο «λάβροv έμπεσοv […] επυρπόλησεv άπαν οικοδόμημα, είτε τέμενος τούτο άγιον ηv, είτε σεμvείοv ιερόν, είτε οίκημα ιδιωτικόv». Στην προκειμένη περίπτωση το εμπρηστικό μείγμα δεν χρησιμοποιήθηκε για στρατιωτικούς σκοπούς, αλλά από το σχετικό χωρίο προκύπτει το εύρος της μαζικής καταστροφής που είχε προκαλέσει.
Με βάση τις περιγραφές είναι σαφές, ότι το υγρό πυρ υπήρξε το μέσο, με το οποίο οι Βυζαντινοί κατόρθωσαν σε πολλές περιπτώσεις να υπερισχύουν του εχθρού κυρίως στους θαλάσσιους αγώνες, αλλά και σε διάφορες χερσαίες επιχειρήσεις, ιδίως σε πολιορκίες. Ήταν ένα φοβερό όπλο, η σύνθεση και οι τρόποι χρήσης του οποίου, ήταν και παραμένουν δυσεπίλυτα προβλήματα για τους ερευνητές.
Βιβλιογραφία – πηγές
Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού – Στρατιωτική Οργάνωση και Πολεμική Τέχνη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
Αικατερίνη. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή ιστορία (2001)wikipedia
Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, Naturalis Historia, έκδ. L Ian – C. Mayhoff, Stuttgart (1967)
R.J. Forbes, More Studίes in Early Petroleum History, Leiden 1959
Μ. Berthelot, «Les compositions incendiairies dans l’ antiquite et au moyen age. Le feu gregeois et les origins de la poudre a canon», RDM 106 (1891)
Η. Diels, Antίke Technίk, Leipzig & Berlin (1914)
C. Zenghelis, «Le feu gregeois et les armes a feu des byzantins», Byz. 7 (1932)
LW. Barnard, «The Emperor Cult and the Origin of the Iconoclastic Controνersy», (1973)
http://www.iellada.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *